Σαν σήμερα 7 Οκτωβρίου 1999 έφυγε ο τυραννοκτόνος Δημήτρης Τσαφέντας

Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στο Λορέντσο Μαρκές της πορτογαλικής αποικίας Μοζαμβίκη στις 14 Ιανουαρίου 1918 από τον Κρητικό μηχανικό πλοίων Μιχάλη Τσαφαντάκη και την οικιακή του βοηθό Αμέλια Ουίλιαμς. Η μητέρα της Αμέλια ήταν Μοζαμβικανή και ο πατέρας της Γερμανός. Παρά την επιθυμία του Τσαφαντάκη, κάτω από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής δεν ήταν δυνατόν να επισημοποιηθεί η σχέση τους.
Η προσωπικότητά του
Ο Τσαφέντας έζησε πέντε χρόνια με τη γιαγιά του στην Αίγυπτο. Εκεί πήρε ελληνική παιδεία, έμαθε τον Ερωτόκριτο και τις κρητικές παραδόσεις. Επέστρεψε το 1925 στη Μοζαμβίκη, όπου ο πατέρας του του παρουσίασε ως μητέρα του μια Ελληνίδα τη Μαρίκα που είχε ήδη παντρευτεί. Στα 12 χρόνια του εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια για την πραγματική του μητέρα, αλλά ο Δημήτρης έζησε ως κανονικό λευκό παιδί του ζεύγους.
Ο Τσαφέντας ήταν ένας πανέξυπνος και καλλιεργημένος νέος με πολιτικά ενδιαφέροντα και ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης. Από πολύ νέος θα ακολουθήσει τον δρόμο ενός σύγχρονου Οδυσσέα, γυρίζοντας όλο τον κόσμο ως ναυτικός.
Τα ταξίδια του και η πολιτικοποίηση
Στην εφηβεία δούλεψε ως εργάτης και οργανώθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα Νότιας Αφρικής. Το 1942 μπάρκαρε σε ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο με προορισμό τον Καναδά, δουλεύοντας στην κουζίνα. Από τον Καναδά, ο Τσαφέντας πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες και εργάστηκε σε αμερικανικά εμπορικά πλοία προτού συλληφθεί για παραβίαση των νόμων για τη μετανάστευση.
Εκτοπίστηκε στην Ελλάδα το 1947 την εποχή που μαινόταν ο Εμφύλιος. Εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και πολέμησε στα βουνά γύρω από την Αττική και την κεντρική Ελλάδα, και αργότερα στάλθηκε στην πρωτεύουσα για να εργαστεί ως πληροφοριοδότης για το κομμουνιστικό κόμμα.
Λίγο πριν τελειώσει ο Εμφύλιος, το 1949, ο Τσαφέντας έφυγε στην Πορτογαλία, όπου οι Αρχές τον συνέλαβαν αμέσως, τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Το 1951, ο Τσαφέντας επιχείρησε να ταξιδέψει στη Μοζαμβίκη, αλλά του απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα.
Το διαβατήριο του αναρχικού – κομουνιστή τον συνόδευε παντού. Πέρασε τα επόμενα 12 χρόνια της ζωής του περιπλανώμενος από χώρα σε χώρα στη Δυτική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Είχε καταφέρει να μάθει 8 γλώσσες και μάλιστα εργάστηκε ως δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη.
Επιστροφή στην Αφρική
Το 1963, ο Τσαφέντας επέστρεψε στη Μοζαμβίκη, όπου τελικά του επετράπη να μπει στη χώρα και από εκεί πέρασε παράνομα στη Νότια Αφρική, όπου ο γηγενής πληθυσμός των μαύρων καταπιέζονταν και δεινοπαθούσαν από το καθεστώς του απαρτχάιντ. Το απαρτχάιντ όμως δεν τον δέχτηκε, γιατί θεωρήθηκε ‘’κολοράτος’’, δηλαδή ούτε άσπρος ούτε μαύρος.
Ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, δίχως ταυτότητα, χωρίς καμιά αποδοχή. Κομμουνιστής αλλά και χριστιανός, γνωρίζει στο Κέηπ Τάουν μια οικογένεια μαύρων. Όχι μόνο μένει μαζί τους, αλλά ζητά να αλλάξει το χρώμα, που αναγράφεται στο διαβατήριό του και να γίνει μαύρος, για να παντρευτεί την κόρη τους. Του απαγορεύουν την όποια αλλαγή χρώματος στο διαβατήριο και απογοητεύεται.
Έπιασε δουλειά ως διανομέας στο νοτιοαφρικανικό κοινοβούλιο ως κλητήρας αφού είχε το προνόμιο μιλά άπταιστα οκτώ γλώσσες και ήταν πανέξυπνος. Τότε έβαλε στόχο ζωής να σκοτώσει τον πρωθυπουργό Εντρικ Φερβούρτ, ο οποίος είχε θεσπίσει τους πιο καταπιεστικούς νόμους για το απαρτχάιντ.
Η τυραννοκτονία
Το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου, ο 65χρονος Χέντρικ Φέρβουρντ εισήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων του κοινοβουλίου και κατευθύνθηκε προς το πρωθυπουργικό έδρανο. Ο Τσαφέντας τον πλησίασε κρατώντας ένα ποτήρι νερό, έβγαλε από τη κάλτσα το στιλέτο και κατάφερε 4 μαχαιριές στο στήθος του Φέρβουντ που έπεσε νεκρός. Αμέσως συνελήφθη μέσα σε πανικό από τους βουλευτές και παραδόθηκε στους αστυνομικούς.
Η συγκάλυψη
Ακολούθησε για εκείνον μια τραγική πορεία. Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε. Δεν δικάστηκε ποτέ. Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία, το Ανώτατο Δικαστήριο του Κέιπ Τάουν κατέληξε ότι ο Τσαφέντας δεν μπορούσε να δικαστεί, διότι έπασχε από σχιζοφρένεια. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ότι ο δράστης δεν είχε πολιτικά κίνητρα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η επίσημη επιτροπή που ορίστηκε να ερευνήσει το ζήτημα.
Η αστυνομία ισχυρίστηκε πως ο Τσαφέντας είχε πει κατά την ανάκρισή του ότι μέσα στη κοιλιά του είχε ένα σκουλήκι που του μιλούσε. Ο χαρακτηρισμός του ως σχιζοφρενής υπήρξε προϊόν μιας συντονισμένης επιχείρησης συγκάλυψης. Ο κύριος λόγος ήταν ότι το καθεστώς ήθελε να αποφύγει μια μεγάλη δίκη που θα έφερνε στο επίκεντρο της παγκόσμιας ειδησεογραφίας το ίδιο το απαρτχάιντ.
Τα ελληνικά μέσα της εποχής απέκρυβαν ακόμα και την ελληνική του καταγωγή διαστρεβλώνοντας πλήρως τα γεγονότα εναρμονιζόμενα πλήρως με το αφήγημα του ψυχοπαθή δολοφόνου.
Η πραγματικότητα είναι πως στην αστυνομία ο Τσαφέντας ομολόγησε ότι σκότωσε τον πρωθυπουργό επειδή ήταν «αηδιασμένος με τις ρατσιστικές πολιτικές του». Ήταν μια καθαρά πολιτική πράξη η δολοφονία του ρατσιστή πολιτικού.
Η πλειοψηφία του αφρικανικού Τύπου χειροκρότησε τη δολοφονία. Για παράδειγμα, το αλγερινο-γαλλικό περιοδικό Revolution Africaine επικρότησε τη δολοφονία «του αποστόλου του μίσους» και έγραψε: «Ο πιο μισητός άνθρωπος της Αφρικής δεν υπάρχει πια».
Φυλακή και βασανιστήρια
Κρατήθηκε βάσει ενός νόμου που επέτρεπε μόνο στον πρόεδρο της χώρας να διατάξει την απελευθέρωσή του, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Μεταφέρθηκε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Πραιτόρια. Υποβλήθηκε σε καθημερινά απάνθρωπα βασανιστήρια. Ο Τσαφέντας κρατήθηκε σε ένα κελί ακριβώς δίπλα από ένα δωμάτιο όπου εκτελούνταν με κρέμασμα κατάδικοι, συχνά ακόμα και επτά άτομα ταυτόχρονα.
Εκεί γνωρίστηκε με τον καταδικασμένο για δράση κατά του απαρτχάιντ Αλέξη Μουμπάρη και του είπε σε μια ανάπαυλα από τα βασανιστήρια “τον σκότωσα τον νταή τους…” Ενώ ο Μουμπάρης απέδρασε ο Τσαφέντας παρέμενε στην ίδια φυλακή επί 28 χρόνια κάτω από άθλιες συνθήκες μέχρι που ο Μαντέλα ανέβηκε στην εξουσία και τον μετέφεραν στο ψυχιατρείο Zonderwater.
Χρόνια μετά τη δολοφονία, ο Τσαφέντας είπε σε δύο ιερείς που τον επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο:
«Κάθε μέρα, βλέπεις έναν άνθρωπο που γνωρίζεις να διαπράττει ένα πολύ σοβαρό έγκλημα για το οποίο υποφέρουν εκατομμύρια άνθρωποι. Δεν μπορείτε να τον πάτε στο δικαστήριο ή να τον καταγγείλετε στην αστυνομία γιατί είναι αυτός, ο νόμος της χώρας. Θα έμενες σιωπηλός και θα τον άφηνες να συνεχίσει το έγκλημά του ή θα έκανες κάτι για να τον σταματήσεις; Είσαι ένοχος όχι μόνο όταν διαπράττεις ένα έγκλημα, αλλά και όταν δεν κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις όταν έχεις την ευκαιρία».
Πέθανε σε ηλικία 81 ετών στις 7 Οκτωβρίου 1999. Δεν υπήρξε καμία επίσημη εκπροσώπηση στην κηδεία του παρά μόνο λιγοστοί φίλοι του.
Η αποκατάσταση της αλήθειας
Η ζωή του έγινε βιβλίο («Αναπαράσταση μιας δολοφονίας», Ενκ βαν Βούρντεν, εκδ. «Κέδρος»), ντοκιμαντέρ (Μανώλη Δημελλά: Live and let live, Οδοιπορικό στην ταραχώδη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα), θεατρικό έργο (Αντονι Σερ: «Δελτίο Ταυτότητας»). Στο βιβλίο «The Man Who Killed Apartheid: The Life of Dimitri Tsafendas», ο ερευνητής – συγγραφέας Χάρης Δουσεμετζής και ο δημοσιογράφος Τζέρι Νούγκραν καταγράφουν στοιχεία στα οποία αποδεικνύεται ότι ο Τσαφέντας ήταν στην πραγματικότητα ακτιβιστής – υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα δικαστήρια της Νότιας Αφρικής τον έκριναν παράφρονα γιατί αυτό συνέφερε τις πολιτικές σκοπιμότητες.
Το 2015 σε μνημόσυνο που τελέστηκε ο ο Επίσκοπος Μοζαμβίκης Ιωάννης χαρακτήρισε τον Δημήτρη Τσαφέντα “πρωτοπόρο της ελευθερίας που του οφείλει αναγνώριση της προσφοράς, τόσο η γενέτειρα του Μοζαμβίκη, όσο και το κράτος της Νοτίου Αφρικής, αφού ο Δ. Τσαφέντας ήταν που άνοιξε την πόρτα προς την Ελευθερία ενάντια στο Απαρτχάιντ”.