Μη Χάσετε

Σαν σήμερα 5 Οκτωβρίου 610 ο Ηράκλειος αναγορεύεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου

Σε μια κρίσιμη καμπή για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ένας από τους πιο διεφθαρμένους αυτοκράτορες στη χιλιόχρονη ιστορία του κράτους, ο Φωκάς, ανατρέπεται από τον έξαρχο της Αφρικής Ηράκλειο που θα συμβάλει καθοριστικά στην αναγέννησή του. Σαν σήμερα το 610 μ.Χ. Κατά τη βασιλεία του η ελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα του κράτους.

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο Ηράκλειος γεννήθηκε το 575 μ.Χ. Ήταν γιος του Ηρακλείωνα ή Ηράκλειου του Πρεσβυτέρου και της Επιφανίας. Για τη καταγωγή του υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία πως καταγόταν από την Αρμενία σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλιεφ, που στηρίζει την εκδοχή στον Αρμένιο ιστορικό του Ζ’ αιώνα Σεβεό. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ως τόπο γέννησης την Καππαδοκία.

Ο πατέρας του ήταν στρατηγός επί Μαυρίκιου και γύρω στο 600 μ.Χ. ανέλαβε τα καθήκοντά του ως έξαρχος Αφρικής στην Καρχηδόνα. Η Αφρική εκείνη την εποχή αποτελούσε μια πλούσια και ασφαλή επαρχία, με έντονα σημάδια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, με υπαρκτό μεν το πρόβλημα των βερβερικών επιδρομών, όχι όμως τόσο έντονο όσο των αβαροσλαβικών στα Βαλκάνια ή των περσικών στην Ανατολή. Εκεί μεγάλωσε και ο αδελφός του Ηράκλειου του Πρεσβυτέρου Γρηγοράς με τον γιό του Νικήτα.

Οι περιγραφές του Ηράκλειου από τους συγχρόνους του, τον παρουσιάζουν ως όμορφο, ψηλό, μαχητή γενναιότερο από τους άλλους. Ήταν καλλιεργημένος και εξασκούσε την αστρονομία. Αρραβωνιάστηκε την Φαβία, κόρη του γαιοκτήμονα Ρωγά. Η οποία μετονομάστηκε Ευδοκία. Ο γάμος τους τελέστηκε μετά την ανάρρηση του Ηρακλείου στον Θρόνο, την ίδια μέρα με την αυτοκρατορική στέψη, στις 5 Οκτωβρίου του 610 μ.Χ.

Η πορεία προς το θρόνο

Τα προβλήματα της αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή ήταν πολλά και δυσεπίλυτα. Το 602 ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος ανατράπηκε από το σφετεριστή Φωκά. Με αφορμή το πραξικόπημά του, οι Πέρσες εισέβαλαν μαζικά στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία. Το 609 μ.Χ. οι Πέρσες έφθασαν μέχρι την Χαλκηδόνα και το 610 μ.Χ. είχαν χαθεί, όλη η Αρμενία, η Μεσοποταμία και για ένα χρόνο η Μικρά Ασία.

Η περίοδος διακυβέρνησης του Φωκά (602-610) χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «τυραννίς», από τις αμαυρότερες σελίδες της βυζαντινής ιστορίας. Καταγόταν από την Θράκη και ήταν κατώτερος αξιωματικός (εκατόνταρχος). Οι χρονογράφοι τον εμφανίζουν μέθυσο, ακόλαστο και θηριώδη και τονίζουν ότι επί των ημερών του «επερίσσευσε τοις ανθρώποις τα κακά».

Το 608 μ.Χ. εκδηλώθηκε εξέγερση από το στρατό. Ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος ανακηρύχθηκε Ύπατος από την Σύγκλητο της Καρχηδόνας. Το ίδιο και ο γιος του, θυμίζοντας την έλλειψη νομιμότητας του Φωκά. Διέκοψε την αποστολή σιτηρών στην Κωνσταντινούπολη και αφού κατέλαβαν την Αίγυπτο κινήθηκαν την Άνοιξη του 610 προς τη Πόλη. Ο στρατός του Ηρακλείου κατενίκησε τις δυνάμεις προσκείμενες στον Φωκά ενώ πολλοί στρατιώτες αυτομόλησαν. Ο Φωκάς συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 5 Οκτωβρίου, μαζί με τον αδελφό του και άλλων συνεργατών του.

Την ίδια ημέρα η σύγκλητος και ο λαός προσέφεραν το στέμμα στον Ηράκλειο. Η στέψη ετελέσθη από τον Πατριάρχη Σέργιο, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Στεφάνου, στο Μέγα Παλάτιον. Στη συνέχεια ετελέσθη ο γάμος του Ηρακλείου με την Φαβία, η οποία μετονομάσθηκε Ευδοκία, και κατόπιν η στέψη της ως αυτοκράτειρας.

Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Φωκά, αλλά και τα πρώτα χρόνια του Ηρακλείου, οι Δήμοι της Κωνσταντινούπολης ήταν ανεξέλεγκτοι. Ειδικά σε περιόδους αναταραχών, τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ Πρασίνων και Βενέτων ήταν συχνό φαινόμενο. Ο ποιητής και υμνογράφος Γεώργιος Πισίδης (έργο του θεωρείται ο Ακάθιστος Ύμνος), εξαίρει τον Ηράκλειο, επειδή κατάφερε να τους συμφιλιώσει. Δεν υπάρχουν αναφορές για ταραχές από το 620 και μετά.

Ο Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά στην Αυτοκρατορία το σύστημα επαρχιακής διοίκησης των Θεμάτων, γνωστό και με το όνομα θεματική οργάνωση, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή ρωμαϊκή διοικητική διαίρεση η οποία είχε μείνει ως τα χρόνια εκείνα σχεδόν ίδια από τους χρόνους του Διοκλητιανού.

Με το νέο σύστημα επαρχιακής διοίκησης, η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε επαρχίες που ονομάζονταν Θέματα. Το κάθε Θέμα τέθηκε υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού-κυβερνήτη, ο οποίος κατείχε την τοπική εξουσία αναφορικά με τα στρατιωτικά, οικονομικά και δικαστικά ζητήματα, ενώ το στράτευμά του βασιζόταν σε στρατιωτικούς-γαιοκτήμονες. Το σύστημα αυτό θα επιτρέψει για αιώνες στην Αυτοκρατορία τη διατήρηση αξιόμαχου στρατεύματος επιφορτισμένου με την άμυνα των Θεμάτων-επαρχιών, και αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους υπηκόους του. Μέσω των Θεμάτων ο στρατός θα μεταβληθεί από μισθοφορικό σε εθνικό.

Ταυτόχρονα, ο Ηράκλειος λαμβάνει μέτρα προς την οικονομική ενίσχυση των δημοσίων ταμείων. Εκτός από το στρατιωτικό και διοικητικό του έργο άξιες μνείας είναι και οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε να επιβάλλει, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τις αποκλίσεις από το επίσημο χριστιανικό θρησκευτικό δόγμα των Οικουμενικών Συνόδων και, περισσότερο, τον μονοφυσιτισμό ο οποίος προκαλούσε σημαντική πολιτικά αστάθεια.

Για την αντιμετώπισή του και τη συμφιλίωση των υπηκόων του, εισήγαγε διάφορα συμβιβαστικά θεολογικά δόγματα, όπως ο μονοθελητισμός, τα οποία όμως δε βρήκαν γόνιμο έδαφος και απορρίπτονταν από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες. Ο Ηράκλειος είναι ο Αυτοκράτορας που καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους, αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα, επιγραφές και νομίσματα το «Imperator Caesar, Augustus» με το «Βασιλεῦς».

Ο περσικός κίνδυνος

Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηράκλειου (611-620) οι Πέρσες στρατηγοί Σαχίν και Σαρβαράζ εκμεταλλευόμενοι τη χαώδη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η αυτοκρατορία, πέτυχαν να υποτάξουν τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Την άνοιξη του 614 κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Όσα ακολούθησαν ήταν απίστευτα. Καταστράφηκαν 300 εκκλησίες, μοναστήρια και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Χιλιάδες Χριστιανοί (από 34.000-90.000 ανάλογα με τη μαρτυρία), σφάχτηκαν με την ενεργό σύμπραξη των Ιουδαίων κατά τους χρονογράφους.

Οι Πέρσες αφού αφαίρεσαν όλους τους θησαυρούς της πόλης συνέλαβαν και μετέφεραν στην Περσία 35.000 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τον Πατριάρχη Ζαχαρία που πέθανε κατά την αιχμαλωσία του. Μαζί με τον Πατριάρχη πήραν και τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο μετέφεραν στην περσική αυλή μετά από εντολή του Χοσρόη. Στις αρχές του 616 οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και έφτασαν ως τη Χαλκηδόνα. Απορρίπτοντας κάθε προσπάθεια ειρήνευσης ο Βασιλιάς των Περσών Χοσρόης Β’ απαιτούσε από τους πρέσβεις της αυτοκρατορίας να γίνουν μασδαϊστές και ν’ αρνηθούν το Χριστό.

Η αναχώρηση του αυτοκρατορικού στρατού

Αφού αναδιοργάνωσε το κράτος ο Ηράκλειος αποφάσισε να ηγηθεί των επιχειρήσεων για την ανάκτησή του Τιμίου Σταυρού. Στη Κωνσταντινούπολη όρισε επιτρόπους την αυτοκράτειρα, τον Πατριάρχη και τον πατρίκιο Βώνο αφού ο γιος του Ηράκλειος- Κωνσταντίνος ήταν ανήλικος.

Η αναχώρησή του συνοδεύτηκε με τον ανάλογο συμβολισμό και να προβληθεί με το πρέπον τελετουργικό. Πιο συγκεκριμένα, ο Ηράκλειος εόρτασε το Πάσχα 4 Απριλίου του 622 στην Κωνσταντινούπολη και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Την επομένη, Δευτέρα 5 Απριλίου, προσήλθε στην Αγία Σοφία ντυμένος ως απλός στρατιώτης και, αφού έπεσε πρηνής μπροστά στο ιερό, προσευχήθηκε, ενώπιον της συγκλήτου, της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας και των εκπροσώπων των Δήμων.

Στη συνέχεια στράφηκε προς τον Πατριάρχη και του είπε: «Στα χέρια του Θεού, της Μητέρας Του και τα δικά σου αφήνω αυτήν την πόλη και τον γιο μου» και παραλαμβάνοντας την αχειροποίητο εικόνα του Χριστού κατέβηκε στην παραλία. Εκεί αποχαιρέτησε την οικογένειά του, επιβιβάσθηκε στο πλοίο και αναχώρησε με τον στόλο, την ώρα που ο λαός εύχονταν και επευφημούσε.

Πρώτη φάση της εκστρατείας

Ο βυζαντινός στρατός ξεκίνησε την πορεία του πιθανότατα το φθινόπωρο του 622 με κατεύθυνση ανατολικά προς τον Πόντο. Έφτασε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας στρατολογώντας στην πορεία του άνδρες από τις βυζαντινές επαρχίες. Συνολικά, είχε 120.000 στρατιώτες. Ο Ηράκλειος έδωσε στην εκστρατεία του χαρακτήρα ιερού πολέμου.

Σε μια πρώτη αψιμαχία ήρθαν αντιμέτωποι με το ελαφρύ ιππικό των Αράβων (σύμμαχων των Περσών), τους οποίους η βυζαντινή ανιχνευτική ομάδα συνέλαβε εύκολα, ο δε Ηράκλειος τους ενέταξε στα βυζαντινά τμήματα. Στη συνέχεια κατάφερε να υπερφαλαγγίσει τις οχυρωμένες περσικές θέσεις στο όρος Μούζουρον και να βρεθεί πίσω από τις γραμμές τους.

Το φθινόπωρο του 623, ο Ηράκλειος στα απόκρημνα αρμενικά εδάφη, συνέτριψε τον στρατηγό των Περσών Σαρβαράζ. Συνέχισε την πορεία του στο περσικό τμήμα της Αρμενίας όπου κατέλαβε την πρωτεύουσά του Τίβιο (σημερινό Ντβιν). Κατευθύνθηκε έπειτα προς το σημερινό Αζερμπαϊτζάν, τμήμα της Περσίας τότε και από εκεί προς τη Νινευή, όπου κατέστρεψε τα ανάκτορα και τον ζωροαστρικό ναό, καθώς και την πόλη Θηβαρμαΐδα, ως αντίποινα για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 614.

Σόλιδος με παράσταση του Ηρακλείου στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του
Δεύτερη φάση της εκστρατείας

Πέρασε το Πάσχα του 624 στην Νικομήδεια της Βιθυνίας και στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής του ισχυρού βυζαντινού στρατού (100.000- 120.000 άνδρες), που είχε διαχειμάσει στα Σάταλα.

Στις αρχές του χειμώνα του 624-25, αποσύρθηκε στην Αλβανία του Καυκάσου. Εκεί, ο στρατός του ξεκουράστηκε και ενισχύθηκε με τους σκληροτράχηλους Καυκάσιους Αλβανούς, οι οποίοι μισούσαν τους Πέρσες και ακολούθησαν πρόθυμα τον Ηράκλειο.

Την άνοιξη του 625, ο Ηράκλειος συνέτριψε τρεις μεγάλες περσικές στρατιές υπό τους στρατηγούς Σαχίν, Σαρβλάγ και Σαρβαράζ. Μάλιστα, ο τελευταίος ξέφυγε την τελευταία στιγμή «γυμνός και ανυπόδητος», μετά την πανωλεθρία του στο οχυρό Αρζές κοντά στη λίμνη Άρσησσα (σημερινή. Βαν), τα όπλα του δε περιήλθαν στην κατοχή των Βυζαντινών. Ο Ηράκλειος, αφού διαχείμασε με τον στρατό στην περιοχή της Άρσησσας, ξεκίνησε την 1η Μαρτίου του 626 πορεία 300 χλμ. Έφτασε στη Μαρτυρόπολη και την Άμιδα (σημερινό Ντιγιάρμπακιρ), τις οποίες και κυρίευσε. Κατευθύνθηκε προς τον Ευφράτη, όπου είχε φτάσει πρώτος ο Σαρβαράζ.

Η σύγκρουση των δύο στρατών έγινε στον ποταμό Σάρο στην Κιλικία, βόρεια των Αδάνων. Παρά τις σημαντικές τους απώλειες οι Βυζαντινοί υποχρέωσαν τους Πέρσες να κατευθυνθούν προς το νότο και κατέλαβαν τη Σεβάστεια. Ταυτόχρονα, ο Θεόδωρος, αδελφός του Ηράκλειου, πέτυχε στις αρχές Ιουλίου του 626 μεγάλη νίκη εναντίον του Σαχίν κοντά στα Σάταλα. Ο Πέρσης στρατηγός έπεσε σε κατάθλιψη και πέθανε λίγο αργότερα.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από Αβάρους και Πέρσες

Ενώ ο Ηράκλειος έδινε σκληρές μάχες εναντίον των Περσών, οι Άβαροι που μετά το 602 αποτελούσαν μάστιγα για τις βαλκανικές επαρχίες και κάθε χρόνο αύξαναν τον φόρο που εισέπρατταν από τους Βυζαντινούς για να συνάψουν ειρήνη (από 80.000 σολδίους το 574, έφτασε τις 120.000 το 604 και τις 200.000 σολδίους μεταξύ 623-626), αποφάσισαν το καλοκαίρι του 626 να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, σε μία κίνηση αντιπερισπασμού, οι Πέρσες έστειλαν μία στρατιά υπό τον Σαρβαράζ στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου για να βοηθήσει τους Αβάρους.

Ο Ηράκλειος βρισκόταν τότε στη Σεβάστεια. Αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Πόλη. Ανέθεσε την άμυνά της στον μάγιστρο Βώνο, τον Πατριάρχη Σέργιο και τον μικρό καίσαρα Ηράκλειο-Κωνσταντίνο, στους οποίους έδωσε οδηγίες. Έστειλε όμως τον ικανότατο, όπως φαίνεται, αδελφό του Θεόδωρο με 12.000 ιππείς, για να ενισχύσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο Θεόδωρος βρισκόταν 1.000 χιλιόμετρα και πλέον, μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Σύμμαχοι των Αβάρων, ήταν οι Σλάβοι.

Οι Χρωβάτες (Κροάτες) και οι Σέρβοι, που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν πλέον από τους Βυζαντινούς και άλλες σλαβικές φυλές, τάχθηκαν στο πλευρό των Αβάρων.

Οι Βυζαντινοί προέβησαν σε επιδιορθώσεις των οχυρώσεων, ενίσχυση του στόλου, κατασκευή πολεμικών μηχανών, προμήθεια των απαραίτητων για τον επισιτισμό της πόλης. Η άμυνα στηρίζονταν κυρίως στις οχυρώσεις, οι οποίες περιελάμβαναν τα τείχη του Μ. Κωνσταντίνου, με μήκος 6 χλμ., και τα Θεοδοσιανά τείχη, τα οποία συμπλήρωναν τα πρώτα και διπλασίαζαν την οχυρωμένη περίμετρο της πόλης. Παρέμειναν απόρθητα μέχρι το 1453 μ.Χ. Κύριο ρόλο στην άμυνα της πόλης θα έπαιζε και ο στόλος, κατά πολύ ισχυρότερος από τα σλαβικά μονόξυλα. Τα τείχη επάνδρωναν 12.000 άνδρες της φρουράς της πόλης.

Στις 29 Ιουνίου του 626 έφθασε στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων και στρατοπέδευσε στη Μελαντιάδα, τη θάλασσα του Μαρμαρά. Μάζεψαν την συγκομιδή των προαστιακών αγροκτημάτων, πυρπόλησαν ναούς και οικοδομήματα, κατέστρεψαν το υδραγωγείο του Ουάλεντα, δολοφόνησαν τους χωρικούς και συνέλαβαν αιχμαλώτους.

Στις 29 Ιουλίου αφίχθη ο κύριος όγκος του Αβαροσλαβικού στρατού, αποτελούμενος κατά τον Γεώργιο Πισίδη από 80.000 άνδρες. Την επομένη οι Αβάροι έστησαν τις πολιορκητικές τους μηχανές (χελώνες, πύργους). Όλες οι επιθέσεις επί ημέρες απέτυχαν. Σε όλη τη διάρκεια των μαχών ο Πατριάρχης Σέργιος περιέφερε στα τείχη την αχειροποίητη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές. Διεξήχθη και ναυμαχία στο Βόσπορο με τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Οι Βυζαντινοί επικράτησαν και η Κωνσταντινούπολη σώθηκε. Στις 8 Αύγουστου ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των Αβάρων.

Σύσσωμη η βυζαντινή ηγεσία και ο λαός κατευθύνθηκαν στην Παναγία των Βλαχερνών για να ευχαριστήσουν τη Θεοτόκο στην οποία απέδωσαν τη νίκη. Τότε ψάλθηκε για πρώτη φορά τμήμα της ακολουθίας του Ακάθιστου Ύμνου.

Οριστική συντριβή των Περσών

Στα μέσα του 626, ο Ηράκλειος συμμάχησε με τους Χαζάρους, που ζούσαν στις στέπες, βόρεια του Καυκάσου. Ο Χοσρόης, αντικατέστησε τον Σαρβαράζ με τον Ραζάτη. Βυζαντινοί και Πέρσες, συγκρούστηκαν κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, όπου περίπου πριν 960 χρόνια, ο Μέγας Αλέξανδρος συνέτριψε τον Δαρείο Γ’. Η τελική μάχη έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 627. Σε κάποια φάση της σύγκρουσης, ο Ραζάτης κάλεσε τον Ηράκλειο σε μονομαχία. Αυτός αποδέχτηκε την πρόκληση και αποκεφάλισε τον Ραζάτη μ’ ένα χτύπημα του σπαθιού του.

Ακολούθως, σκότωσε άλλους δύο Πέρσες διοικητές και συνέχισε να μάχεται, αν και τραυματίας, ως το βράδυ, οπότε ολοκληρώθηκε η συντριβή των Περσών. Στην κατοχή των Βυζαντινών, περιήλθαν πλούσια λάφυρα. Ο Ηράκλειος κατευθύνθηκε προς τη Δασκαγέρδη όπου βρισκόταν τα ανάκτορα του Χοσρόη τα οποία και πυρπόλησε. Αργότερα μπήκε θριαμβευτικά στην ανυπεράσπιστη Κτησιφώντα. Το 628 ο Χοσρόης ανατράπηκε από τον γιο του Καβάζη Β’ που υπέγραψε ειρήνη με τους Βυζαντινούς.

Ο Ηράκλειος, έχοντας πετύχει μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες και έχοντας εξουδετερώσει τον από αιώνων εχθρό της Αυτοκρατορίας, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα, όπου εισήλθε θριαμβευτικά από τη Χρυσή Πύλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 628. Μπροστά του βρισκόταν το ανακτηθέν από τους Πέρσες κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού.

Η εμφάνιση των Αράβων και το άδοξο τέλος

Το περσικό κενό εξουσίας αντικατέστησαν οι Άραβες μουσουλμάνοι. Η Δαμασκός έπεσε στα χέρια των μουσουλμάνων το 634, ενώ ακολούθησαν ολόκληρη η Ιορδανία, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Περσία. Το 636 στη μάχη του ποταμού Γιαρμούκ της Γαλιλαίας οι Βυζαντινοί υπέστησαν συντριβή.

Ο Ηράκλειος πέθανε καταβεβλημένος σωματικά και ψυχολογικά αφού είδε να χάνεται εδαφικά στο τέλος ότι με κόπο και θυσίες είχε ανακτήσει τον Φεβρουάριο του 641. Ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων.

Κατατάσσεται αναμφισβήτητα ανάμεσα στους μεγαλύτερους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Είναι παροιμιώδης η παρουσία του στα πεδία των μαχών. Εμπνευσμένος από μια βαθιά πίστη ότι είχε τη θεία εύνοια, πάντα ήταν προσωπικά επικεφαλής του στρατού του, κατά τρόπο που ενέπνεε και τον πλέον ολιγόψυχο στρατιώτη, και προκαλούσε τον τρόμο και το δέος στις τάξεις του αντιπάλου.

Αναλογιζόμενος κανείς τη δεινή θέση της Αυτοκρατορίας στις αρχές του 7ου αιώνα, αντιλαμβάνεται πώς η καταλυτική παρουσία του, τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και χάρη στη διοικητική καινοτομία των Θεμάτων, ανέκοψε την πορεία εξαφάνισης του Βυζαντίου και εξασφάλισε την επιβίωσή του για τους επόμενους δύσκολους αιώνες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button