Γεωπολιτική σταθερότητα: Οι διεθνείς εξελίξεις υποδεικνύουν ανακατατάξεις στην αρχιτεκτονική ασφαλείας του Δυτικού κόσμου, με τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο. Η πιθανή συνέχιση της σημερινής αμερικανικής στρατηγικής ενδέχεται να επιφέρει βαθιές αλλαγές στην παγκόσμια ισορροπία.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει δηλώσει ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία αποτελεί ευρωπαϊκή υπόθεση, υιοθετώντας μια στάση αποστασιοποίησης από την άμεση ανάμειξη. Η θέση αυτή εγείρει ερωτήματα, καθώς ο πόλεμος θεωρείται από αρκετούς αναλυτές ως αποτέλεσμα παλαιότερων γεωπολιτικών σχεδιασμών με αμερικανική υπογραφή. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον υιοθετεί πολιτικές που από ορισμένους συγκρίνονται με εκείνες της Μόσχας, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο γεωστρατηγικών περιοχών.
Την ίδια στιγμή, εξελίξεις σε μέτωπα όπως η Συρία και η Λωρίδα της Γάζας μεταβάλλουν το γεωπολιτικό τοπίο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι εξελίξεις αυτές ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις και στο σύστημα υποδομών που σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας, τόσο λειτουργικά όσο και ως προς τη στρατηγική της θέση στην περιοχή.
Σε εσωτερικό επίπεδο, το πολιτικό σκηνικό συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από πόλωση και αντιπαράθεση. Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας επικεντρώνονται στη μεταξύ τους σύγκρουση, δίχως να αναδεικνύονται ουσιαστικές διαφορές ως προς τις εφαρμοζόμενες ή προτεινόμενες πολιτικές. Παρότι οι ιδεολογικές ταυτότητες παραμένουν διακηρυγμένες, δεν αποτυπώνονται εμφανώς στο πεδίο της πολιτικής πράξης, ενώ κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η εξυπηρέτηση του υφιστάμενου παραγωγικού μοντέλου.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος της ακρίβειας. Τα κόμματα εξαγγέλλουν ενίσχυση των ελέγχων στην αγορά και επιβολή προστίμων. Η αντιπολίτευση υποστηρίζει τη μείωση του ΦΠΑ και τη δημιουργία νέας ανεξάρτητης αρχής για την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων, ενώ η κυβέρνηση προωθεί ελέγχους και στοχευμένα επιδόματα, ώστε να ελαφρυνθούν οι οικονομικά ασθενέστερες ομάδες.
Η μείωση του ΦΠΑ, όπως προτείνεται από την αντιπολίτευση, εφαρμόζεται οριζόντια και συνεπώς ωφελεί περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα, ενώ παράλληλα συνεπάγεται απώλειες για τα δημόσια έσοδα. Από την άλλη πλευρά, η κυβερνητική πολιτική προβλέπει τη διατήρηση του φορολογικού βάρους μέσω του ΦΠΑ και την παροχή ενισχύσεων σε επιλεγμένες ομάδες πληθυσμού, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, η γενικευμένη αποδοχή των ανεξάρτητων αρχών ως εργαλείων πολιτικής φαίνεται να ενώνει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού φάσματος, με ορισμένες δυνάμεις να προτείνουν την ενίσχυσή τους με επιπλέον προσωπικό, γεγονός που αυξάνει τη δημοσιονομική επιβάρυνση, χωρίς να έχει αποδειχθεί αντίστοιχη αύξηση της αποτελεσματικότητας.
Το θέμα του δυστυχήματος στα Τέμπη επανέφερε στην επιφάνεια την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης εκτιμά ότι το γεγονός εργαλειοποιήθηκε πολιτικά. Παράλληλα, απορρίπτονται αιτιάσεις περί σκοπιμότητας ή δόλου, τις οποίες φέρονται να υιοθετούν ορισμένες αντιπολιτευτικές τοποθετήσεις.
Η συζήτηση για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, με αναφορές σε φαινόμενα διαπλοκής που αποδίδονται στο μοντέλο ανάδειξης πολιτικών προσώπων μέσω των εκλογικών μηχανισμών. Κατά τις ίδιες εκτιμήσεις, το πλαίσιο αυτό δεν ευνοεί την αξιοκρατία ούτε τη θεσμική ανανέωση και επηρεάζει άμεσα τη στελέχωση κρίσιμων θέσεων.
Ειδικά στον τομέα των υποδομών, επισημαίνεται η ανάγκη για διορισμό ειδικών και έμπειρων στελεχών σε επιτελικές θέσεις. Εντούτοις, ακόμη και με την αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων, η πλήρης εξάλειψη του ανθρώπινου λάθους κρίνεται ανέφικτη.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, καταγράφεται ευρεία σύμπνοια ως προς τον εθνικό προσανατολισμό, με τις διαφωνίες να εντοπίζονται στις προσεγγίσεις και τα μέσα υλοποίησης των στόχων. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει επικρίσεις για «ενδοτική» στάση σε ζητήματα όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων ή η χάραξη ΑΟΖ, ενώ η αντιπολίτευση δεν καταθέτει εναλλακτικές προτάσεις που να αποφεύγουν την προοπτική πολεμικής σύγκρουσης.
Η Ελλάδα έχει αναπτύξει σταθερές συνεργασίες στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες ενισχύουν τη διπλωματική της θέση. Ωστόσο, σε περίπτωση θερμού επεισοδίου ή πολεμικής εμπλοκής, οι διεθνείς ισορροπίες ενδέχεται να ανατραπούν. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης Μπάιντεν, η Τουρκία θεωρήθηκε ασταθής σύμμαχος της Δύσης, ενώ η στάση του Τραμπ αφήνει περιθώρια για επαναξιολόγηση των σχέσεων ΗΠΑ–Τουρκίας.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το σημερινό πολιτικό πλαίσιο περιορίζει τη δυνατότητα ουσιαστικής διαφοροποίησης πολιτικών μεταξύ των κομμάτων. Ως αποτέλεσμα, κυριαρχεί μια λογική αντιπαράθεσης που επικεντρώνεται περισσότερο στην υπονόμευση του πολιτικού αντιπάλου, παρά στη διαμόρφωση αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών.