Σε μια φάση πολιτικής φθοράς και εντεινόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας βρίσκεται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς οι αλλεπάλληλες αποτυχίες και η συσσωρευμένη αναξιοπιστία αποδυναμώνουν καθημερινά την επιρροή της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές πεδίο. Παρά τις προσπάθειες του Πρωθυπουργού να αποσυνδέσει τη δική του εικόνα από τις αποτυχημένες πολιτικές επιλογές της κυβέρνησής του, η πραγματικότητα αποτυπώνει μια βαθιά κρίση που μοιάζει μη αναστρέψιμη.
Η εσωτερική πολιτική παραμένει πεδίο σκληρής δοκιμασίας, με τη φτώχεια και την ακρίβεια να πλήττουν τα νοικοκυριά, ενώ η διανομή επιδομάτων δεν φαίνεται να αντιστρέφει την κοινωνική αγανάκτηση. Η τραγωδία των Τεμπών, με τα αναπάντητα ερωτήματα, παραμένει ανεξίτηλη στη δημόσια μνήμη, πλήττοντας τη σοβαρότητα του κυβερνητικού αφηγήματος. Σκάνδαλα όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τις αλλεπάλληλες αλλαγές προσώπων και τις καταγγελίες για εικονικές επιδοτήσεις, επιβεβαιώνουν την αίσθηση εκτεταμένης διαχειριστικής ανεπάρκειας και πελατειακής πολιτικής. Παρόμοια κατάσταση καταγράφεται και στη διαχείριση των αντιπλημμυρικών έργων στη Θεσσαλία, με έργα δισεκατομμυρίων να παραμένουν ημιτελή και αδιαφανή.
Παράλληλα, η τραγωδία των Τεμπών παραμένει ένα ανοιχτό τραύμα για την ελληνική κοινωνία. Τα αναπάντητα ερωτήματα, η καθυστέρηση στην απόδοση ευθυνών και η απόπειρα υποβάθμισης της σημασίας του γεγονότος από κυβερνητικά στελέχη, επιτείνουν την αίσθηση πολιτικής ασυνέπειας και κοινωνικής αναλγησίας.
Η αποστασιοποίηση της κοινής γνώμης από την κυβέρνηση αποτυπώνεται με σαφήνεια και στις δημοσκοπήσεις. Ακόμη και σε έρευνες που διεξάγονται από μέσα φιλικά προς την κυβέρνηση, η εικόνα είναι αποκαλυπτική: ενώ η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει ένα οριακό, τεχνητό προβάδισμα, το 68,1% των πολιτών εκφράζει επιθυμία για πολιτική αλλαγή και αντικατάσταση της κυβέρνησης. Επιπλέον, το 65% εκτιμά ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την αίσθηση πολιτικού τέλους και επιβεβαιώνουν ότι η κυβερνητική φθορά δεν είναι επικοινωνιακή αλλά βαθιά ουσιαστική.
Στο εξωτερικό πεδίο, η εικόνα είναι αντίστοιχα απογοητευτική. Η ελληνική εξωτερική πολιτική εμφανίζεται άτολμη, χωρίς σαφή στρατηγική και με ελλείψεις στις συμμαχίες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διεθνή θέση της χώρας. Οι τουρκικές απαιτήσεις επανέρχονται με μεγαλύτερη ένταση, την ώρα που η Αθήνα δείχνει αδυναμία να διαμορφώσει πειστική διπλωματική στάση. Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του υπουργού Εξωτερικών, που αυτοπροσδιορίστηκε ως «φιλέλληνας», προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις και ανέδειξαν ένα θολό πολιτικό στίγμα στο χειρισμό κρίσιμων γεωπολιτικών ζητημάτων.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολλών, διολισθαίνει σε έναν ρόλο παθητικού παρατηρητή των εξελίξεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, με φιλικές μέχρι πρότινος χώρες, όπως η Αίγυπτος και η Λιβύη, να απομακρύνονται και να ακολουθούν διαφορετικές διπλωματικές επιλογές. Οι μύθοι περί «σταθερότητας» και «διεθνούς κύρους» που προέβαλλε η κυβέρνηση έχουν καταρρεύσει, αφήνοντας πίσω μόνο την αίσθηση απογοήτευσης και αβεβαιότητας για το μέλλον.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική επιβίωση του κ. Μητσοτάκη φαίνεται να εξαρτάται περισσότερο από την αναπαραγωγή ενός εικονικού αφηγήματος παρά από την ουσία των πολιτικών του. Η τακτική του να μεταφέρει διαρκώς ευθύνες σε τρίτους και να παρουσιάζεται ο ίδιος ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής των γεγονότων, έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της. Όπως έγραφε και ο Ντιντερό, σε μια τέτοια «κωμωδία», η στιγμή της αποκάλυψης δεν αργεί. Κανένας μανδύας δεν είναι αρκετός για να καλύψει τη γύμνια της πολιτικής.
Η στρατηγική του πολλαπλασιασμού ψευδών αφηγήσεων, με στόχο την επιβίωση σε κάθε δύσκολη στιγμή, καταλήγει να αποτελεί άλλοθι και εργαλείο εφησυχασμού, χωρίς να πείθει ή να παράγει πραγματικό πολιτικό αποτέλεσμα. Ο κ. Μητσοτάκης μοιάζει να εγκλωβίζεται σε μια «δια-πολιτική» πραγματικότητα, όπως την περιέγραφε ο Ζαν Μπωντριγιάρ – ένα πεδίο όπου όλα χάνονται στην αναπαραγωγή της εικόνας και καμία αλήθεια δεν αναδύεται.
Η πολιτική του δεν κατάφερε να δημιουργήσει πνοή, έμεινε άψυχη, τιμωρητική και αποκομμένη από τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, όσο και αν αντιμετωπίζονται με επιθετικότητα στο δημόσιο λόγο, αντικατοπτρίζουν τις αμφιβολίες που φαίνεται να διακατέχουν πλέον και τον ίδιο. Η παρουσία του στη δημόσια σφαίρα εμφανίζεται όλο και περισσότερο σαν σκιά του παρελθόντος και η έξοδος από το πολιτικό προσκήνιο μοιάζει αναπόφευκτη.
Η σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί πλέον να δώσει απαντήσεις. Και όταν τα ψέματα εξαντλούνται, απομένει η αλήθεια – όσο σκληρή κι αν είναι. Η αλήθεια της κοινωνικής δυσαρέσκειας, της πολιτικής φθοράς και της σταδιακής αποκαθήλωσης μιας ηγεσίας που, παρά τις επικοινωνιακές προσπάθειες, δεν κατάφερε να μεταφράσει την εξουσία σε προοπτική.