ΙστορίαΜη Χάσετε

Σαν σήμερα: H πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου

Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου – 31 Δεκεμβρίου 1822) που έλαβε χώρα κατά το αρχικό στάδιο του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων (1821-29) είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης.

Πορεία προς το Μεσολόγγι

Η μάχη του Πέτα (κοντά στην Άρτα) στις αρχές Ιουλίου του 1822 είχε οδυνηρές συνέπειες τόσο για το ψυχολογικό κομμάτι των απελευθερωτικών επιχειρήσεων, όσο και για τις απώλειες που υπέστησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Άνοιξε δε το δρόμο για τη πορεία των Τούρκων στην Αιτωλοακαρνανία από τη στεριά.

Από τη θάλασσα όμως όταν οι ενωμένοι στόλοι της Τουρκίας, Αιγύπτου και Αλγερίας προσέβαλαν επί δύο ημέρες τη νησίδα Βασιλάδι (20 Ιουλίου 1822), αναχαιτίστηκαν από τον Αθανάσιο Ρατζηκότσικα , ο οποίος επικεφαλής 50 περίπου συμπολιτών του και με 3-4 πυροβόλα, ματαίωσε κάθε εχθρικό σχέδιο.

Τα απομεινάρια του στρατιωτικού σώματος υπό τους Μάρκο Μπότσαρη και Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο υποχώρησαν προς το Μεσολόγγι.

Στις 10 Αυγούστου ο Βαρνακιώτης αποφάσισε κόψει την πορεία του Κιουταχή, και οχυρώθηκε με ελάχιστες δυνάμεις στην ράχη του Προφήτη Ηλία απέναντι από τον Αετό Ξηρόμερου, από όπου αναγκαστικά θα έπρεπε να προελαύσουν οι Οθωμανοί.

Ο Κιουταχής, παρότι είχε στην διάθεσή του 2.000-3.000 άνδρες, δεν κατάφερε να κάμψει την άμυνα των Ελλήνων και, ύστερα από έξι ώρες μάχης αναγκάστηκε να υποχωρήσει με σημαντικές απώλειες στο Λουτράκι, από όπου ανέμενε ενισχύσεις υπό τον Ομέρ Βρυώνη.

Οι οπλαρχηγοί Βάλτου και Ξηρομέρου, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γιαννάκης Ράγκος, Γώγος Μπακόλας, Γεωργάκης Βαλτινός και Ανδρέας Ίσκος, δήλωσαν εικονική ειρήνευση και υποταγή στους Ομέρ Βρυώνη και Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, τον ονομαζόμενο Κιουταχή. Η τακτική αυτή είναι τα λεγόμενα ‘’καπάκια’’ ευρέως διαδεδομένη εθνοφελής σε πλείστες περιπτώσεις μέθοδος αποφυγής σφαγών στη Ρούμελη.

Οι δύο τούρκικοι στρατοί με δύναμη 8000 ανδρών (κατ άλλους ιστορικούς η δύναμη τους ανερχόταν στις 11000 άνδρες) συναντήθηκαν στη Λεπενού Αιτωλοακαρνανίας στις αρχές Οκτωβρίου.

Σχεδόν ανεμπόδιστα, οι τουρκικές δυνάμεις διέσχισαν το Αγγελόκαστρο και την 21η του Οκτώβρη έφτασαν στο Κεφαλόβρυσο, το οποίο απείχε απόσταση δύο ωρών από το Μεσολόγγι. Εκεί στήθηκε και μια πρώτη γραμμή άμυνας με ελληνικά στρατεύματα από διάφορα σημεία της Αιτωλίας.

Ανάμεσα στους αμυνόμενους βρίσκονταν ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Αλέξανδρος Βλαχόπουλος, ο Γεώργιος Τσόγκας και ο Δημήτριος Μακρής. Η ελληνική αντίσταση κράτησε ελάχιστες ώρες και τελικά ανάγκασε τους ντόπιους οπλαρχηγούς να καταφύγουν στα βουνά και τους Κίτσο και Μάρκο Μπότσαρη να εισέλθουν καταδιωκόμενοι στο Μεσολόγγι.

Στις 25 Οκτωβρίου οι Τούρκοι βρίσκονταν έξω από το Μεσολόγγι ξεκινώντας τη πολιορκία. Ο Γιουσούφ Πασάς με τον στόλο του συμπλήρωνε τον αποκλεισμό της πόλης από τη θάλασσα.

Οι υπερασπιστές της πόλης

Το τείχος της πόλης είχε τέσσερα πόδια ύψος και δύο πόδια πλάτος. Κάποια σημεία του ήταν χτισμένα με πέτρα και κάποια με πλίνθο, ενώ επάνω του ήταν τοποθετημένα δεκατέσσερα παλιά κανόνια. Η τάφρος εμπρός του τείχους είχε βάθος τεσσάρων ποδιών, πλάτος επτά και μήκος ενός μιλίου.

Η δύναμη των πολιορκημένων αποτελούνταν από τριακόσιους πενήντα άνδρες, με πολεμοφόδια και τροφές για ένα μήνα. Η μικρή αυτή ελληνική δύναμη κλήθηκε να αντιμετωπίσει δέκα χιλιάδες Τούρκους οπλισμένους με το ηθικό των νικητών.

Το κύριο βάρος των πολιορκούμενων το κράτησαν οι Μεσολογγίτες. Επικεφαλής τους ο πρόκριτος τους Αθανάσιος Ρατζηκότσικας με υπαρχηγό τον αδελφό του Γιαννάκη. Με δικά του χρήματα και με εράνους έγιναν εργασίες στο ‘’φράχτη’’ του Μεσολογγίου και εξοπλίστηκαν τα νησάκια της λιμνοθάλασας.

Αντίθετα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που προσπάθησε να οικειοποιηθεί των έργων της οχύρωσης μόνο προβλήματα προκαλούσε με τη διαμονή του.

Οι άσχημες σχέσεις Μαυροκορδάτου-Μεσολογγιτών επιδεινώθηκαν όταν οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν απ’ τον Μαυροκορδάτο να αναλάβουν τα έξοδα (καταλύματα, μισθοί, τροφοδοσία) των συνεχώς αφικνούμενων μη Μεσολογγίτικων στρατιωτικών σωμάτων, τα οποία έγειραν υπερβολικότατες αξιώσεις, απαιτώντας τη διαμονή τους σε οικήματα της αρεσκείας τους, αλλά και μισθοτροφοδοσία πέρα απ’ την πραγματική δυνατότητα της κοινότητας.

Αρχηγός των πυροβολητών ο Αναστάσιος Παπαλουκάς. Αρμόδιος για τον ανεφοδιασμό ο Αναστάσιος Λόντος.

Η πολιορκία

Επί δύο ημέρες έγιναν σφοδροί βομβαρδισμοί των τουρκικών κανονιών, χωρίς όμως να προκαλέσουν ιδιαίτερες ζημιές στο Μεσολόγγι.

Οι βόμβες περνούσαν πάνω από την επίπεδη πόλη και τα χαμηλά της σπίτια και κατέληγαν στα νερά των ακτών χωρίς να προξενούν κάποια βλάβη. Οι ασύντακτες έφοδοι επίσης δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Διαφωνία των Τούρκων

Τη τρίτη μέρα της πολιορκίας οι Τούρκοι πασάδες έκαναν συμβούλιο για το τρόπο που θα συνεχίσουν. Ο Μεχμέτ Ρεσίτ και ο ναύαρχος Γουσούφ υποστήριζαν ότι έπρεπε να καταλάβουν την πόλη με γενική έφοδο.

Αντίθετα ο Ομέρ Βρυώνης δεν ήθελε τη καταστροφή της πόλης την οποία σκόπευε να τη χρησιμοποιήσει ως κέντρο επιχειρήσεων και πίστευε πως με τις διαπραγματεύσεις θα τη καταλάμβανε.

Οι πολιορκούμενοι της πόλης επωφελήθηκαν από την διχογνωμία των Τούρκων και δέχτηκαν προσχηματικά τις διαπραγματεύσεις κερδίζοντας χρόνο με την ελπίδα να έρθει βοήθεια.

Αρχικά οι Τούρκοι όρισαν διαπραγματευτή το Βαρνακιώτη. Ο Ρατζηκότσικας δεν απάντησε την επιστολή του. Ύστερα ο Βρυώνης διόρισε δεύτερο διαπραγματευτή τον γνώριμο του Μάρκου Μπότσαρη, Άγο Βασιάρη.

Άγος και Μάρκος συναντήθηκαν έξω από το φρούριο. Ο Άγος διαβεβαίωσε τον Μπότσαρη εξ ονόματος των πασάδων ότι θα δώσουν όχι μόνο γενική αμνηστία αλλά και δικαίωμα φυγής σ’ όσους επίσημους άνδρες ήθελαν.

Ο Μπότσαρης με δεξιοτεχνία παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις κερδίζοντας κι άλλο χρόνο εως ότου έρθει βοήθεια.

Οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου άρχισαν να κινητοποιούνται για τη σωτηρία του Μεσολογγίου, ιδιαίτερα ο Κολοκοτρώνης, καθώς και ο Ανδρέας Ζαΐμης με τον Ανδρέα Λόντο.

Μολών Λαβέ

Στις 8 Νοεμβρίου στολίσκος από 11 πλοία υπό τον Ανδρέα Μιαούλη διέσπασε τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Μεσολογγίου. Αποβίβασε 1000 άνδρες υπό τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη και Κανέλλο Δεληγιάννη και προμήθευσε με τροφές και πολεμοφόδια τους υπερασπιστές του.

Κατέφθάσαν ακομα από ξηράς, αφού ξέφυγαν την προσοχή των Τούρκων, οι Δημήτρης Μακρής και Γιώργος Τσόγκας με αρκετούς Ρουμελιώτες. Στο Μεσολόγγι έφτασαν άλλοι 1.000 Πελοποννήσιοι με τον Λόντο. Έτσι οι άνδρες της Φρουράς του Μεσολογγίου έφτασαν τις 2.500.

Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν για ποιο λόγο ότι οι πολιορκημένοι καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις, ήταν πλέον αργά.

Το τελευταίο γράμμα των Ελλήνων περιείχε μια φράση παρόμοια με εκείνη του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες: «αν θέλετε τον τόπο μας ελάτε να τον πάρετε».

Η κατάσταση των πολιορκητών

Οι εχθροπραξίες άρχισαν και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι διέταζαν νέες εφόδους όμως ήταν πια αργά γι’ αυτούς.

Ενώ η θέση των πολιορκούμενων είχε βελτιωθεί, αντίθετα η κατάσταση στο τουρκικό στρατόπεδο όλο και χειροτέρευε. Οι εσωτερικές τους διαμάχες, η αδράνεια των πολεμιστών, το πεσμένο ηθικό τους από τον ελληνικό δόλο, ο χειμώνας με τις ραγδαίες του βροχές, η πλημμελής τροφοδοσία και μισθοδοσία, μαζί με τα συμπτώματα απειθαρχίας έφεραν τους Τούρκους πασάδες σε δεινή θέση.

Υπήρξε μάλιστα κίνδυνος να διαλυθεί το στρατόπεδο. Μπροστά σ’ αυτό τον κίνδυνο οι πασάδες όρισαν σαν ημέρα γενικής εφόδου ανήμερα τα Χριστούγεννα, πιστεύοντας ότι λόγω της γιορτής όλοι οι Χριστιανοί θα πήγαιναν στις εκκλησιές.

Η αποκάλυψη του σχεδίου

Το σχέδιο των Τούρκων το αποκάλυψε στους Έλληνες ο Ηπειρώτης Γεώργιος Ζούκας με το ψευδώνυμο Γιάννης Γούναρης. Ο Γούναρης Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα.

Ο Γούναρης πληροφορήθηκε από το Γεώργιο Βαρνακιώτη το σχέδιο για γενική έφοδο στο ανατολικό τμήμα του Μεσολογγίου, που θα πραγματοποιούταν ξημερώματα της 25ης Δεκεμβρίου 1822, ανήμερα δηλαδή των Χριστουγέννων.

Αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους. Ο Βρυώνης για να τον εκδικηθεί, έσφαξε ολόκληρη την οικογένειά του.

Η έφοδος

Το ανατολικό μέρος του τείχους το υπεράσπιζαν ο Δεληγιάννης, ο Μακρής και ο Γιάννης Ρατζηκότσικας. Εκεί έγινε η κύρια έφοδος των Τουρκαλβανών που κατέληξε στην συντριβή τους. Το κέντρο υπεράσπιζαν ο Μπότσαρης με τον Λόντο και το δυτικό μέρος του φρουρίου ο Αθανάσιος Ρατζηκότσικας με τον Ζαίμη. Εκεί η τουρκική έφοδος ήταν εικονική βάσει σχεδίου.

Η μάχες διήρκησαν 3 ώρες και οι Τουρκαλβανοί υπέστησαν πανωλεθρία. Είχαν 500 απώλειες ενώ οι Έλληνες μόλις τέσσερις και δύο τραυματίες.

Λύση της πολιορκίας και υποχώρηση

Οι πασάδες βλέποντας, εκατοντάδες στρατιώτες τους να πέφτουν νεκροί μπροστά στα τείχη, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στο μεταξύ είχε διαδοθεί η φήμη ότι πλησιάζει το σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου να τους χτυπήσει.

Στις 31 Δεκεμβρίου έλυσαν την πολιορκία και επέστρεψαν κακήν κακώς στην Ήπειρο αφήνοντας πίσω τους κανόνια, αποσκευές και άλλα εφόδια. Συνέπεια της αποτυχίας ήταν οι οπλαρχηγοί του Βάλτου Ράγκος, Ίσκος, Βαλτινός να εγκαταλείψουν το Βρυώνη και και να καταλάβουν τα στενά του Μακρυνόρους.

Σώματα υπό το Γενναίο Κολοκοτρώνη και τους Χασαπαίους είχαν διακόψει τις επικοινωνίες με τη κακοκαιρία να δυσκολεύει αφάνταστα τους Τούρκους.

Οι Τουρκαλβανοί αναχώρησαν σε δύο τμήματα. Οι του Βρυώνη πέρασαν από την Κλεισούρα στο Βραχώρι ενώ οι του Κιουταχή πήραν τον Ζυγό του Κεράσοβου και κατέληξαν κι αυτοί στο Βραχώρι. Η έλλειψη τροφίμων ήταν απελπιστική.

Σώμα τριών χιλιάδων Τουρκαλβανών υπό τους Ισμαήλ Πλιάσσα, Ισμαήλ Χατζημπέντο και Άγο Βασιάρη διατάχτηκε να πάει στην Πρέβεζα από τα Άγραφα, με στόχο την εξασφάλιση και αποστολή πολεμικού υλικού και τροφίμων.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, πληροφορούμενος την πρόθεσή τους να διαβούν από το αρματολίκι των Αγράφων κίνησε γρήγορα και κατέλαβε με 800 πολεμιστές τον Άη Βλάση (βορειοδυτικά του Αγρινίου).
Αρνήθηκε να τους αφήσει να περάσουν και στη μάχη που ακολούθησε στις 15 Ιανουαρίου σκοτώθηκαν 200 Τουρκαλβανοί ανάμεσά τους ο Χατζημπέντος από βόλι του Καραϊσκάκη ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν περί τις είκοσι.

Υποχρεώθηκαν να διαβούν τον φουσκωμένο από τις πλημμύρες Αχελώο. Εκεί είχαν αλλές 500 απώλειες. Τελικά τα θλιβερά λείψανα του υπερήφανου εκείνου στρατού έφτασαν στην Άρτα (Κιουταχής), στην Πρέβεζα (Βρυώνης).

Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός αναφέρεται στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και την καταστροφική διάβαση του Αχελώου από τους Τούρκους στο ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», που έγραψε το Μάιο του 1823 (στροφές 88-121). Παραθέτουμε τις χαρακτηριστικές στροφές 105-106:

Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροή,
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή

να αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρείτε αφανισμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button