
Το επεισόδιο του Πετριτσίου συνέβη στις 19 Οκτωβρίου 1925 μεταξύ δύο συνοριακών φυλακίων στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Συγκεκριμένα το ελληνικό φυλάκιο αρ.69 και το βουλγαρικό αρ. 1 βρίσκονταν στην τοποθεσία Δεμίρ Καπού (Σιδηρές Πύλες), του όρους Κερκίνη (Μπέλες) σε απόσταση περίπου 40 μέτρων χωρίς όμως να υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ των σκοπών.
Το ελληνικό φυλάκιο επάνδρωναν 8 άνδρες ενώ το βουλγαρικό 6. Το ελληνικό φυλάκιο δέχθηκε αιφνίδια πυρά από Βούλγαρους στρατιώτες του έναντι φυλακίου, από τα οποία φονεύτηκαν δύο Έλληνες στρατιώτες. Ανταποδίδοντας τα πυρά Έλληνες στρατιώτες φόνευσαν τρεις Βούλγαρους.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς ο προϊστάμενος του φυλακίου και διοικητής του λόχου προκαλύψεως λοχαγός (ΠΖ) Χ. Βασιλειάδης, που είχε έδρα στο μεθοριακό χωριό Άνω Πορόια Σερρών, έσπευσε αμέσως στο φυλάκιο και κρατώντας λευκή σημαία εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος προς διαπραγμάτευση, όπου και δέχθηκε θανάσιμη σφαίρα στο στήθος. Οι Βούλγαροι ισχυρίστηκαν ότι δεν είδαν ούτε τη λευκή σημαία ούτε τον λοχαγό! Το ελληνικό φυλάκιο καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε.
Οι δύο εκδοχές
Για το πώς ξεκίνησε, υπάρχουν δύο εκδοχές: Σύμφωνα με την πρώτη, καθώς τα δύο φυλάκια βρισκόταν πολύ κοντά, Έλληνες και Βούλγαροι στρατιώτες, έπαιζαν μαζί πρέφα! Κάποια στιγμή διαπληκτίστηκαν, στη “Στρατιωτική Γεωγραφία” 1957, ΤΟΜΟΣ Γ’, σελ. 160 αναφέρεται ότι η αιτία του διαπληκτισμού ήταν το ότι “οι Έλληνες δεν ετήρουν τους κανόνες του παιχνιδιού”, οι Βούλγαροι αφού επέστρεψαν στο φυλάκιο τους, πυροβόλησαν και σκότωσαν τους δύο Έλληνες.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, που είναι η επικρατέστερη στις ξένες πηγές, το επεισόδιο προκλήθηκε, όταν ο σκύλος ενός Έλληνα στρατιώτη μπήκε στο βουλγαρικό έδαφος, ο στρατιώτης προσπάθησε να τον φέρει πίσω στο ελληνικό, με αποτέλεσμα να δεχτεί τα βουλγαρικά πυρά και να σκοτωθεί. Γι’ αυτό τον λόγο το λεγόμενο “Επεισόδιο του Πετριτσίου”, αναφέρεται συχνότερα διεθνώς ως The War of Stray Dog, δηλαδή “Ο Πόλεμος του αδέσποτου σκύλου” παρά ως The Incident at Petrich,δηλαδή το επεισόδιο στο Πετρίτσι.
Ελληνική επιφυλακή
Λαμβάνοντας γνώση του όλου συμβάντος ο διοικητής του οικείου τάγματος προκαλύψεως αντισυνταγματάρχης Α. Σέργιος έθεσε σε συναγερμό όλα τα παρακείμενα φυλάκια. Τις απογευματινές ώρες το υπό τον υποστράτηγο Νικόλαο Ζαφειρίου Γ΄ Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη) και το Δ΄ Σώμα Στρατού (Καβάλα), καθώς και η υπό τον συν/ρχη ΠΒ Παπαϊωάννου 6η Μεραρχία (Σέρρες), ήταν ήδη ενήμερες, έχοντας τεθεί σε ετοιμότητα απώθησης πιθανής βουλγαρικής προσβολής, ενημερώνοντας σχετικά τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού υποστράτηγο Π. Σαρηγιάννη
Αυτός με τη σειρά του έσπευσε και ενημέρωσε τον πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών Θεόδωρο Πάγκαλο. Κατά τη συνεργασία αυτή, όπου συμμετείχε και ο υφυπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Νίδερ, αποφασίσθηκε τελικά όλες οι παραπάνω στρατιωτικές μονάδες να λάβουν “πάντα τα ενδεικνυόμενα μέτρα”, με δεδομένο ότι δεν υπήρξε συνέχεια εκ μέρους των Βουλγάρων.
Την επομένη του επεισοδίου περιήλθαν στην ελληνική κυβέρνηση πληροφορίες περί κινήσεων βουλγαρικών στρατευμάτων κοντά στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Πολεμικό αεροσκάφος που απογειώθηκε από τη Θεσσαλονίκη και διενήργησε κατόπτευση της περιοχής ανέφερε παρουσία μικρής σχετικά δύναμης βουλγαρικού τακτικού στρατού στα μετόπισθεν των συνόρων, που αφορούσε το βουλγαρικό τάγμα προκάλυψης, αντίστοιχο με το ελληνικό, ενώ μια περιορισμένη ομάδα είχε καταλάβει τη διάβαση του Δεμίρ Καπού.
Μέχρι τις βραδυνές ώρες η βουλγαρική πρεσβεία στην Αθήνα δήλωνε άγνοια του επεισοδίου και ότι δεν είχε καμία ενημέρωση από τη Σόφια, γεγονός που οδήγησε τον Πάγκαλο στην άποψη -όπως δήλωσε σε δημοσιογράφους- ότι η εν λόγω επίθεση στο ελληνικό φυλάκιο ήταν πράξη παρακυβερνητικής οργάνωσης Βουλγαρομακεδόνων αυτονομιστών, καταλήγοντας στις δηλώσεις του «ελπίζω ότι το επεισόδιο δεν θα έχει έκτασιν, αλλά πάντως δεν θα μείνει άνευ συνεπειών».
Παράλληλα και ο τότε νεοδιορισθείς Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Παναγιωτόπουλος δήλωσε: “Η επίθεσις των Βουλγάρων ήταν εντελώς αδικαιολόγητος. Ελάβαμεν πάντα τα μέτρα όπως επιβάλωμεν αμέσως τον σεβασμόν εις τους προδοτικώς φονεύσαντας τον αξιωματικόν μας. Η κοινή γνώμη ας είναι απολύτως ήσυχος. Η Κυβέρνησις είναι εις θέσιν να συντρίψει ανοικτιρμόνως τοιαύτας αποπείρας και να επιβάλη τον σεβασμόν των ξένων προς την χώραν μας“.
Διπλωματική διακοίνωση στη Σόφια
Το μεσημέρι της μεθεπόμενης του επεισοδίου, ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Σόφια, επέδωσε στη βουλγαρική κυβέρνηση, διπλωματική διακοίνωση, με την οποία, ανάμεσα στα άλλα, ζητούνταν η έκφραση άμεσης λύπης και συγγνώμης από τη Βουλγαρία για τα συμβάντα, η καταβολή αποζημίωσης 6 εκατομμυρίων δραχμών στις οικογένειες των φονευθέντων και η παραδειγματική τιμωρία του Βούλγαρου αξιωματικού που διέταξε την επίθεση εναντίον των ανδρών του ελληνικού φυλακίου.
Αντίγραφο της διακοίνωσης αυτής επιδόθηκε και στον ακόλουθο της βουλγαρικής πρεσβείας στην Αθήνα. Η βουλγαρική πλευρά ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε πλήρως το επεισόδιο και το “χρέωσε” στους κομιτατζήδες.
Την ίδια μέρα, υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος μετά την επεισοδιακή παραίτηση του Κωνσταντίνου Ρέντη. Σε ευρεία κυβερνητική σύσκεψη, αποφασίστηκε η διακοπή της σιδηροδρομικής σύνδεσης με τη Βουλγαρία και η προετοιμασία στρατιωτικών μονάδων για προέλαση στο βουλγαρικό έδαφος.
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού
Στις 22 Οκτωβρίου το 11ο γραφείο Γ’ Σ.Σ. ανέφερε την προέλαση από τις πρώτες πρωινές ώρες και την κατάληψη των πρώτων θέσεων επί βουλγαρικού εδάφους από τις δυνάμεις της 6ης και 11ης Μεραρχίας. Η 6η Μεραρχία διήλθε τη γέφυρα στην περιοχή του όρους Κούλα ακολουθώντας την οδό προς Μαρικοστίκοβοτο οποίο και κατέλαβε. Η 11η Μεραρχία εξορμώντας από τις θέσεις της στο Τσιγγελέου, διέβη τη στενωπό του Ρούπελ και κατέλαβε το Πέτροβο, μετά από ασθενή εχθρική αντίσταση, έχοντας υπερκεράσει το καταληφθέν από τους Βούλγαρους, ελληνικό φυλάκιο αριθμ. 69. Η ενημέρωση των παραπάνω επιχειρήσεων στον Σαρηγιάννη πραγματοποιήθηκε τηλεγραφικώς τις νυκτερινές ώρες. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά αναφέρονται ως «ανεπαίσθητες», ένας βαριά τραυματίας στρατιώτης (Τραγανίδης) κατέληξε ενώ από την αντίπαλη πλευρά αιχμαλωτίσθηκαν 7 στρατιώτες.
Η υπερκερωτική κίνηση των ελληνικών στρατευμάτων, από Μαρικοστίνοβο προς Πετρίτσι, ανάγκασε τις βουλγαρικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν το ελληνικό φυλάκιο. Καταλήφθηκαν τα υψώματα πέριξ της πόλης του Πετριτσίου, πραγματοποιήθηκαν αναγνωριστικές αποστολές και προσεβλήθη μια βουλγαρική διλοχία, που προσήλθε ως ενίσχυση σιδηροδρομικώς, με πυρά πυροβολικού. Επίθεση από τον οικισμό Πριπέτσανη αποκρούστηκε επίσης με λίγες βολές πυροβολικού.
Τα εχθρικά πυρά διήρκησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας αλλά σποραδικά. Οι αιχμάλωτοι που έφθασαν τους 15- 2 υπαξιωματικοί, 6 στρατιώτες και 7 κομιτατζήδες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Τα προκεχωρημένα ελληνικά τμήματα έλαβαν τη διαταγή για την ανακοπή της προέλασης, την σύσταση προφυλακών ανατολικά του Πετριτσίου και την αναμονή διαταγών από τη στρατιωτική διοίκηση της Θεσσαλονίκης. Η επίθεση που είχε ορισθεί για την κατάληψη του Πετριτσίου στις 24 Οκτωβρίου ματαιώθηκε.
Στο Πετρίτσι επικρατούσε εξαιρετικά ανάστατη κατάσταση και υπήρξε μερική εκκένωση από τους κατοίκους. Στην πόλη είχαν καταφθάσει ενισχύσεις από την Ντουπνίτζα ενώ συνέδραμαν και 432 πολιτοφύλακες.
Οι διαταγές που έλαβαν από το Επιτελείο προϋπέθεταν ασθενή μόνο αντίσταση σε περίπτωση επίθεσης και κυρίως συγκράτηση του πανικοβλημένου πληθυσμού
Το απόσπασμα Βουτσινά ανέφερε συνολικές απώλειες 7 νεκρών και 17 τραυματιών ενώ τα υπόλοιπα τμήματα είχαν ελάχιστες. Οι βουλγαρικές απώλειες σημειώνονται ως σημαντικές σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Η βουλγαρική κυβέρνηση στο δεύτερο τηλεγράφημα προς τον Γενικό Γραμματέα της ΚτΕ γνωστοποιούσε ότι η προέλαση του ελληνικού στρατού έφτασε σε μήκος τα 32χλμ και βάθος τα 10, ότι είχε 18 απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες και τέλος ότι από τον βομβαρδισμό του Πετριτσίου σημειώθηκαν 7 τραυματίες.
Οι συνολικές ελληνικές απώλειες ανήλθαν στους 22 νεκρούς και 38 τραυματίες ενώ το Βουλγαρικό Πρακτορείο Ειδήσεων έκανε λόγο για 48 νεκρούς ( εκ των οποίων οι 26 στρατιώτες),δεκάδες τραυματίες και η ΕΜΕΟ παραδέχθηκε απώλειες μόνο 12 ανδρών. Οι Βούλγαροι αιχμάλωτοι ανήλθαν στους 15.
Οι απώλειες των κομιτατζήδων αποσιωπήθηκαν πλήρως και θα μπορούσαν να θεωρηθούν σοβαρές αν αναλογισθεί το γεγονός ότι προέβαλλαντο μεγαλύτερο μέρος της αντίστασης και ότι είχαν το Πετρίτσι ως περιφερειακή βάσης την περιοχή του Πιρίν. Οι βουλγαρικές δηλώσεις περί εμπρησμών και λεηλασιών στα χωριά από τον Ελληνικό Στρατό, στα πλαίσια της άσκησης προπαγάνδας για την ισχυροποίηση των θέσεών τους, διαψεύστηκαν από τον ανταποκριτή των Times στη Σόφια.
Οι αιχμάλωτοι Βούλγαροι, τακτικοί στρατιώτες και κομιτατζήδες επιστράφηκαν στη Βουλγαρία. Ανεξάρτητα από τις δηλώσεις του βουλγαρικού τύπου ουδείς Έλληνας συνελήφθη. Η αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στο φυλάκιο 69 πραγματοποιήθηκε απογευματινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου.
Η Βουλγαρική αντίδραση
Η Βουλγαρία βρισκόταν σε δεινή θέση με τη Συνθήκη του Νεϊγύ εκείνη την εποχή ως ηττημένη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι κινήθηκε διπλωματικά. Προέβαλε τη διευθέτηση του ζητήματος με σύσταση μικτής επιτροπής για την εξεύρεση των πρωταιτίων και τον καταλογισμό ευθυνών μέσω τηλεγραφήματος του υπουργού εξωτερικών Κάλφωτ το οποίο αγνοήθηκε από την ελληνική πλευρά.
Στη συνέχεια αποφάσισε την μεσολάβηση της Ρουμανίας για συγκρότηση μικτής ανακριτικής επιτροπής. Οι πρέσβεις των γειτονικών χωρών Τουρκίας, Αλβανίας, Σερβίας (που δήλωσε τη στήριξή του στην ελληνική πλευρά) όπως και οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, Γερμανίας, Ισπανίας, Ιταλίας και Ρουμανίας έσπευσαν στο Ελληνικό υπουργείο εξωτερικών για ενημέρωση.
Το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου ο Έλληνα επιτετραμμένος Ραούλ Ρωσέττης συναντήθηκε με τον Βρετανό επιτετραμμένο στη Σόφια, Ράλφ Στίβενσον, όπου παραδέχθηκε την έλλειψη πληροφοριών για το περιστατικό, αποδίδοντας όμως ευθύνες στους κομιτατζήδες που είχαν προκαλέσει στο πρόσφατο παρελθόν πολλές επιθέσεις. Ο Στίβενσον του εξέφρασε την πεποίθηση που υπάρχει στους ξένους ανταποκριτές, ότι η κλιμάκωση του περιστατικού αποτελεί πολιτική του Πάγκαλου προκειμένου να ξεπεραστούν τα εσωτερικά προβλήματα και να αποσπαστεί η προσοχή, κάτι που ο Ρωσέττης ρητώς απέρριψε.
Διπλωματικός πυρετός
Η κατάσταση λάμβανε ολοένα και διαρκώς μεγαλύτερη διεθνή διάσταση με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού εντός του βουλγαρικού εδάφους. Ο Στίβενσον συνεδρίασε μαζί με τον επιτετραμμένο στη Σόφια Ιταλό Γουέιλ Σκοτ Λεόνε και τον Γάλλο υπουργό Εμίλ Ντάρντ.
Συμφώνησαν στην περαιτέρω παροχή συμβουλών στη Βουλγαρία και στη συνεχή παρότρυνση της Ελλάδας για μετριοπάθεια. Το απόγευμα της 22ας Οκτωβρίου ο Μίνκοφ ενημέρωσε τον Στίβενσον για την προσφυγή της Βουλγαρίας στην ΚτΕ, ενώ έμμεσα απείλησε, αν και σημείωσε ότι δεν ήταν θεμιτό, για περαιτέρω όξυνση του ζητήματος από πιθανή εξέγερση του βουλγαρικού πληθυσμού.
Ο Ρωσέττης στο τελευταίο μήνυμά του προς την Αθήνα τόνιζε τη δυσμενή εντύπωση που είχε δημιουργηθεί στους αντιπρόσωπους των ‘’Συμμάχων’’ από την ελληνική προέλαση και ότι η Βουλγαρία θα συνέχιζε παθητική στάση. Το ίδιο ακριβώς κλίμα μετέφερε και ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Βέρνη, Βασίλειος Δενδράμης κάνοντας λόγο για «ανησυχία στους κύκλους της ΚτΕ» στις 21 και 23 Οκτωβρίου. Προειδοποίησε ότι υπήρχε η επικρατούσα άποψη ότι αν συνεχιζόταν η ελληνική προέλαση το Συμβούλιο θα έθετε ζήτημα αποστολής επιτροπής και ότι προκαλούσε σοβαρή διεθνή αποδυνάμωση της Ελλάδας η παραμονή σε βουλγαρικό έδαφος.
Το επεισόδιο είχε πλέον λάβει την τροχιά διεθνούς διευθέτησης και διαιτησίας όταν ο Καλφώφ ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα της ΚτΕ, σερ Έρικ Ντράμμοντ για την ελληνική εισβολή και την ανάληψη των απαραίτητων μέτρων χωρίς καθυστέρηση. Μετά από αυτό ο Δενδράμης έστειλε ξανά επείγον τηλεγράφημα απαγκίστρωσης του ελληνικού στρατού.
Η Ελλάδα υπέπεσε σε σφάλμα, καθώς ως θιγόμενη από την απρόκλητη επίθεση όφειλε να ζητήσει πρώτη τη συνδρομή από την ΚτΕ ή έστω να την ενημερώσει για το συμβάν παρουσιάζοντας τη δικιά της πτυχή του επεισοδίου για να διαφυλάξει τα συμφέροντά της.

Η απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών
Η Κοινωνία των Εθνών συγκρότησε διεθνή ανακριτική επιτροπή υπό τον Άγγλο διπλωμάτη σερ Χόρας Ράμπολντ για να εξετάσει τις ευθύνες των δύο κρατών και να αποφασίσει σχετικά.
Ο Βούλγαρος ΥΠ.ΕΞ Καλφώφ στα πλαίσια της συνεχούς ισχυροποίησης της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας του, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της κυβέρνησής του στις κυβερνήσεις Γαλλίας και Βρετανίας κατηγορώντας παράλληλα για ακόμα μια φορά την Ελλάδα για βιαιοπραγίες και εναέριο βομβαρδισμό των πόλεων.
Ο Τσάρλς Μπέιτμαν, επικεφαλής του τμημάτων ελληνικών υποθέσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας του αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών διατύπωσε την θέση του, ότι μια πιθανή ελληνική αδιαλλαξία θα αντιμετωπιζόταν είτε με αποκλεισμό του Πειραιά από τον ‘’συμμαχικό’’ στόλο είτε με την ελευθερία εξοπλισμού της Βουλγαρίας για την αυτοάμυνά της.
Με εμφανή εχθρική στάση απέρριψε τους ισχυρισμούς του Έλληνα πρέσβη στο Βελιγράδι, Σπυρίδων Πολυχρονιάδη για την μεταφορά του Έλληνα πεσόντα στρατιώτη, στο επεισόδιο, στη βουλγαρική πλευρά.
Στις 27 Οκτωβρίου, δεχόμενος άκριτα τους βουλγαρικούς ισχυρισμούς για συνέχιση των βομβαρδισμών από μέρος των Ελλήνων, θεώρησε ότι η ελληνική πλευρά δεν συμμορφώθηκε με τις ρητές επιθυμίες του Συμβουλίου κάνοντας λόγο ακόμη και για «τερατώδη συμπεριφορά».
Τις νυκτερινές ώρες της 27ης Οκτωρβίου, τα αποχωρούντα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα δέχτηκαν επίθεση από κομιτατζήδες και ανταπέδωσαν τα πυρά χωρίς ωστόσο να υποστούν απώλειες. Η Ελληνική κυβέρνηση δήλωσε παρ’ όλα αυτά την επίσπευση εκκένωσης των στρατευμάτων προςσυμμόρφωση στις επιταγές της ΚτΕ.
106
Η δήλωση όμως του Χατζηκυριάκου για «assine qua non» αποχώρηση των Ελλήνων, εφ’ όσον οι Βούλγαροι έπρατταν το ίδιο από το Δεμίρ Καπού προκάλεσε την οργή του Συμβουλίου για τη συνέχιση των συγκρούσεων. Επιστολή του Στίβενσον ανέφερε ότι τα αντίπαλα φυλάκια στη συνοριογραμμή βρίσκονταν σε απόσταση 40 μέτρων, καθιστώντας μια συμπλοκή εξαιρετικά πιθανή ακόμα και μετά τη λήξη αυτού του επεισοδίου, προτάθηκε η δημιουργία νεκρής ζώνης 2 χιλιομέτρων, το διπλάσιο δηλαδή του μέγιστου βεληνεκούς των τυφεκίων της εποχής. Αυτό όμως γεννούσε σωρεία προβλημάτων και σταδιακά απορρίφθηκε, όταν και σημειώθηκε βελτίωση της κατάστασης στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Παράλληλα αναφέρθηκε επίσημα η πρόταση του ναυτικού αποκλεισμού των Αθηνών, εφ’ όσον το απαιτήσουν οι περιστάσεις!
Το πόρισμα
Στις 28 Νοεμβρίου η επιτροπή Ράμπολντ υπέβαλε το πόρισμά της, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο. Σύμφωνα με αυτό, η ευθύνη βάρυνε τελικά την Ελλάδα, η οποία όφειλε να καταβάλει στη Βουλγαρία αποζημίωση καταβολής ποσού 142.000 λιρών στερλινών, ένα πράγματι δυσθεώρητο ποσό για την ήδη οικονομικά αιμορραγούσα Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αποζημιώσει τις υλικές ζημιές και δήλωσε πρόθυμη να το πράξει.
Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για την ανισότητα της μεταχείρισης, σε σχέση με εκείνη της Ιταλίας, όταν δυνάμεις της κατέλαβαν για λίγο την Κέρκυρα, το 1923, ως αντίποινα για το φόνο του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι, ο οποίος επιθεωρούσε τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η ελληνική αντιπροσωπεία που αναχώρησε για τη Γενεύη στη 1 Δεκεμβρίου, αποτελούμενη από τους Ρέντη, Κολοκοτρώνη, Μαμμωνά και Βλαχόπουλο ζήτησε την μείωση του ποσού προκειμένου να αποφευχθούν οι εσωτερικές αναταράξεις. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε τελικά να καταβάλλει το σεβαστό ποσό των 30.000.000 λέβα (ή 45.000 λιρών στερλινών), με βάθος εξόφλησης τα 2,5 έτη. Τον Φεβρουάριο του 1926 η Ελλάδα με αιτιολογικό τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε,
απήυθυνε πρόταση στη Βουλγαρία για εξόφληση του μισού ποσού και τον διακανονισμό του υπολοίπου σε μηνιαίες δόσεις.
Η Βουλγαρία αποδέχθηκε την ελληνική πρόταση στα πλαίσια καλής θελήσεως. Τέλος η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αποζημιώσει την οικογένεια του Έλληνα λοχαγού Χαράλαμπου Βασιλειάδη, που σκοτώθηκε από τα πυρά των Βούλγαρων συνοριακών φρουρών.
Επίσης εισηγήθηκε την λήψη μέτρων για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων, μεταξύ των οποίων την τοποθέτηση ξένων παρατηρητών. Ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματά του ισχυρίζεται ότι μετά από αυτό το “ράπισμα” οι βουλγαρικές επιδρομές σταμάτησαν και υπήρξε ασφάλεια στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο επί δεκαπενταετία.
Πράγματι τα επεισόδια ελαττώθηκαν και η κρίση μεταξύ των δύο κρατών εκτονώθηκε. Oι Σουηδοί παρατηρητές αποχώρησαν στο τέλος του 1927.