Σαν σήμερα: Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιδραστικότερους θεολόγους της Ορθοδοξίας. Εκοιμήθη σαν σήμερα 14 Νοεμβρίου 1359

Ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296 – 14 Νοεμβρίου 1359) ήταν Μικρασιάτης φιλόσοφος, λόγιος και κληρικός. Ήταν μοναχός του Αγίου Όρους, κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και διαπρεπής θεολόγος του Ησυχασμού. Οι διδασκαλίες του προς υπεράσπιση του Ησυχασμού ενάντια στην επίθεση του επισκόπου Βαρλαάμ αναφέρονται ευρύτερα υπό τον γενικό τίτλο Παλαμισμός. Οι δε οπαδοί του Παλαμίτες.
Τιμάται ως άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ημέρα μνήμης του είναι η 14η Νοεμβρίου και η δεύτερη Κυριακή των Νηστειών. Ονομάζεται και Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Γρηγόριος Παλαμάς γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική γενιά. Οι Μικρασιάτες γονείς του, Κωνστάντιος και Καλλονή γεννήθηκαν στη Μικρά Ασία, όμως την εγκατέλειψαν λόγω της τουρκικής προέλασης και κατέφυγαν στη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Ο Γρηγόριος είχε πέντε αδέλφια, τον Μακάριο, τον Θεοδόσιο, την Επίχαρη και τη Θεοδότη. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Παλαμάς, ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ εκτίμησε τόσο πολύ τα προσόντα του ώστε του ανέθεσε την εκπαίδευση του εγγονού του Ανδρόνικου Γ’.
Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών, οπότε περιήλθε υπό την προστασία του αυτοκράτορα. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης γραμματική, ρητορική, φυσική, λογική και με δάσκαλο τον Θεόδωρο Μετοχίτη μελέτησε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία.
Μόλις 17 ετών, ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ και πολλών σοφών στα ανάκτορα, σε ομιλία του για τον Αριστοτέλη κατέπληξε όλους τους ακροατές του. Ο παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε θαυμάζοντας στον αυτοκράτορα για τον νεαρό ομιλητή: Αν ήταν παρών και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Εκτός της αριστοτελικής φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Νωρίς όμως αφιερώθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Συναξαριστή. Την πνευματική ζωή διδάχθηκε πρώτα από τον πατέρα του και τους μοναχούς που συναναστρεφόταν. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρώην Αγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, που τον μύησε στην καθαρή προσευχή.
Στο Παπίκιο και τον Άθω
Ο αυτοκράτορας, που ήλπιζε ότι θα τον έχει σύμβουλο, στη θέση του πατέρα του, έβλεπε να τον χάνει. Αρχικά μετέβη στο όρος Παπίκιο της Θράκης και μετά σε διάφορες τοποθεσίες στον Άθω: στο Βατοπέδι, υπό την καθοδήγηση του ησυχαστή Νικοδήμου, στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας, όπου ονομάστηκε ψάλτης από τον εκεί ηγούμενο, και στο τέλος τριών ετών ερημίτης στη Γλωσσία, υπό την καθοδήγηση του μοναχού Γρηγορίου.
Σύμφωνα με φιλοπαλαμικές πηγές λόγω επιδρομών Τούρκων πειρατών στην περιοχή του Άθω θέλησε να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά αλλά στάθμευσε στη Θεσσαλονίκη. Οι κατοπινοί πολέμιοί του θεώρησαν ως αίτιο φυγής του τον φόβο να μη θεωρηθεί μεσσαλιανιστής, επειδή οι τελευταίοι παρέβλεπαν τα ιερά μυστήρια για να αφοσιωθούν αποκλειστικά στην προσευχή.
Κατά τους πολέμιούς του στη διάρκεια της παραμονής του στα μοναστήρια του Παπικίου ήλθε σε επαφή με Βογομίλους, οι οποίοι αρκούνταν στο Πάτερ ημών, το οποίο έλεγαν επτά φορές την ημέρα και πέντε φορές τη νύχτα. Ήλθε σε επαφή μαζί τους μόνο για να τους προσηλυτίσει κατά τον Φιλόθεο Κόκκινο, εγκωμιαστή του Παλαμά, ενώ επίσης ήδη από τα πρώτα βήματά του στον μοναχισμό συγκρούσθηκε με αυτούς.
Στη Θεσσαλονίκη
Το 1326 χειροτονήθηκε ιερέας στη Θεσσαλονίκη από τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα. Στη Θεσσαλονίκη έγινε μέλος ενός είδους πνευματικού κύκλου, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Ισίδωρος, μαθητής του Γρηγορίου Σιναΐτου και ο οποίος αποσκοπούσε στη διάχυση της άσκησης της προσευχής εκτός μοναστηριών.
Αργότερα αναχώρησε μαζί με δέκα ακόμα ιερείς για τη Βέροια, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια, εφαρμόζοντας αυστηρή μόνωση. Ο θάνατος της μητέρας του τον απομάκρυνε προσωρινά στην Κωνσταντινούπολη και οι Σερβικές επιδρομές στη Βέροια τον έστειλαν οριστικά το 1331 στο Άγιο Όρος.
Ο μεταρρυθμιστικός του ζήλος και η αυστηρότητα της άσκησής του τον έφεραν σε σύγκρουση με τους μοναχούς και αποτραβήχτηκε περί το 1335 στο ησυχαστήριό του στον Άγιο Σάββα. Αργότερα έγινε ηγούμενος στη μονή Εσφιγμένου.
Λόγω σκανδάλων παρητήθη και επέστρεψε στην εράσμια ησυχία του. Επί των ημερών του στη μονή Εσφιγμένου ήταν διακόσιοι πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες των θαυμάτων του.
Σύγκρουση με τον μοναχό Βαρλαάμ
Συνεχίζοντας τη μυστική ασκητική βιοτή του ο άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού.
Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμά και προσκαλούμενος έμπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία.
Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη μελέτη των βαρλααμικών συγγραμάτων. Με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο. Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του « Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων». Ο Βαρλαάμ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών».
Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφημου Αγιορειτικού Τόμου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααμισμό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του Βαρλαάμ.
Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάμ αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάμ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες. Διώχθηκε και φυλακίσθηκε από την Εκκλησία το 1344.
Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Κατακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και μάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω των εκεί όμως ακόμη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσημα ανήλθε το 1350.
Πριν την ενθρόνισή του στη Θεσσαλονίκη μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος. Κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Η είσοδος του Κατακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την του Παλαμά στερέωση. Τον υποδέχθηκε ο πιστός λαός με μεγάλες τιμές ως πνευματοφόρο και ειρηνοδότη.
Οι ομιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εμψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυτε πάντα άψογα. Οι σωζόμενες ομιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορμές μετανοίας, αναιρετικές αμαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου.
Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίμνιο του.
Αιχμάλωτος των Τούρκων και λόγοι κατά Γρηγορά
Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνού και Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνομιλίες με τους Τούρκους.
Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρηγορά.
Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια».
Κοίμησης και αγιοποίηση
Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359. Η μνήμη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου μετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς.
Το 1368 επί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η μνήμη του τη Β’ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου.
Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα μετά την κοίμησή του τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.
Πρώτος βιογράφος του, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Εγκώμιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος. Κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος.
Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιμημένο άγιο με βάση τα πολύτιμα έργα του.
Τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιμή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συμπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη.