15 Νοεμβρίου, 2025
Dislike

Σκάνδαλο 150 εκατ. ευρώ στην Παιδεία – Η αλήθεια για τους διαγωνισμούς Κεραμέως

Η υπόθεση των διαγωνισμών του Υπουργείου Παιδείας για τις προμήθειες διαδραστικών πινάκων και σετ ρομποτικής επί υπουργίας Νίκης Κεραμέως εξελίσσεται πλέον σε μείζον σκάνδαλο ευρωπαϊκής εμβέλειας. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) έχει θέσει στο μικροσκόπιο τις διαδικασίες δύο διαγωνισμών συνολικού ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίοι χρηματοδοτήθηκαν από το Ταμείο Ανάκαμψης, κατόπιν καταγγελιών για στημένες προσφορές, συνεννόηση εταιρειών και υπερκοστολογήσεις που ζημίωσαν το ελληνικό Δημόσιο και την Ε.Ε.

Η έρευνα ξεκίνησε ύστερα από επώνυμη καταγγελία του επιχειρηματία Γιώργου Φλωρά, ο οποίος προσκόμισε στοιχεία τόσο στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσο και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν «ισχυρές ενδείξεις για συνεννόηση των συμμετεχόντων εταιρειών». Οι καταγγελίες του αφορούν δύο μεγάλα έργα: την προμήθεια 36.000 διαδραστικών πινάκων αξίας 120 εκατ. ευρώ και την προμήθεια 177.000 σετ ρομποτικής (STEM) αξίας 30,1 εκατ. ευρώ. Και τα δύο έργα υλοποιήθηκαν την περίοδο 2021–2023, με υπουργό την Νίκη Κεραμέως, η οποία είχε τότε παρουσιάσει το πρόγραμμα ως «ψηφιακό άλμα της ελληνικής εκπαίδευσης».

Το πρώτο έργο, ύψους 120 εκατομμυρίων, αφορούσε την εγκατάσταση διαδραστικών συστημάτων μάθησης σε σχολικές αίθουσες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στις 26 Ιουλίου 2022, το Υπουργείο Παιδείας προκήρυξε ηλεκτρονικό διαγωνισμό, χωρίζοντάς τον σε τρία τμήματα (LOTS), με στόχο –θεωρητικά– τη «διευκόλυνση του ανταγωνισμού». Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι η διάσπαση αυτή λειτούργησε ως μηχανισμός ελέγχου του αποτελέσματος.

Στο LOT 1, συμμετείχαν τρεις ενώσεις εταιρειών: WIND–AKTIB, COSMOTE–BYTE ABEE και VODAFONE. Οι προσφορές τους κυμάνθηκαν μεταξύ 40,3 και 40,4 εκατ. ευρώ, με τη διαφορά να μην ξεπερνά λίγες χιλιάδες ευρώ. Τελικά ανάδοχος ανακηρύχθηκε η VODAFONE. Στο LOT 2, κατέθεσαν προσφορές μόνο δύο εταιρείες (COSMOTE–BYTE και VODAFONE), με τη διαφορά τους να είναι μόλις 34.000 ευρώ, ενώ στο LOT 3 υπέβαλε προσφορά μόνο η WIND–AKTIB, εξασφαλίζοντας αυτομάτως την ανάθεση. Με απλά λόγια, οι τρεις τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι μοιράστηκαν το έργο χωρίς ουσιαστικό ανταγωνισμό.

Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το ύψος των εκπτώσεων: παρά το γεγονός ότι κάθε τμήμα του έργου ξεπερνούσε τα 40 εκατομμύρια ευρώ, οι εκπτώσεις που προσφέρθηκαν κυμάνθηκαν μεταξύ 0,01% και 0,26%, δηλαδή σε απόλυτους αριθμούς όχι πάνω από 4.000 ευρώ ανά σύμβαση. Ένα ποσοστό που, όπως επισημαίνει η καταγγελία, «είναι ασύμβατο με κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού και υποδηλώνει βεβαιότητα για το αποτέλεσμα».

Η καταγγελία περιλαμβάνει και άλλες ανωμαλίες: πανομοιότυπες βαθμολογίες στις τεχνικές προσφορές των εταιρειών, σχεδόν ταυτόσημες προδιαγραφές στα προσφερόμενα προϊόντα και αποχή όλων των εξειδικευμένων εταιρειών που είχαν συμμετάσχει στη δημόσια διαβούλευση, γεγονός που εγείρει υποψίες για προσυνεννόηση και αποκλεισμό ανταγωνιστών.

Το δεύτερο έργο αφορά την προμήθεια 177.000 σετ ρομποτικής, προϋπολογισμού 30,1 εκατ. ευρώ, επίσης με χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Και εδώ το μοτίβο επαναλαμβάνεται: το έργο χωρίστηκε σε τρία τμήματα, και σε κάθε τμήμα υπέβαλε προσφορά μόνο μία εταιρεία. Συγκεκριμένα, στο LOT 1 η NOVA, στο LOT 2 η COSMOTE και στο LOT 3 η VODAFONE. Οι τρεις εταιρείες κέρδισαν έτσι μοναδικά τμήματα χωρίς καμία προσφορά ανταγωνιστή, με ελάχιστες εκπτώσεις και, όπως αποκαλύπτουν τα τιμολόγια, πολλαπλάσια τιμή από τη λιανική.

Για τα σετ ρομποτικής τύπου S1, το Υπουργείο Παιδείας πλήρωσε 240 ευρώ ανά σετ, ενώ η λιανική τιμή είναι 114,16 ευρώ. Για τα σετ τύπου R2, πλήρωσε 168 ευρώ έναντι 120,30 ευρώ λιανικής, και για τα σετ τύπου R3, 198 ευρώ ενώ στην αγορά κοστίζουν 100,40 ευρώ. Μόνο για τα 88.413 σετ που αφορούν τα δημοτικά σχολεία, η διαφορά ξεπερνά τα 8 εκατομμύρια ευρώ.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, που ερευνά υποθέσεις απάτης και κακοδιαχείρισης ευρωπαϊκών πόρων, φέρεται να εξετάζει τα παράλληλα μοτίβα στους δύο διαγωνισμούς: το τεχνητό σπάσιμο των συμβάσεων, τις πανομοιότυπες προσφορές, τη σχεδόν μηδενική έκπτωση και την επαναλαμβανόμενη ανάθεση στα ίδια σχήματα. Η ύπαρξη τριών πανίσχυρων τηλεπικοινωνιακών ομίλων που εμφανίζονται να μοιράζουν μεταξύ τους τις συμβάσεις σε διαφορετικά “lots” θεωρείται κλασική ένδειξη καρτελοποίησης, εφόσον αποδειχθεί συνεννόηση.

Ο ίδιος ο καταγγέλλων, Γιώργος Φλωράς, σημειώνει ότι «αν οι προσφορές ήταν τυχαίες, οι πιθανότητες να κατανείμουν οι ίδιες εταιρείες τα έργα με αυτόν τον τρόπο είναι μαθηματικά μηδενικές». Υποστηρίζει επίσης ότι η πρακτική του διαχωρισμού των συμβάσεων «λειτούργησε όχι για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, αλλά για την αποφυγή του».

Στην υπόθεση έχει παρέμβει και ο Τομέας Διαφάνειας του Κινήματος Δημοκρατίας, που κάνει λόγο για «σκάνδαλο διασπάθισης ευρωπαϊκών κονδυλίων» και για «προαποφασισμένους αναδόχους». Σε ανακοίνωσή του υπογράμμισε ότι «η επιλογή των τριών εταιρειών να υποβάλουν προσφορές σε διαφορετικά τμήματα του διαγωνισμού κραυγάζει για προσυνεννόηση με κεντρικό συντονισμό από το Υπουργείο Παιδείας».

Η σημερινή υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη κλήθηκε να απαντήσει στη Βουλή, ύστερα από ερώτηση βουλευτών, για τους διαγωνισμούς που έγιναν επί Κεραμέως. Στην έγγραφη απάντησή της (Οκτώβριος 2025) υποστήριξε ότι «όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες προσυμβατικού και μετασυμβατικού ελέγχου ακολουθήθηκαν κανονικά», συμπεριλαμβανομένων των εγκρίσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης (ΕΥΣΤΑ). Επίσης, δικαιολόγησε τη διάσπαση των συμβάσεων ως «συνηθισμένη πρακτική» που προβλέπεται από το άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ και το άρθρο 59 του ν. 4412/2016, με στόχο τη διευκόλυνση της συμμετοχής μικρότερων επιχειρήσεων και τον επιμερισμό του κινδύνου.

Όμως τα δεδομένα δείχνουν το αντίθετο: αντί να προσελκύσει περισσότερους συμμετέχοντες, η μέθοδος αυτή περιόρισε τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν μόνο οι τρεις μεγάλες εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Καμία μικρότερη επιχείρηση δεν κατέθεσε προσφορά, παρά το γεγονός ότι δεκάδες είχαν συμμετάσχει στη φάση διαβούλευσης.

Στην ουσία, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καλείται τώρα να ερευνήσει εάν πίσω από τις συμβάσεις ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ υποκρύπτεται σύστημα συντονισμένων προσφορών (bid rigging), πρακτική που παραβιάζει κατάφωρα το ευρωπαϊκό και ελληνικό δίκαιο ανταγωνισμού. Η πιθανότητα εμπλοκής στελεχών του Υπουργείου Παιδείας στη διαδικασία αξιολόγησης δεν αποκλείεται, καθώς η σχεδόν πανομοιότυπη τεχνική βαθμολογία υποδηλώνει ότι τα προσφερόμενα προϊόντα ήταν όχι απλώς όμοια, αλλά ενδεχομένως από τον ίδιο προμηθευτή.

Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που βρίσκεται σε εξέλιξη, μπορεί να οδηγήσει σε ποινικές διώξεις για απάτη εις βάρος της Ε.Ε., εφόσον αποδειχθεί ότι υπήρξε προσυνεννόηση ή αλλοίωση των όρων των διαγωνισμών. Το πολιτικό βάρος, όμως, πέφτει στην ίδια την πρώην υπουργό Νίκη Κεραμέως, η οποία υπέγραψε και προώθησε τα έργα, και σήμερα εμφανίζεται ως «υπόλογη» για μια υπόθεση που ενδέχεται να αποδειχθεί το μεγαλύτερο σκάνδαλο προμηθειών στον χώρο της εκπαίδευσης μετά το 2004.

Στο τέλος, εκείνο που αναδεικνύεται δεν είναι μόνο η πιθανή οικονομική ζημιά εκατομμυρίων ευρώ εις βάρος του Δημοσίου, αλλά και η θεσμική απαξίωση ενός υπουργείου που, αντί να λειτουργεί ως θεματοφύλακας της παιδείας, φέρεται να μετέτρεψε τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε ευκαιρία πελατειακής διανομής. Το αποτέλεσμα είναι ένα Υπουργείο Παιδείας που δεν παρέδωσε ψηφιακό μετασχηματισμό, αλλά ένα πολλαπλό πεδίο ελέγχου για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με τους μαθητές να πληρώνουν, κυριολεκτικά, το τίμημα της «τεχνολογικής αναβάθμισης».

Με πληροφορίες από Data Journalists

Exit mobile version