Σαν σήμερα 28 Σεπτεμβρίου 1949 εκοιμήθη ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος

Μια από τις μεγάλες ηγετικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, όχι μόνο ιερατικές, που ανέδειξε ο Ελληνισμός ήταν Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1941) Χρύσανθος.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Χρύσανθος, κατά κόσμoν Χαρίλαος Φιλιππίδης γεννήθηκε το 1881 στη Γρατινή Κομοτηνής. Ήταν γιος του Ζήση Φίλιογλου και της Ξανθώς Καραμπάση. Η οικογένεια του ήταν αρκετά εύπορη. Ο πατέρας του ασχολούνταν με το εμπόριο σιτηρών και κουκουλιών. Ήταν από τους προκρίτους της περιοχής, αφού σχετιζόταν με το μητροπολίτη Μαρωνείας Ιερώνυμο.
Ο πατέρας του πέθανε από ημιπληγία, στα 1882, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση την οικογένειά. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του πέθανε, η μεγαλύτερη αδελφή του Ελισάβετ στα 17 της χρόνια. Η μητέρα του Χρύσανθου, που είχε χάσει άλλα τρία παιδιά, στράφηκε προς τα αδέλφια της και ο Χαρίλαος με τις αδελφές του Χρυσάνθη και Κλεοπάτρα μεγάλωσαν «μέσω θλίψεως και ορφάνιας, μόνην παρηγορίαν έχοντες τον Κύριον», υπό την προστασία των θείων τους που ήσαν έμποροι σιτηρών.
Σπουδές
Ο Χαρίλαος πήγε στο Σχολαρχείο της Κομοτηνής ως το 1895 και εισήχθη στο 2ο έτος του ημιγυμνασίου της Ξάνθης, από το οποίο αποφοίτησε το 1897 σε ηλικία δεκαέξι ετών.
Με δάνειο πέντε λίρες που πήρε από τη θεία του ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον υποδέχθηκε ο πρώην δάσκαλος του και οικογενειακός τους φίλος, ο Γεννάδιος Αλεξιάδης, υπογραμματέας της Ιεράς Συνόδου, ο οποίος φρόντισε την εισαγωγή του Χρύσανθου στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Παρακολούθησε τα μαθήματα της σχολής από το 1897 και αποφοίτησε το 1904, υποβάλλοντας εναίσιμο Διατριβή υπό τον τίτλο «Τα υπό το όνοµα ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου φερόμενα συγγράμματα». Κατά την διάρκεια των σπουδών του χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ναό της Σχολής με το εκκλησιαστικό όνομα Χρύσανθος, λόγω της αγάπης του προς την αδελφή του Χρυσάνθη.
Τον ίδιο χρόνο ακολούθησε τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο στην Τραπεζούντα όπου άρχισε την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας, ενώ διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντος. Δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό Μητροπολίτη ο οποίος είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη, ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου του.
Το 1907, με την άδεια και την ευλογία του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Κωνσταντίνου, συνέχισε τις σπουδές του στη Λειψία της Γερμανίας, όπου παρακολούθησε φιλοσοφία, κανονικό και ρωμαϊκό δίκαιο, ελληνικά και γλωσσολογία. Δύο χρόνια αργότερα πήγε στη Λωζάνη της Ελβετίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλολογική Σχολή, θεολογικά, νομικά αλλά και κοινωνιολογικά.
Στη Κωνσταντινούπολη
Το 1911, ο Χρύσανθος ολοκλήρωσε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μεγάλος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ τον κράτησε κοντά του και τον διόρισε Αρχειοφύλακα των Πατριαρχείων και διευθυντή του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια».
Τα χρόνια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ήρθε σε επαφή με την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» και γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη, καθώς και με τον στενό συνεργάτη του, Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, με τους οποίους ανέπτυξε σχέσεις φιλίας ενώ ήρθε σε επαφή και συγκινήθηκε από τις ιδέες του ελληνολάτρη Περικλή Γιαννόπουλου.
Εκείνη την εποχή πολλοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος, πίστεψαν και επιχείρησαν την βαθμιαία αναμόρφωση της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη νεοβυζαντινή πολιτεία. Μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρέθηκε Κομοτηνή όπου αγωνίστηκε να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στο αίτημα Αυτονομίας της Δυτικής Θράκης προκειμένου να προλάβει τις κινήσεις των Βουλγάρων.
Μητροπολίτης Τραπεζούντας
Τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι στις 18 Μαΐου του ίδιου χρόνου ο Χρύσανθος εκλέχθηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντας επί της Πατριαρχίας του Γερµανού του Ε’.
Η ενθρόνιση του σημαδεύτηκε από ιστορικά γεγονότα. Στις 3 Απριλίου 1916 υποδέχθηκε τον Ρωσικό Στρατό στην Τραπεζούντα και τον ίδιο μήνα ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον Τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου υπήρξε ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων.
Από τη θέση του κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Παράλληλα προστάτεψε τον μουσουλμανικό πληθυσμό, ενώ μετά τον Οκτώβριο του 1917 και την εκδήλωση του κινήματος των Μπολσεβίκων, ο Ρωσικός στρατός αποσύρθηκε.
Ο Χρύσανθος το Δεκέμβριο του 1918, μαζί µε τον Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου τον Μητροπολίτη Προύσης ∆ωρόθεο, επισκέφθηκαν το Λονδίνο, το Παρίσι και τον Σαν Ρἐμο συζητώντας µε τους ηγέτες τα θέματα της Εκκλησίας, αλλά και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Στο τέλος του Απριλίου του 1919, κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου, Μητροπολίτη Προύσας και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι και συμμετείχε στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Γαλλική πρωτεύουσα, επικεφαλής αντιπροσωπείας Ποντίων και στις 2 Μαΐου κατέθεσε σχετικό υπόμνημα. Τον Ιανουάριο του 1920 υπέγραψε το σύμφωνο Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας και το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο.
Τον Μάιο 1921, στη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, το ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» στην Τουρκία τον καταδίκασε ερήμην εις θάνατο. Η καταδίκη του υποχρέωσε να επιστρέψει άμεσα στην έδρα του και στη συνέχεια για να αποφύγει τη σύλληψή του από τις δυνάμεις του Κεμάλ κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1922, αν και εκλέχθηκε Μητροπολίτης Μαρωνείας δεν αποδέχθηκε την εκλογή του και διατήρησε τον τίτλο του μητροπολίτη Τραπεζούντος.
Περίοδος 1922-1938
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την καταστροφή της Σμύρνης από τους Τούρκους ο Χρύσανθος κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ’, τον διόρισε εκπρόσωπο του στην Αθήνα, στις 31 Ιουλίου 1926, καθώς ήταν προσωπικότητα με συστηματικές σπουδές στη Χάλκη και στην Λειψία, αλλά και με μεγάλη γλωσσομάθεια.
Κατά την εγκατάστασή του στην Αθήνα τον απασχόλησαν τα προσφυγικά ζητήματα των Ποντίων και η συγκέντρωση και διαφύλαξη των ιερών κειμηλίων εκ της Ανατολής. Με τις επαφές με τον πολιτικό κόσμο απέκτησε βαθύτατη εκτίμηση και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος τον κατέστησε στενό σύμβουλό του ως ειδήμονα στα εκκλησιαστικά.
Όταν ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ’ του ανέθεσε την εκπροσώπηση του συγκέντρωσε τα πυρά των παλαιοελλαδιτών που διεκδικούσαν τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών. Όπως περιγράφει ο Χρύσανθος με γράμμα του προς την Πηνελόπη Δέλτα:
«Είχα και αγώνας δεινούς και μακρούς με το νομοσχέδιο της εκκλησιαστικής διοικήσεως των Νέων Χωρών. Η αντίδρασις εκκλησιαστικών και πολιτικών κύκλωνήτο μεγάλη και εχρειάσθησανμόχθοι και αγρυπνίαι δια να σπάσει η αντίδρασις και έσπασε και το νομοσχέδιον εφηφίσθη και εθριάμβευσεν η ευρυτέρα αντίληψις εναντίον του ελλαδικού πνεύματος και η μεγαλοψυχία κατά της μικροψυχίας. Και έτσι και άλλοτε και εις αυτήν την περίπτωσιν νοιώθω βαθειά τον Λέοντα τον Ίσαυρο που, όταν συνέτριψε την στενόψυχη επανάσταση των Ελλαδικού Κοσμά, εξήγγειλε με θρίαμβο: ευμένεια Χριστού.,.κατεβλήθη η των Ελλαδικών επανάστασις. Ετσι διευθετείται αυτό το μέγα εκκλησιαστικόν και εθνικόν ζήτημα»
Το 1926 το Πατριαρχείο τον έστειλε στα Τίρανα για να διευθετήσει το θέμα της αναγνωρίσεως της Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ τα έτη 1928 και 1930 επισκέφθηκε το Άγιο Όρος για την συγκρότηση της Πανορθοδόξου Συνόδου. Το 1929 επισκέφθηκε το Βελιγράδι, τη Σόφια και το Βουκουρέστι για την ενημέρωση των Εκκλησιών αυτών σχετικά µε το θέμα της Εκκλησίας της Αλβανίας.
Το 1931 ταξίδεψε στη Συρία και το Πατριαρχείο Αντιοχείας και μαζί µε τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύµων διευθέτησαν το θέμα πού είχε προκύψει µε την αναγνώριση του Πατριάρχου Αντιοχείας Αλεξάνδρου του Γ’, ενώ την ίδια χρονιά επισκέφθηκε και την Κύπρο για την επίλυση του προβλήματος που προέκυψε, ύστερα από την εξορία των Μητροπολιτών Κιτίου Νικοδήμου και Κυρηνείας Μακαρίου από τις Αγγλικές Αρχές. Το 1937 αναγορεύθηκε επίτιμος Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, για το συγγραφικό και κοινωνικό έργο του.
Η εκλογή στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο
Στις 22 Οκτωβρίου 1938 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος, και ο Χρύσανθος επιλέχθηκε να διεκδικήσει την ψήφο των μελών στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας. Αντίπαλός του ήταν ο Μητροπολίτης Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε με την τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός συγκεντρώνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Ακολούθησε η αντίδραση του τότε μητροπολίτη Φθιώτιδος Αμβρόσιου που αμφισβήτησε το αποτέλεσμα, το οποίο θεώρησε άκυρο. Την άποψη του Αμβρόσιου ασπάστηκαν περίπου οι μισοί Επίσκοποι που συμμετείχαν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος υποστηρίζοντας ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, στην εκλογή Χρύσανθος είχε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα αλλά όχι να παραστεί και να ψηφίσει ο ίδιος, όπως και συνέβη και δεν ψήφισε, καθώς ήταν «εξωελλαδικός», σε αντίθεση με τον Μητροπολίτη Δαμασκηνό που παρέστη και ψήφισε.
Όμως στον κατάλογο αυτών που είχαν δικαίωμα ψήφου περιλαμβάνονταν και ο (πρώην) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης που είχε ήδη εκπέσει και παυθεί, κατηγορούμενος για σιμωνία και η εκλογή του Δαμασκηνού οδηγήθηκε προς κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά από αίτηση των μητροπολιτών Αμβροσίου Φθιώτιδας, Ιακώβου Μυτιλήνης και Ειρηναίου Σάμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ελλάδος. υπό τη πίεση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, με απόφαση που εξέδωσε ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού.
Το καθεστώς Μεταξά, απομάκρυνε τον υπουργό θρησκευμάτων Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο, από λάθος του οποίου περιλήφθηκε στον κατάλογο των ψηφοφόρων ο ο (πρώην) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης. Παράλληλα με πρόταση των υπουργών Νικολούδη και Μανιαδάκη, εξέδωσε νόμο, στις 3 Δεκεμβρίου του 1938, με τον οποίο κατήργησε αυτόν της επαναστατικής κυβερνήσεως του 1922 και επανέφερε τον προγενέστερο. Έτσι ακολούθησε νέα εκλογή από «Αριστίνδην Σύνοδο» , από την οποία αναδείχθηκε ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 ψήφους, ενώ στη συνέχεια ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ εξέλεξε τον Χρύσανθο για τη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Το 1939 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Τα τέσσερα ΟΧΙ
Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και το στρατό της χώρας. Με διάγγελμά του προς τον λαό, ο Μητροπολίτης Αθηνών Χρύσανθος αναφέρει:
«Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν οτι όλα τα τέκνα της Πατρίδος, ευπειθή εις το κέλευσμα αυτής και του Θεού, θα σπεύσωσιν εν μια ψυχή και καρδία να αγωνισθώσιν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και της τιμής και θα συνεχίσωσιν ούτως την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσωσι τον ωραίον θάνατον από την άσχημην ζωήν της δουλείας..».
Στις 10 Νοεμβρίου τελεί Θεία Λειτουργία στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών υπέρ ενισχύσεως του Φιλοχρίστου Στρατού. Καθιερώνει καθημερινά συσσίτια. Ενώ παραχωρεί το κτίριο το οποίο σήμερα στεγάζονται οι υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου, για την χρησιμοποίησή του από τον Ελληνικό Στρατό, ως Νοσοκομείο.
Όταν οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα του ζητούν να συμμετάσχει μαζί με τους άλλους προύχοντες στην επιτροπή παραδόσεως της πόλης. Η απάντησή του είναι μοναδική:
«Οι Έλληνες Ιεράρχες δεν παραδίδουν τας πόλεις εις τον εχθρόν. Αλλά καθήκον των είναι να εργασθούν δια την απελευθέρωσιν αυτών».
Του ζητούν να μεταβεί στη Μητρόπολη για να τελέσει Δοξολογία. Και πάλι η απάντηση του Μητροπολίτη Χρύσανθου δείχνει την λεβέντικη ψυχή του:
«Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας. Η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη».
Αρνήθηκε να ορκίσει τη δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.»
Για την στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του.
Η μεθόδευση της απομάκρυνσής του ενισχυόταν και από τον Δαμασκηνό ο οποίος ήταν πρόθυμος να παράσχει την συναίνεσή του στο σχηματισμό της κατοχικής κυβέρνησης κρίνοντάς το ως μέτρο ανάγκης. Στις 17 Ιουνίου του 1941, η Κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα για τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου που θα αποφάσιζε για το κύρος της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου και «ουσιαστικά μεθοδευόταν η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας». Η Σύνοδος θεώρησε, με απόφασή της, ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ενώ χαρακτηριζόταν ΄΄επιβάτης΄΄ του θρόνου, δηλαδή παράνομα ευρισκόμενος στην ηγεσία της ελλαδικής Εκκλησίας.
Ο Χρύσανθος σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής τήρησε την ίδια εχθρική στάση απέναντι σε όλες τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν του δόθηκε από την κυβέρνηση Ράλλη η δυνατότητα να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που απέρριψε.
Μεταπολεμικά
Μετά την απελευθέρωση οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προέβησαν στην ακύρωση των διαταγμάτων της κυβέρνησης Τσολάκογλου με τα οποία είχε παυθεί ο Χρύσανθος. Για τις τότε κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και τον Βασιλιά Γεώργιο η όποια αμφισβήτηση της ισχύος και του κύρους των νόμων της Κατοχής, με τους οποίους ανήλθε στον θρόνο ο Δαμασκηνός θα έθετε αυτόματα υπό αίρεση και το αξίωμα του αντιβασιλέα, που κατείχε.
Έτσι θα ζητηθεί από το Χρύσανθο να μη διεκδικήσει επάνοδό του στον θρόνο και τελικά υπέβαλλε τυπικά και την παραίτησή του.
Αν ο Χρύσανθος προσέφευγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας είχε βάσιμες ελπίδες πως θα ακυρώνονταν τα νομοθετικά διατάγματα του Τσολάκογλου. Αφού πέθανε ο Δαμασκηνός και ένα μήνα πριν πεθάνει και ο ίδιος, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος, τον αναγνώρισε κατ΄άκραν εκκλησιαστικήν οικονομίαν, ως τέως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, κυρίως για να τον ενισχύσει οικονομικά και να λαμβάνει την ανάλογη σύνταξη.
Εκοιμήθη στις 28 Σεπτεμβρίου 1949. Κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το 1991 τα οστά του μεταφέρθηκαν και βρίσκονται στη νέα μονή της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο Ημαθίας.