Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Ανήκε στην γενιά των σημαντικών εκπροσώπων της ηθογραφίας με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και είναι ο κυριότερος νατουραλιστής πεζογράφος. Έχει γράψει κυρίως διηγήματα αλλά και ποιήματα, μυθιστορήματα, χρονογραφήματα και ιστορικά σημειώματα. Μέσα από τα άρθρα του, στις εφημερίδες της εποχής, έκανε γνωστές τις παραδόσεις των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1865 στα Λεχαινά Ηλείας, και είχε συνολικά έντεκα αδέρφια από τα οποία επέζησαν μόνο τα οχτώ (τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια).
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα όπου φοίτησε στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών. Στην Πάτρα, πόλη με σημαντική πνευματική κίνηση, ο Καρκαβίτσας γνώρισε τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέθηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Το 1883 τελειώνοντας το γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περισσότερο λόγω της ανάγκης του για ένα σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα παρά λόγω έφεσης προς αυτήν την επιστήμη. Ήταν κυρίως μια επιλογή ανάγκης, έτσι ώστε να έχει ένα επάγγελμα στο μέλλον, που θα του επέτρεπε να παντρευτεί τον μεγάλο του έρωτα τη Γιούλη. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ, αφού η αγαπημένη του παντρεύτηκε έναν άλλον. Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στην Αθήνα, εισχώρησε στον πνευματικό κόσμο της εποχής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως τον Παλαμά, το Χατζόπουλο και τον Ξενόπουλο. Από το 1885 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και νουβέλες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και άρθρα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και λαογραφικά κείμενα.
Οι πρώτες δημοσιεύσεις διηγημάτων
Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό ”Εβδομάς” του Δημητρίου Καμπούρογλου. Τότε άρχισε και τη συνεργασία του με τα περιοδικά Εβδομάς του Καμπούρογλου, Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χιώτη και την Εστία, πολυπόθητος στόχος κάθε νέου συγγραφέα της εποχής.
Το καλοκαίρι του 1886 όταν βρισκόταν στα Λεχαινά αρρώστησε από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγείας του, που συχνά του δημιουργούσε προβλήματα.
Το φθινόπωρο του 1887 επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο και έγραψε άρθρα για το Αρχειοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου που δημοσιεύτηκαν στη ”Νέα εφημερίδα”.
Το καλοκαίρι του 1888 επισκέφθηκε τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα. Επισκέφθηκε τη κωμόπολη Χρυσό, όπου αρρώστησε και πάλι από πνευμονία, ενώ παράλληλα συνέλεγε λαογραφικό υλικό για τα μετέπειτα διηγήματά του.
Τα Χριστούγεννα του 1888 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή Αθηνών. Συνέχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε περισσότερα τώρα περιοδικά, όπως στο Ημερολόγιο του Σκόκου και στο Ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά», καθώς και σε εφημερίδες, όπως στην Ακρόπολη, την Καθημερινή και την Εφημερίδα.
Στις αρχές του 1889 προσλήφθηκε ως αρθρογράφος στην ”Εφημερίδα’‘ και παρέδωσε πολλά άρθρα λαογραφικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά. Όμως η κατάταξη στο στρατό, από τον οποίο είχε ήδη πάρει αναβολή το 1889 τον ανάγκασε να ακυρώσει αυτές τις δραστηριότητες.
Στρατιωτικός γιατρός
Με την κατάταξη του στον στρατό και τις μεταθέσεις του σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, αρχίζει να καταγράφει ένα αξιόλογο ταξιδιωτικό και λαογραφικό υλικό. Εντυπώσεις, ήθη κι έθιμα, συνήθειες και νοοτροπίες, που παρατηρεί και μελετά, θα τον εμπνεύσουν για τα πεζογραφήματά του. Έτσι, αρχικά η γραφή του είναι ηθογραφική.
Με πηγαίες περιγραφές παρουσιάζει την ζωή των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας. Σκληρή καθημερινότητα, έρωτες, φτώχεια και βιοπάλη συνθέτουν, συνήθως, το σκηνικό των έργων του Ζωντανές εικόνες και ψυχογραφήματα των ηρώων του χαρακτηρίζουν όλη σχεδόν την λογοτεχνική του παραγωγή.
Είναι ένας ανθρωπιστής συγγραφέας, που θέλει να προβάλει τη δύσκολη ζωή του ελληνικού λαού. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, στη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης. Από εκείνη την περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι θα επισκεφτεί πολλές φορές τα Κράβαρα, και θα μαζέψει το υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, στο ‘’Ζητιάνο’’.
https://www.youtube.com/watch?v=7W4mTYB65Tw&ab_channel=%CE%97%CF%87%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%8C%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82
Λόγια της πλώρης
Το 1891 τελείωσε τη θητεία του, και άρχισε περιοδεία στην Πελοπόννησο. Από εκεί έγραψε για το περιοδικό Εστία τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας.
Τον Οκτώβριο του 1891 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο ‘’Αθήναι’’ με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο ”Σ’ Ανατολή και Δύση” και στη συνέχεια τροφοδότησαν τη συλλογή διηγημάτων του ”Λόγια της πλώρης” (1899).
‘’Ζητιάνος’’ και ‘’Αρματωλός’’
Το καλοκαίρι του 1895 και έχοντας ήδη φύγει από τη θαλασσινή ζωή, επισκέφθηκε ξανά την ορεινή Ναυπακτία και τα Κράβαρα ενόσω διατελούσε ιατρός στην κοινότητα Άμπλιανη Ευρυτανίας. Εκεί τελείωσε τον ‘’Ζητιάνο’’ του και άρχισε τον ‘’Αρματωλό’’ έργο που δεν ολοκλήρωσε.
Τον Αύγουστο του 1896 κατατάχθηκε στο Στρατό ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος. Την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε «αειφυγία».
Κρητική Επανάσταση και πόλεμος του 1897
Το Ιανουάριο 1897 έφυγε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για την Κρήτη, για να βοηθήσει στην Επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκεί, και κατόπιν ακολούθησε το εκστρατευτικό σώμα και στη Θεσσαλία. Την αμέσως επόμενη χρονιά κέρδισε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας, με το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα».
Ο Καρκαβίτσας υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας, που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στον οποίο πολέμησε στάθηκε γι αυτόν πολύ μεγάλη απογοήτευση.
Η υγεία του εξακολούθησε να μην είναι καλή, ενώ άρχισαν να τον ταλαιπωρούν και ρευματισμοί. Σιγά-σιγά, η λογοτεχνική του παραγωγή στέρευε, για να σταματήσει τελείως το 1910.
Δημοτική γλώσσα και κίνημα στο Γουδή
Ο Καρκαβίτσας, συμβαδίζοντας με την εποχή του, γράφει τα έργα του αρχικά στην καθαρεύουσα. Από το 1890, όμως, περνά στη δημοτική γλώσσα. Αυτό γίνεται σταδιακά και με επίγνωση των θετικών και των αρνητικών στοιχείων της νέας γλώσσας. Αντιλαμβάνεται, ως ηθογράφος λογοτέχνης, πως η δημοτική είναι πιο κοντά στον απλό κόσμο, για τον οποίο γράφει εξάλλου στα έργα του.
Χρησιμοποιεί ακόμη και στοιχεία διαλέκτων που συναντά στα ταξίδια του. Ωστόσο, δεν φτάνει ποτέ σε ακρότητες. Συμμετέχει ενεργά στον αγώνα για το γλωσσικό ζήτημα αλλά με μετριοπάθεια και διάθεση ενωτική κι όχι διχαστική. Αρθρογραφούσε στον ‘’Νουμά’’, που ήταν το όργανο των δημοτικιστών, στην ‘’Ακρόπολη’’ και στον ‘’Χρόνο’’.
Το 1908 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας του Νικολάου Πολίτη. Το 1909 ξαναπήγε με τη στρατολογική επιτροπή στη Θεσσαλία, και σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Σκιάθο, συνάντησε τον Παπαδιαμάντη.
Υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδή στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. «Υπηρετώ την πατρίδα μου. Ούτε κόμματα, ούτε πρόσωπα» με αυτή τη φράση συνοψίζει ο ίδιος τη πολιτική του τοποθέτηση.
Το 1910 συμμετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, το Λορέντζο Μαβίλη και άλλους που αγωνίζονταν για την αναμόρφωση της Παιδείας πάνω σε καινούριες βάσεις. Το 1911, μαζί με άλλους συγγραφείς, τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού για τη λογοτεχνική του προσφορά.
Βαλκανικοί πόλεμοι και εξορία
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 ως στρατιωτικός γιατρός. Το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη.
Το 1920 με τη πτώση του Βενιζέλου επανήλθε στο στράτευμα με το βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922.
Η φυματίωση και το τέλος
Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του. Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς.
Το 1920 ανέλαβε τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, εργάσθηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα ”Διηγήματα των παλικαριών μας” και τα ”Διηγήματα του γυλιού”.
Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, με την πικρή γεύση της Μικρασιατικής καταστροφής, που αποτέλεσε το τέλος των ονείρων όχι μόνο του Καρκαβίτσα αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων.
Άφησε τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του Δέσποινα Σωτηρίου και τα χειρόγραφά του στο Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Αρχείων του Κράτους.
Το ύφος του λογοτεχνικού έργου του Καρκαβίτσα
Η πεζογραφία του Καρκαβίτσα κινήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της ειδυλλιακής ηθογραφίας, με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό, με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με κορυφαία έκφραση τον ”Ζητιάνο” (1897).
Από τα ογδόντα, συνολικά, διηγήματά του σταθμός στάθηκε η συλλογή Λόγια της πλώρης (1899), ενώ στο τελευταίο έργο του Ο αρχαιολόγος (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη, που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του, με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων, σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ.
Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η πορεία του στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού.
Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα, όμως, στράφηκε στη δημοτική και συνέβαλε στη διαμόρφωσή της χωρίς να υιοθετήσει τις ακρότητες του Ψυχάρη.