Mε την ονομασία τα ‘’Οκτωβριανά’’ είναι γνωστά τα δραματικά γεγονότα που συνθέτουν το κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων κατά των Άγγλων αποικιοκρατών τον Οκτώβριο του 1931. Η εξέγερση, που αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά γεγονότα της περιόδου της Αγγλοκρατίας και γενικότερα της νεότερης Ιστορίας της Κύπρου, είχε εκδηλωθεί σε ολόκληρη την Κύπρο. Επίκεντρο ήταν όμως η πρωτεύουσα Λευκωσία και κορύφωσή του η 21η Οκτωβρίου του 1931.
Η Κύπρος υπό Βρετανική κατοχή
Η Κύπρος, στην μακραίωνη ιστορική της πορεία, γνώρισε πολλούς ξένους δυνάστες. Το 1878 οι Τούρκοι την παραχώρησαν στους Βρετανούς. Οι Κύπριοι αρχικά είδαν με καλό μάτι την αλλαγή αυτή, θεωρώντας ότι οι Βρετανοί θα επέτρεπαν, εν καιρώ έστω, την ένωσή τους με την Ελλάδα, όπως είχαν πράξει και με τα Επτάνησα. Σε όλη δε τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής οι Έλληνες Κύπριοι δεν έπαψαν ποτέ να αποζητούν την ένωση με την Πατρίδα.
Το 1889 κυπριακή αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο και αξίωσε την Ένωση με την Ελλάδα. Το 1895 πραγματοποιήθηκαν συλλαλητήρια σε όλο το νησί απαιτώντας την Ένωση. Νέα συλλαλητήρια έγιναν στο νησί το 1902 και το 1907, πάντα με το ίδιο αίτημα.
Ωστόσο οι Βρετανοί όχι μόνο δεν σεβάστηκαν τα αισθήματα των Κυπρίων, αλλά το 1914, προσάρτησαν επίσημα την Κύπρο, ως κτήση του Στέμματος. Το 1915 η Βρετανία έθεσε το θέμα παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα με τον όρο της εξόδου της χώρας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ. Η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε την πρόταση.
Το 1921, με αφορμή τα 100 χρόνια από την επανάσταση του 1821, σε ολόκληρη την Κύπρο ξέσπασαν πάνδημα συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, πάντα με το ίδιο αίτημα, την ένωση με την Πατρίδα. Το 1928 νέα συλλαλητήρια συντάραξαν το νησί, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων αγγλικής κατοχής της Κύπρου.
Όταν το 1929 ανήλθε, στην Αγγλία, στην εξουσία το Εργατικό Κόμμα, οι Έλληνες της Κύπρου πίστευαν ότι θα άλλαζε προς το καλύτερο η αγγλική πολιτική έναντι του Κυπριακού. Όταν όμως ο Εργατικός υπουργός των Αποικιών, Λόρδος Πάσφιλδ (Baron Passfield) , δήλωσε στην κυπριακή αντιπροσωπεία, που επισκέφθηκε τότε το Λονδίνο, ότι «το Κυπριακόν ζήτημα έχει κλείση οριστικώς και δε δύναται επωφελώς πλέον να συζητηθή», η ηγεσία του Ελληνισμού της Κύπρου συνειδητοποίησε ότι μόνο ο έμπρακτος αγώνας θα ανάγκαζε τους Βρετανούς να προσαρμοστούν στα δίκαια αιτήματα των Ελλήνων Κυπρίων.
Εθνική Οργάνωσις Κύπρου
Η Εθνική Οργάνωσις Κύπρου ιδρύθηκε με σκοπό την επίτευξη της εθνικής αποκατάστασης της Κύπρου, δηλαδή την ένωσή της με την Ελλάδα. Η Οργάνωση ιδρύθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930, μετά από ευρεία παγκύπρια συνέλευση που πραγματοποιήθηκε την ημέρα εκείνη στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία και στην οποία πήραν μέρος πολλοί παράγοντες από όλη την Κύπρο.
Επικεφαλής της Οργάνωσης τέθηκε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄ (1916 -1933), ενώ στην ανώτατη 37μελή ηγεσία της μετείχαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο ηγούμενος Κύκκου, αντιπρόσωποι άλλων μοναστηριών, οι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές του Νομοθετικού Συμβουλίου και άλλοι παράγοντες. Κατά την εποχή ίδρυσης της ΕΟΚ, η οποία αποτελούσε αντίδραση σε σειρά καταπιεστικών μέτρων των Άγγλων κυριάρχων και της άρνησής τους να συζητήσουν έστω το ενωτικό αίτημα, κυβερνήτης της Κύπρου ήταν ο σερ Ρόναλντ Στορρς.
Ουσιαστικά η Εθνική Οργάνωσις Κύπρου αποτελούσε διάδοχο της Πολιτικής Οργανώσεως Κύπρου που είχε ιδρυθεί το 1921. Ο σκοπός της, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 του καταστατικού της, ήταν ‘‘ἡ διά τῆς ἑνώσεως τῶν διαθεσίμων δυνάμεων καί τοῦ συντονισμοῦ τῶν ἐφικτῶν προσπαθειῶν τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κύπρου ἐπίτευξις τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς ἀποκαταστάσεως διά τῆς ἑνώσεώς της μετά τῆς Μητρός Ἑλλάδος, ἐπιδιωκομένη διά παντός μέσου κρινομένου ὑπό τῆς Ὀργανώσεως ὡς προσφόρου καί συντελεστικοῦ πρός τοῦτο”.
Σύμφωνα προς το άρθρο 3 του καταστατικού της Οργάνωσης, ‘’μέλη της ΕΟΚ εθεωρούντο πάντες οἱ ἐνήλικοι ἂρρενες ἐν Κύπρῳ Ἓλληνες καί οἱ ἐν τῷ ἐξωτερικῷ Ἓλληνες Κύπριοι’’.
Η πρώτη εντυπωσιακή ενέργεια της ΕΟΚ ήταν η υπ’ αυτής διοργάνωση ενωτικών εκδηλώσεων, σε παγκύπρια κλίμακα, στις 25 Μαρτίου του 1930, οπότε υπεγράφησαν ψηφίσματα υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, τα οποία κι εστάλησαν στο Λονδίνο. Στην αγγλική πρωτεύουσα η ΕΟΚ ίδρυσε γραφείο διαφωτίσεως επί του Κυπριακού ζητήματος. Στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1930, η ΕΟΚ υποστήριξε εκείνους από τους υποψηφίους οι οποίοι πολιτεύονταν με το σύνθημα ”Ἕνωσις καί μόνον Ἕνωσις”, και που εξελέγησαν όλοι.
Σταδιακά, η Οργάνωση αποκτούσε όλο και σημαντικότερο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, η ΕΟΚ ενέκρινε, στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, τις αποφάσεις που είχαν πάρει οι Έλληνες βουλευτές σε μυστική τους σύσκεψη στο χωριό Σαϊττάς, την οποία είχε συγκαλέσει 15 μέρες πιο πριν ο μητροπολίτης Κιτίου και βουλευτής Νικόδημος Μυλωνάς. Οι αποφάσεις αφορούσαν την αρνητική στάση που θα ετηρείτο ενάντια στην επιμονή της αγγλικής κυβέρνησης να εισπράττει ακόμη ειδικούς φόρους από την Κύπρο για αποπληρωμή του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Αγγλογάλλους δανειστές το 1885 και που το είχε χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο!
Οι αποφάσεις των Ελλήνων βουλευτών που ενέκρινε η ΕΟΚ, καθώς και η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα του μητροπολίτη Νικοδήμου Μυλωνά (17 Οκτωβρίου του 1931) απετέλεσαν σπίθες για το έναυσμα της μεγάλης εξέγερσης του Οκτωβρίου του 1931, τα γνωστά Οκτωβριανά.
Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κύπρου
Η Εθνική Οργάνωση Κύπρου θεωρήθηκε για κάποιους πολύ συντηρητική. Έτσι, δημιουργήθηκε μια άλλη μαχητική οργάνωση η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κύπρου» (Ε.Ρ.Ε.Κ.) που επίσης συνδέθηκε με την εξέγερση του 1931.
Την ίδρυση αυτής της μυστικής οργάνωσης τη συνέλαβε ένας δημοδιδάσκαλος, ένας από τους εθναποστόλους δασκάλους του Αλύτρωτου Ελληνισμού, που είχαν σκοπό της ζωής τους, όχι μόνο να μάθουν γράμματα τα Ελληνόπουλα, αλλά να γίνουν και άνθρωποι με ζωντανούς τους εθνικούς πόθους και τα ελληνικά ιδανικά. Ο δάσκαλος αυτός ήταν ο Γεώργιος Καραγιάννης, διευθυντής τότε του δημοτικού της Κερύνειας.
Την Άνοιξη του 1930, ορκίζει τους πρώτους συνεργάτες του, τον καθηγητή του γυμνασίου Κερύνειας Θεόλητο Σοφοκλέους, το δικηγόρο και πολεμιστή του 1912 Δωρόθεο Καρολίδη, τον επίσης δικηγόρο Σάββα Λοϊζίδη και το γραμματέα της Μητρόπολης Πολύκαρπο Ιωαννίδη.
Όλοι μαζί πλησιάζουν τον τότε Mμητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριο (Μακάριο Μυριανθέα, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄ ), ο οποίος αμέσως ενστερνίζεται τους σκοπούς και στόχους της νέας οργάνωσης, την οποία και υπεστήριξε με όλες του τις δυνάμεις, «ως αφανής στρατιώτης αυτής».
Βαριά φορολογία και κοινωνική καταπίεση
Αφορμή να ξεσπάσει το κίνημα των Οκτωβριανών ήταν το γεγονός ότι οι Άγγλοι υποχρέωναν τους Kυπρίους να πληρώνουν 92 χιλιάδες λίρες το χρόνο, για να εξοφλήσουν τον φόρο στο Σουλτάνο που πλήρωνε η Αγγλία. Kι επειδή δεν καλυπτόταν από τον κυπριακό προϋπολογισμό ένα τόσο μεγάλο ποσό, και να μένουν στα Ταμεία της Kυβέρνησης αρκετά χρήματα για κοινωφελή έργα, η Αποικιακή Kυβέρνηση αναγκαζόταν κάθε χρόνο να αυξάνει τους φόρους.
Αυτή ήταν η αφορμή. Η πραγματική αιτία ήταν η σπίθα που σιγόκαιγε στα στήθη κάθε Έλληνα της Κύπρου για Ένωση με τη μάνα Ελλάδα. Oι Έλληνες βουλευτές, μετά από σκληρούς αγώνες μέσα και έξω από το Nομοθετικό Συμβούλιο, κατόρθωσαν να ελαττώσουν το φόρο των 92 χιλιάδων λιρών σε 42 χιλιάδες το 1905.
Mετά την προσάρτηση της Κύπρου στο Αγγλικό Στέμμα στις 14 Νοεμβρίου 1914, οι Έλληνες βουλευτές απαίτησαν να σταματήσει ο «φόρος αίματος» των 42 χιλιάδων λιρών αφού δεν υπήρχε πλέον η επικυριαρχία του Σουλτάνου στο νησί. Όπως όμως γινόταν πάντα, οι Tούρκοι βουλευτές συνεργάστηκαν με τους Άγγλους και το αίτημα των Eλλήνων βουλευτών απερρίφθη.
Oι Έλληνες βουλευτές κατάλαβαν ότι το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο, αλλά δεν έβρισκαν τρόπο ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Προτάθηκε να υποβάλουν ομαδική παραίτηση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. H πλειονότητα, όμως, δεν συμφωνούσε, γιατί θεωρούσαν αναγκαία την παρουσία τους στη Bουλή.
Επανειλημμένες συσκέψεις και συνεδριάσεις των βουλευτών και του Eθνικού Συμβουλίου δεν κατέληγαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Η παραίτηση του Μητροπολίτη Νικόδημου
O Mητροπολίτης Kιτίου Nικόδημος Mυλωνάς δεν μπορούσε πια να υποφέρει αυτήν την κατάσταση και, χωρίς να υπολογίσει καθόλου την κατάκριση των συναδέλφων του για παρασπονδία, υπέβαλε προς τον κυβερνήτη της Kύπρου την παραίτησή του στις 17 Οκτωβρίου με δριμύτατες παρατηρήσεις.
Στις 18 Οκτωβρίου, με λόγο που αναγνώστηκε σε όλους τους ναούς, ο Μητροπολίτης Κιτίου απευθύνεται στον κυπριακό Ελληνισμό και τον καλεί «να υψώση την σημαία της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος…».
Την ίδια μέρα η ΕΡΕΚ, με μια εμπνευσμένη προκήρυξή της, γίνεται γνωστή ως Οργάνωση σ’ ολόκληρη τον κυπριακό Ελληνισμό και τον καλεί μεταξύ άλλων «εις την μετά φανατισμού επιδίωξιν της μετά του πολιτειακού συνόλου της Ελλάδος, Eνώσεως της Κύπρου»!
Tην παραίτηση του Mητροπολίτη ακολούθησε άμεση παραίτηση των βουλευτών Λεμεσού N. Kλ. Λανίτη και Iωάννη Kυριακίδη, καθώς και του Γ. Aραδιππιώτη από τη Λάρνακα. Ένα μανιφέστο του Γ. Xατζηπαύλου επέκρινε την παραίτηση του Mητροπολίτη και οι υπόλοιποι 8 βουλευτές εξέδωσαν ανακοινωθέν από κοινού, στο οποίον δήλωναν στο λαό πως επιθυμία τους είναι να παραμείνουν στις έδρες τους.
H κοινή γνώμη, όμως, τόσο στη Λευκωσία όσο και στις άλλες πόλεις δεν συμφωνούσε με την άποψη αυτή. H παραίτηση του Mητροπολίτη χαιρετίστηκε σε όλες τις πόλεις και στα χωριά με μεγάλο ενθουσιασμό, γεγονός που ανάγκασε και τους 8 βουλευτές να υποβάλουν και αυτοί την παραίτησή τους στις 21 του Οκτώβρη.
Στις 20 Οκτωβρίου ο Μητροπολίτης Νικόδημος μίλησε με έντονο παλμό σε ογκώδες συλλαλητήριο στη Λεμεσό. Τα γεγονότα της Λεμεσού περιέγραψε σε τηλεγράφημά του προς τη Λευκωσία, στις 21 του μήνα, ο βουλευτής Ν. Κλ. Λανίτης· το τηλεγράφημα διαδόθηκε στην πόλη και αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε τη φωτιά.
Πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει στην Εμπορική Λέσχη Λευκωσίας, ενώ έγινε γνωστό ότι και οι υπόλοιποι Έλληνες βουλευτές αποφάσισαν να παραιτηθούν. Ακολούθησε σειρά ομιλιών από πολιτικούς ηγέτες καθώς και ένας επαναστατικός λόγος του οικονόμου του ναού Φανερωμένης Διονυσίου Κυκκώτη. Στο τέλος το ενθουσιώδες πλήθος απαίτησε τη μετάβαση στο κυβερνείο για την επίδοση ενωτικού ψηφίσματος στον κυβερνήτη Storrs.
Το συνεχώς διογκούμενο πλήθος κατευθύνθηκε προς το κυβερνείο, όπου μέσα σε τεταμένη ατμόσφαιρα η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν η ειρηνική πορεία να καταλήξει σε ανεξέλεγκτη διαδήλωση και στην πυρπόληση του κτηρίου που συμβόλιζε την αποικιακή εξουσία.
Το αστυνομικό απόσπασμα άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους, που διασκορπίστηκε και τράπηκε σε φυγή, τραυματίζοντας 15 διαδηλωτές, ένας εκ των οποίων, ο δεκαεπτάχρονος Ονούφριος Κληρίδης.
Παράλληλα εξεγέρσεις σημειώθηκαν και σε όλη την υπόλοιπη Κύπρο. Οι Βρετανικές σημαίες υπεστάλησαν από τους εξεγερμένους και υψώθηκαν οι ελληνικές.
Ο Storrs ζήτησε στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο τη στιγμή που η εξέγερση επεκτάθηκε σε όλο το νησί κυρίως με διαδηλώσεις, καταστροφές και λεηλασίες κτιρίων – συμβόλων των κατακτητών, μεταξύ των οποίων και η κατοικία του Βρετανού διοικητή στη Λεμεσό που πυρπολήθηκε και αστυνομικοί σταθμοί.
Η αντίδραση των κατακτητών
Ο απολογισμός της εξέγερσης ήταν 18 νεκροί και θάνατοι από βασανισμούς, ανυπολόγιστοι τραυματισμοί, 2.952 συλλήψεις, 2.679 καταδίκες. Πρόστιμα 34.345 λιρών, φορολογία των εκκλησιαστικών περιουσιών, περιορισμοί, εκτοπισμοί όπως του αρχιεπισκοπικού επιτηρητή Λεοντίου, εξορίες, απαγόρευση κωδωνοκρουσιών, ελληνικών σημαιών και εθνικών εκδηλώσεων, λογοκρισία εφημερίδων και επιστολών, παραγκωνισμός της ελληνικής Παιδείας, διαστρέβλωση της Ιστορίας, συνέχιση της απόπειρας δημιουργίας κυπριακής συνείδησης, ολόπλευρες καταπιέσεις από τον προσωρινό κυβερνήτη Henniken Heaton, που αντικαθιστούσε τον Ρόναλντ Στορς, και επιβολή της παλμεροκρατίας από τον νέο κυβερνήτη Herbert Richmond Palmer από το Δεκέμβριο του 1933
Στην Κερύνεια, ο Λοΐζος Λοϊζίδης πέθανε από τα βασανιστήρια, ενώ στα Μανδριά Λεμεσού, ο γέροντας Ιωάννης Σαλλούης, λογχίστηκε από στρατιώτη του στέμματος και απεβίωσε. Ο γέροντας έπρεπε να κουβαλήσει ένα δοκάρι για την ανακατασκευή της γέφυρας που κάηκε στην εξέγερση και το αδίκημά του ήταν ότι δεν περπατούσε γρήγορα.
Ο μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος εξυβρίστηκε και προπηλακίστηκε κατά τη σύλληψή του, ενώ σε χωριά όπως στο Άρσος Λεμεσού, στο Πισσούρι και την Αγκαστίνα, ορισμένοι επιλέχθηκαν τυχαία και ξυλοκοπήθηκαν μέχρι λιποθυμίας από τους Βρετανούς στρατιώτες, με μαστίγια ή όπλα προς παραδειγματισμό.
Με την εξορία των μητροπολιτών Κιτίου Νικοδήμου και Κυρηνείας Μακαρίου και των άλλων ηγετικών μορφών των σκλαβωμένων Ελλήνων της Κύπρου (πρωθιερέα Φανερωμένης Διονύσιο Κυκκώτη και Θεοφάνη Τσαγγαρίδη, Σάββα Λοϊζίδη, Χαράλαμπο Βατυλιώτη, Θεοφάνη Θεοδότου, Γεώργιο Χατζηπαύλου, Θεόδωρο Κολοκασίδη, Κώστα Σκελέα), τη κήρυξη του στρατιωτικού νόμου και με τον κατ’ οίκον περιορισμό που επέβαλαν, την απαγόρευση ανάρτησης της ελληνικής σημαίας, το μάθημα της Ελληνικής Ιστορίας και όλες τις συγκεντρώσεις πέραν των πέντε ατόμων, οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες είχαν τη φαϊνή ιδέα ότι θα τιθασεύσουν και θα εξασθενήσουν το φρόνημα του λαού ώστε να τον καθυποτάξουν.
Οι νεκροί των Οκτωβριανών ήταν οι : Ονούφριος Κληρίδης, Γεώργιος Δαλίτης, Κώστας Μίχαλος, Κυριάκος Ματθαίου, Ανδρόνικος Χρίστου, Ιωάννης Παπαϊωσήφ, Χαράλαμπος Φιλής, Παναγιώτης Δημητρίου, Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Μούσκος, Μαρία Ττόουλου Ζωδιάτη, Σάββας Χατζηλοϊζή Αρμένη, Ιωάννης Σαλούμης, Κυριάκος Παπαδόπουλος, Σάββας Μασούρης, Μιχαήλ Ιωάννου Τριφούκης, Λοΐζος Λοϊζίδης. Από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες πέθαναν κι άλλοι, όπως ο αμαξηλάτης Χατζηβασίλης «Πομπός» από το Βαρώσι, που έχασε το ένα χέρι.
Η στάση των τουρκοκυπρίων και της Αθήνας
Η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων εξέφρασε την αντίθεσή της στα γεγονότα καθώς και αισθήματα νομιμοφροσύνης στους Εγγλέζους.
Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν υποστήριξε την εξέγερση των Οκτωβριανών και αντέδρασε έντονα στο άκουσμά της. Ενδεικτικά, μιλώντας για το θέμα της εξέγερσης στη Βουλή των Ελλήνων (18 Νοεμβρίου 1931) ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η εν Κύπρω κίνησις ήτο φυσικόν να έχη βαθυτάτην και συμπαθεστάτην απήχησιν εις την ψυχήν ολοκλήρου του Ελληνικού Έθνους. Κατά των εκδηλώσεων δε της συμπαθείας ταύτης κανείς δεν θα είχε να αντείπη … Αλλ’ επιλαμβάνομαι της ευκαιρίας ταύτης διά να δηλώσω επισημότερον ποία είναι η αντίληψις της παρούσης Κυβερνήσεως, εν σχέσει προς τας εθνικάς διεκδικήσεις όχι μόνον των Κυπρίων αλλά και των Δωδεκανησιωτών.
Όσον βαθεία και αν είναι η απήχησις που ευρίσκουν εις την Ελληνικήν ψυχήν οι εθνικοί πόθοι των Ελλήνων κατοίκων των νήσων τούτων, είναι αδύνατον το Ελληνικόν Κράτος να αναλάβη την υποστήριξιν της πραγματοποιήσεως αυτών… Έχομεν μάλιστα δικαίωμα, από τους Έλληνας το γένος κατοίκους αυτών, να ζητήσωμεν να είναι ολιγώτερον εγωισταί. Οφείλουν να πεισθούν ότι επιζητούντες να διαταράξουν τας φιλικάς και αρμονικάς σχέσεις Ελλάδος προς την Μεγάλην Βρετανίαν και την Ιταλίαν με την παράλογον ελπίδα, ότι θα υποβοηθήσουν ούτω την πραγματοποίησιν των εθνικών των πόθων, τούτους μεν ουδέ κατά κεραίαν θα προαγάγουν, ηδύναντο όμως να προκαλέσουν συμφοράν διά την Ελλάδα με την οποίαν ζητούν να ταυτίσουν την τύχην των …»
Μετά την εξέγερση
Αποτέλεσμα της αποτυχημένης εξέγερσης ήταν να σκληρύνει η βρετανική στάση στο νησί και να ενταθεί η καταπίεση. Οι Βρετανοί απαγόρευσαν και την αναφορά ακόμα της λέξης «Ένωση» και την ύψωση της ελληνικής σημαίας. Ο Στορς επίσης απομακρύνθηκε και τον διαδέχτηκε ο σκληρότερος Ρίτσμοντ Πάλμερ εγκαινιάζοντας την περίοδο της «Παλμεροκρατίας»
Με την εξορία των μητροπολιτών και των άλλων ηγετικών μορφών των σκλαβωμένων Ελλήνων της Κύπρου, τη κήρυξη του στρατιωτικού νόμου και με τον κατ’ οίκον περιορισμό που επέβαλαν, την απαγόρευση ανάρτηση της ελληνικής σημαίας, το μάθημα της Ελληνικής Ιστορίας και όλες τις συγκεντρώσεις πέραν των πέντε ατόμων, οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες είχαν τη φαϊνήν ιδέα ότι θα τιθασεύσουν και θα εξασθενήσουν το φρόνημα του λαού ώστε να τον καθυποτάξουν.
Λογαριάσανε λάθος
Ο πόθος των Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, ως φυσικό επακόλουθο της ιστορικής εξέλιξης του νησιού, δεν έσβησε με τη στυγνή αποικιοκρατική δικτατορία ή την ψυχρή στάση των Αθηνών.
Κατά χιλιάδες οι Κύπριοι αντιστάθηκαν στον ναζισμό το 1940, στελέχωσαν τον ελληνικό στρατό και τις αντάρτικες ομάδες και ανέμεναν τη λευτεριά τους. Το 1950, το 95,7% των Κυπρίων ψήφισε για ένωση με την Ελλάδα, ωστόσο το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό από τη βρετανική αποικιοκρατία.
Έμελλε, οι Κύπριοι να εξεγερθούν με τα όπλα και να διδάξουν στην οικουμένη πώς αντιστέκονται οι λαοί. Με την ΕΟΚΑ κατέστη σαφές πως οι Έλληνες της Κύπρου δεν θα συμβιβάζονταν με την αποικιοκρατία.