
Ο Δημήτριος Νταλίπης γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Γάβρο Καστοριάς από οικογένεια κτηνοτρόφων. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας ήταν Κωνσταντινίδης ή Κεχαγιάς. Αποτέλεσε έναν από τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς στα Κορέστια που αγωνίστηκαν για την υποστήριξη της Ελληνικής πλευράς παρότι ήταν σλαβόφωνος.
Συγκρούσεις με τους Τούρκους και αλλαγή επιθέτου
Η οικογένεια του καταδιωκόταν συνεχώς από τούς Τούρκους. Κατόπιν συμβουλής του Κώττα (επίσης σλαβόφωνος Μακεδονομάχος), άλλαξαν το επώνυμο τους και έλαβαν το προσωνύμιο Νταλίπης από τον ξακουστό κλέφτη και επαναστάτη Στέφανο Νταλίπη, ενός από τους πρωτεργάτες της Μακεδονικής Επανάστασης του 1878. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αμβλυνθούν οι ενοχλήσεις των Τούρκων.
Η οικογένεια του ήρθε ευθύς εξ’ αρχής σε διάσταση με το βουλγαρικό κομιτάτο, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην επαρχία Καστοριάς το 1900 και άρχισε αμέσως την συστηματική εξόντωση ιερέων, διδασκάλων, προκρίτων όπως ομολογεί στα απομνημονεύματα του ο αρχικομιτατζής Πάντο Κλιάτσεφ.
Εξέγερση του Ίλιντεν και υπαρχηγός του Καπετάν Κώττα
Αρχικά ο Δημήτριος Νταλίπης πήρε μέρος το 1903 στην εξέγερση του Ίλιντεν. Στη συνέχεια αντιληφθείς τον ανθελληνικό σκοπό των δήθεν απελευθερωτικών σωμάτων, διαχώρισε τη θέση του από την ΕΜΕΟ.
Συνεργάστηκε με το σώμα του Κώττα Χρήστου, του οποίου έγινε υπαρχηγός, μετά τον θάνατο του Σπύρου Παρασκευΐδη από το χωριό Λαιμός. Στη συνέχεια συμμετείχε στον αγώνα στο πλευρό του Παύλου Μελά, μέχρι και τον θάνατο του τελευταίου το 1904.
Εκτέλεση του Παπατράικωφ
Τον Σεπτέμβριο του 1903, ο Δημήτριος Νταλίπης μαζί με τον Σίμο Αρμεντσιώτη, είχαν πιάσει στην Χαλάρα (Ποσδιβίτσα) τον κομιτατζή Παπατράικωφ και τον εκτέλεσαν στην ίδια θέση όπου αυτός είχε διατάξει την σφαγή του εφημερίου του χωριού Παπαηλία και του προκρίτου Γιάμτση.
Η ενέργεια αυτή έγινε γιατί τον Αύγουστο του 1903 οι Βούλγαροι κομιτατζήδες Τσακαλάρωφ και Κλιάτσεφ με 450 άνδρες, κατ ομολογία του Κλιάτσεφ, κύκλωσαν το Βατοχώρι (Μπρεόνιτσα), έκαψαν το σπίτι του Ιωάννη Ζάικου, σκότωσαν τον πατέρα και αδερφό του, επίσης τον Μουχτάρη και αγροφύλακα του χωριού γιατί ήταν συνεργάτες του Κώττα.
Ταξίδι στην Αθήνα και επιστροφή στη Μακεδονία με το σώμα του Κατεχάκη
Οι Νταλίπης και Αρμεντσιώτης έμειναν οι μοναδικοί πιστοί σύντροφοι του Κώττα μέχρι την ημέρα της σύλληψης του Κώττα στις 19 Ιουνίου 1904. Τότε ο Δημήτριος Νταλίπης κατέβηκε στην Αθήνα για συνενοήσεις σχετικά με την περαιτέρω οργάνωση της δράσης των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία.
Στις 17 Οκτωβρίου 1904, μαζί με το σώμα του Γεωργίου Κατεχάκη (Ρούβα) ξαναγύρισε στη Μακεδονία και τη Καστοριά. Στις 13 Νοεμβρίου 1904 το σώμα του Γεωργίου Κατεχάκη (Ρούβα) επιτέθηκε κατά του Σκλήθρου (Ζέλενιτς) όπου γινόταν μεγάλος γάμος, στον οποίο θα παρευρίσκοντο οι σημαντικότεροι Βούλγαροι.
Στη μάχη αυτή πρωτοστάτησε ο Νταλίπης και ο Κιουτσούκης από την Κοζάνη. Οι δύο τους, επειδή ήταν άριστοι σκοπευτές, τοποθετήθηκαν έξω από το σπίτι του αδερφού του Παπά όπου θα γινόταν ο γάμος και σκότωσαν όλους όσους επιχείρησαν να σωθούν πηδώντας από το παράθυρο.
Συνεχείς μάχες στη Μακεδονία
Μετείχε στις συμπλοκές Ζελόβου (Ανταρτικό) μαζί με τους Παύλο Κύρου και Γεώργιο Κατεχάκη, το 1905, κατά τις οποίες ανέπτυξε πρωτοβουλία και δράση, άξια θαυμασμού για την ριψοκίνδυνη γενναιότητά του.
Τον Νταλίπη ο αρχηγός του – Γεώργιος Κατεχάκης (Ρούβας) τον εκθειάζει σε πολλές επιστολές του. Συνεργάστηκε ακόμα με τον Ευθύμιο Καούδη και Ιωάννη Καραβίτη. Μετά την ασθένεια του Γεωργίου Κατεχάκη (Ρούβα) από κήλη, ο Νταλίπης ετέθη υπό τις διαταγές του αρχηγού Γεωργίου Τσόντου (Βάρδα), μαζί με τους άλλους δύο ντόπιους Λάκη Πύρζα και Παύλον Κύρου, μέχρι τις 6 Ιουνίου 1905. Στο διάστημα αυτό μετείχε στις συμπλοκές του Ζελόβου, Πρέσπας, Μπούκοβικ. Στη συνέχεια βγήκε στις 17 Ιουλίου 1905 με δικό του σώμα.
Σε συνεργασία με τον Γεώργιο Τσόντο (Βάρδα) μετείχε στις συμπλοκές στις 25 Αυγούστου 1905 στην Πρέσπα και την 30ην Αυγούστου 1905 στο Γαύρο (Γκαμπρέσι). Από την εποχή αυτή, ο ρόλος του Βάρδα σαν αρχηγού ήταν περισσότερο συντονιστικός, σχετικά με τη δράση των πολλών ομάδων που δρούσαν στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1905 οδήγησε τους επιστρέφοντες στην Ελλάδα Γύπαρη και Σκλαβούνο με τα σώματα τους μέχρι το Κωσταράζι. Από τότε παρέμειναν στα βουνά των Κορεστίων οι ντόπιοι καπεταναίοι Δημήτριος Νταλίπης και Παύλος Κύρου, ανεξάρτητοι γιατί χάλασαν οι σχέσεις τους με τον Βάρδα. Τον χειμώνα 1905-1906 έφυγαν και οι δύο στην Ελλάδα.
Επάνοδος στη Μακεδονία ως Καπετάνιος
Την άνοιξη του 1906 Νταλίπης και Κύρου ξαναγύρισαν πάλι στα Κορέστια, με κοινό δικό τους σώμα, ενωμένοι και αχώριστοι καπεταναίοι. Με απόφαση του ανωτάτου Συμβουλίου του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου, ο Δημήτριος Νταλίπης διορίσθηκε οπλαρχηγός στη περιφέρεια των Κορεστίων, όπου η κατάσταση το 1906 ήταν πολύ δύσκολη για τον ελληνικό πληθυσμό.
Οι δύο οπλαρχηγοί Νταλίπης και Κύρου, γνώριζαν καλά πρόσωπα και πράγματα, γνώριζαν το έδαφος και τη γλώσσα κι αυτό βοηθούσε στο να επηρεάζουν τους χωρικούς.
Οι συγκρούσεις την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1906 με τους κομιτατζήδες ήταν συνεχείς. Έτσι δινόταν η εντύπωση, στους καταπτοημένους κατοίκους των χωριών, ότι δεν σταμάτησε η δράση των Ελληνικών σωμάτων.
Το Βουλγαρικό κομιτάτο με κάθε θυσία επεδίωκε να εξοντώσει τους δύο αυτούς πολύπειρους οπλαρχηγούς και εθνικούς στυλοβάτες των Κορεστίων.
Ο Παύλος Κύρου
Ο Παύλος Κύρου ήταν εγγονός του ξακουστού κλεφταρματολού Ναούμ Κύρου. Από μικρός ακολούθησε τον κλεφταρματολό καπετάν Ναούμ από την Ιεροπηγή Καστοριάς και γνώρισε καλά την περιοχή των Κορεστίων.
Το 1881 συμμετείχε στην απαγωγή του Τούρκου καϊμακάμη (έπαρχου) στη Φλώρινα μαζί με τον καπετάν Ναούμ και τον Γεώργιο Δούκα (καπετάν Νταβέλη) από τη Γαλατινή. Το διάστημα 1881-1897 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με Μακεδόνες πολιτικούς, όπως ο Στέφανος Δραγούμης. Κατόπιν επέστρεψε στη Μακεδονία και συνέχισε την αντάρτικη δράση.
Συνεργάστηκε με τον καπετάν Κώττα (Κωνσταντίνος Χρήστου) και με τους Βούλγαρους που προετοίμαζαν την εξέγερση του Ίλιντεν και προέτρεπαν σε ξεσηκωμό όλους τους χριστιανούς με το σύνθημα “Η Μακεδονία στους Μακεδόνες”. Διαπίστωσε από πολύ νωρίς τις πραγματικές προθέσεις των Βουλγάρων και διαχώρισε τη θέση του.
Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν συνεργάστηκε με το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη στην οργάνωση και συντονισμό των εθελοντών αξιωματικών που κατεύθαναν στην περιοχή από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος μετά το 1904. Συνεργάστηκε με τον Παύλο Μελά στις τελευταίες του επιχειρήσεις.
Μετά τη σύλληψη του καπετάν Κώττα (1905) για την οποία κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στη προδοσία, (έχει αποδειχτεί ότι εκείνος που πρόδοσε τον Κώττα ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης) κατέφυγε στην Αθήνα προκειμένου να συγκεντρώσει οπλίτες για τη δημιουργία ένοπλου σώματος. Η προσπάθειά του δεν απέδωσε καρπούς και επέστρεψε στη Μακεδονία.
Συνεργάστηκε με πολλούς αξιωματικούς που έδρασαν στην περιοχή, όπως ο Ιωάννης Καραβίτης, ο Γεώργιος Τσόντος, ο Εμμανουήλ Σκουντρής, ο Νικόλαος Καλομενόπουλος και ο Γεώργιος Κατεχάκης.
Οργάνωσε δικό του σώμα που έδρασε στην περιοχή Πρεσπών. Μετά την πανωλεθρία των ενωμένων Ελληνικών σωμάτων στις 25 Νοεμβρίου του 1905, υπό τον ανθυπίλαρχο Βασίλειο Πανουσόπουλο από τον Οθωμανικό στρατό, στους Ψαράδες Φλώρινας στη Μεγάλη Πρέσπα διέφυγε εκ νέου στην Αθήνα. Επανέκαμψε λίγο αργότερα και συγκροτώντας δικό του σώμα, συνέχισε την ένοπλη δράση στην περιοχή μαζί με τον οπλαρχηγό Δημήτρη Νταλίπη
Οι Βούλγαροι ειδοποιούν το τουρκικό στρατό για τις θέσεις των Νταλίπη και Κύρου
Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες στη προσπάθειά τους να εξοντώσουν τους Νταλίπη και Κύρου ειδοποίησαν τον τουρκικό στρατό για τη θέση τους στη Γκολίνα Πισοδερίου. Αμέσως κατευθύνθηκε στη περιοχή πολυάριθμος στρατός. Οι Βούλγαροι με επικεφαλής τους Καρσάκωφ και Μήτρο Βλάχο είχαν καταλάβει την αντίθετη πλευρά για να τους βάλουν στη μέση.
Κυκλωμένοι οι Έλληνες Μακεδονομάχοι και οι άνδρες τους από Τούρκους και Βουλγάρους έδωσαν γενναία πλην μοιραία μάχη προσπαθώντας να διαφύγουν.
Ο Νταλίπης σκοτώθηκε στη ράχη «Ασβού των Κορεστίων» στο δρόμο προς την Πρέσπα κοντά στο Ζέλοβο, χωριό που μετονομάστηκε σε Αντάρτικο. Το σώμα του βρέθηκε κατακρεουργημένο με 19 μαχαιριές από τη μανία των Βουλγάρων. Κατά την υποχώρηση σκοτώθηκε και ο Παύλος Κύρου στη θέση Τρίγωνο Φλώρινας από ντόπιο Βουλγαρίζοντα κοντά στη βρύση της πλατείας του χωριού.
Αποτίμηση
Ο αγώνας των Νταλίπη – Κύρου όπως και όλων των γνωστών και άγνωστων Μακεδονομάχων για τη λευτεριά της Μακεδονίας δεν πρέπει να λησμονείται. Ιδιαίτερα των ντόπιων σλαβόφωνων όπως οι δύο γενναίοι οπλαρχηγοί που βοήθησαν και καθοδήγησαν τους Κρητικούς και τους υπόλοιπους Έλληνες από κάθε γωνιά του Ελληνισμού που έτρεξαν στη Μακεδονία για να τη σώσουν από τη τουρκική καταπίεση και τη βίαιη προσπάθεια εκβουλγαρισμού.
Γνωρίζοντας τη γλώσσα, τη γεωγραφία αλλά και τις ιδιαιτερότητες της περιοχής ο ρόλος τους στην μετέπειτα απελευθέρωση με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 ήταν καθοριστικός.