Σε τροχιά κορύφωσης εισέρχεται η πολιτική και θεσμική αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση των Τεμπών, με την κυβέρνηση να βρίσκεται αντιμέτωπη όχι μόνο με τις εγκληματικές ευθύνες για την πολύνεκρη τραγωδία, αλλά και με τη δυσχερή απόφαση για το πώς θα κινηθεί απέναντι στον πρώην υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Αχ. Καραμανλή. Η επιλογή του Μεγάρου Μαξίμου μέχρι στιγμής είναι να ευτελίσει την ουσία της Προανακριτικής Επιτροπής, προβάλλοντας επικοινωνιακά επιχειρήματα και επιδιώκοντας να μετατρέψει τη συζήτηση σε έναν ακόμη κομματικό διαξιφισμό. Ωστόσο, η συσσωρευμένη πίεση, οι δημόσιες μαρτυρίες και κυρίως τα αδιάσειστα στοιχεία που εμπεριέχονται στον φάκελο της δικογραφίας καθιστούν αυτόν τον χειρισμό όλο και πιο επισφαλή.
Το ΠΑΣΟΚ καταθέτει επίσημα αίτημα για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, ζητώντας τη διερεύνηση του κακουργήματος της διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών, αφήνοντας εκτός τα πλημμελήματα αλλά και την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Το κόμμα επικαλείται σειρά τεκμηρίων που δείχνουν ότι η ηγεσία του υπουργείου ήταν ενήμερη για τους κινδύνους, άρα υφίσταται τουλάχιστον ενδεχόμενος δόλος. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην επιστολή του τότε διευθύνοντος συμβούλου της ΤΡΑΙΝΟΣΕ Φίλιππου Τσαλίδη προς τον ΟΣΕ, η οποία κοινοποιήθηκε στο υπουργείο και περιλάμβανε σαφείς προειδοποιήσεις για ενδεχόμενο συμβάν «μεγίστης σοβαρότητας». Επίσης, επισημαίνεται η επιστολή της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ) στις 24 Φεβρουαρίου 2023, μόλις τέσσερις ημέρες πριν το δυστύχημα, με την οποία επισημαίνονται κενά στην αλλαγή τροχιάς και πιθανοί παράγοντες όπως κόπωση ή ελλιπής εκπαίδευση, που παραπέμπουν στο δυστύχημα των Τεμπών.
Αντί να απαντήσει επί της ουσίας, η κυβέρνηση καταφεύγει σε πολιτική αποδόμηση του αιτήματος, κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ για εργαλειοποίηση της τραγωδίας. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης κάνει λόγο για θεωρίες συνωμοσίας, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Κυριάκο Βελόπουλο. Την ίδια ώρα, διαρρέονται επιχειρήματα περί διοικητικής αρμοδιότητας του υπουργού και μετακύλισης της ευθύνης στη ΡΑΣ. Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα αναιρείται από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία παραδέχεται ότι στελέχη του υπουργείου διώκονται επειδή δεν προέβησαν σε απαραίτητες ενέργειες προς τον υπουργό. Άρα, ο υπουργός είχε λόγο και γνώση για την ασφάλεια, γεγονός που αποτυπώνεται και στις έγγραφες προειδοποιήσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής στο υπόμνημά του φέρεται να επικαλείται ότι η έλλειψη επαρκών πόρων και αποφάσεων ήταν αποτέλεσμα πολιτικής κατεύθυνσης από ανώτερο επίπεδο, φωτογραφίζοντας το Μέγαρο Μαξίμου. Το ερώτημα που τίθεται, και που θα κρίνει την εξέλιξη της υπόθεσης, είναι εάν υπήρχε ενημέρωση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για την κατάσταση των σιδηροδρόμων. Ενδεικτικά, ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Καραμέρος αναφέρθηκε στη ΔΕΘ του 2022, θέτοντας δημόσια το ερώτημα αν ο Πρωθυπουργός είχε τότε ενημερωθεί από τον Σπύρο Πατέρα, πρόεδρο του ΟΣΕ.
Το ΠΑΣΟΚ, προς το παρόν, δεν εμπλέκει τον Πρωθυπουργό στην πρότασή του, ωστόσο το ΚΚΕ έχει καταθέσει δικό του αίτημα που περιλαμβάνει τη διερεύνηση και των ευθυνών του Μητσοτάκη. Αναμένεται επίσης το κοινό αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς, που σύμφωνα με πληροφορίες θα αναφέρεται ρητά στον Πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση, αν και επιδιώκει να εμφανιστεί ως δύναμη θεσμικής τάξης, επενδύει τελικά στην αποδόμηση και στην φθορά της υπόθεσης μέσω της κομματικής πόλωσης.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι εξετάζεται από το Μέγαρο Μαξίμου η κατάθεση πρότασης Προανακριτικής από την ίδια την κυβέρνηση, όχι για κακούργημα αλλά για πλημμέλημα (παράβαση καθήκοντος), ακολουθώντας το προηγούμενο της υπόθεσης Τριαντόπουλου. Ο στόχος είναι να αποτραπεί η πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης στη Βουλή και να μεταφερθεί απευθείας στο δικαστικό συμβούλιο. Ωστόσο, αυτός ο χειρισμός ενέχει σοβαρό πολιτικό ρίσκο, αφού μια τέτοια μεθόδευση μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση συγκάλυψης.
Η κρίσιμη μάχη της κυβέρνησης είναι πλέον πολιτική και ηθική. Εάν επιλέξει να καλύψει τις ευθύνες, κινδυνεύει να καταρρεύσει θεσμικά και πολιτικά, καθώς η κοινή γνώμη είναι ήδη πεπεισμένη για την ύπαρξη βαρύτατων παραλείψεων. Αν επιτρέψει την ουσιαστική διερεύνηση, μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με αλήθειες που ενδέχεται να επιφέρουν ευρύτερες συνέπειες στην πολιτική σταθερότητα. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν υπάρχουν ευθύνες, αλλά ποιος θα τολμήσει να τις αναλάβει.