Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου γεννήθηκε το 1885 (κατ ορισμένες πηγές το 1883) στη Γευγελή της Μακεδονίας (σήμερα ανήκει στα Σκόπια) και δολοφονήθηκε από Βούλγαρους κομιτατζήδες, οι οποίοι αφού έβαλαν φωτιά και έκαψαν το σπίτι όπου διέμενε και δίδασκε, την αποκεφάλισαν, στις 14 Οκτωβρίου 1904, μετά από σκληρή μάχη που κράτησε περισσότερες από τρεις ώρες, στο χωριό Γκίρτσιστα βόρεια της Γευγελής.
Δασκάλα στη Μπογδάντσα
Πήγε σχολείο στο Μοναστήρι και αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης σε ηλικία 17 ετών. Το 1903 δίδαξε στο χωριό Βογδάντσα, όπως το ονόμαζαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δίδαξε την Ελληνική γλώσσα κι Ιστορία στα παιδιά, αναπτύσσοντας παράλληλα δυναμική εθνική δράση που εξόργισε τους Βουλγάρους.
Με τις γνώσεις και την αγάπη της για την Ελλάδα σύντομα απέκτησε τη συμπάθεια και την αγάπη των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, οι οποίο της εμπιστεύονταν τα παιδιά τους και άκουγαν με προσοχή τη γνώμη της σε κάθε ζήτημα που τους απασχολούσε.
Η δράση της Χατζηγεωργίου στη Μπογδάντσα αποτελούσε πρόκληση για το Βουλγαρικό Κομιτάτο, που με συνεχείς απειλές προσπάθησε να εμποδίσει το έργο της και την προσπάθεια της να ζωντανέψει το φοβισμένο Εθνικό ελληνικό φρόνημα πολλών κατοίκων της περιοχής.
Προσπάθεια εξαγοράς και εντολή δολοφονίας
Το Βουλγαρικό κομμιτάτο μετά την αποτυχία του να την εξαγοράσει ή να την εκφοβίσει προκειμένου να την απομακρύνει από το χωριό, αποφάσισε τη δολοφονία της και την προέγραψε ενώ όρισε μεγάλο χρηματικό ποσό ως επικήρυξη για το κεφάλι της.
Το 1903 ανέλαβε την οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης και η οργάνωση στηρίχθηκε σ’ ένα επιλεγμένο δίκτυο πρακτόρων. Ο υπολοχαγός Αθανάσιος Εξαδάκτυλος (Καπετάν Αντωνίου) ανέλαβε να οργανώσει την περιοχή της Γευγελής και στάλθηκε σαν έμπορος ο αξιωματικός-πράκτορας Παναγιώτης Κλείτος (Καπετάν Λίβρας ή Κλεισούρας) , ο οποίος διηύθυνε την πολιτοφυλακή, που εγκαταστάθηκε μετά την άφιξη του, γιατί ήταν δυσχερής στην αρχή του ένοπλου αγώνα η εγκατάσταση σώματος.
Μετάθεση στη Γρίτσιστα
Το Ελληνικό Προξενείο όταν έμαθε την προγραφή της Χατζηγεωργίου, για μεγαλύτερη ασφάλεια, τη μετέθεσε ως δασκάλα στο χωριό Γρίτσιστα. Οι κομιτατζήδες την έδιωξαν από το χωριό πέντε φορές, αλλά η Χατζηγεωργίου επανερχόταν στην υπηρεσία της.
Με επιστολή που απέστειλε το Ελληνικό Κομιτάτο στον Κρητικό αξιωματικό Καπετάν Μανώλη Κατσίγαρη ,του οποίου το αντάρτικο Σώμα δρούσε στην περιοχή απ’ τους Ευζώνους ως το Βαλάντοβο κι απ’ την Δοϊράνη ως την Στρώμνιτσα του ανέθεσε την ευθύνη της εγκαταστάσεως και της ασφάλειας της Χατζηγεωργίου κι ένα μικρό Ελληνικό σώμα ανταρτών την εγκατέστησε στο χωριό. Η επιστολή του Κομιτάτου γράφει:
«Καπετάν Μανώλη, Θα προσφέρης μεγάλην υπηρεσίαν εις τον αγώνα μας, αν προστατεύσης την διδασκάλισσαν Αικατερίνην Χατζηγεωργίου, η οποία υπηρετεί εις την Μπογδάντσα. Οι εχθροί μας την έχουν οριστικώς προγράψει, αν μείνει εκεί, και θα χάσωμεν πολυτιμωτάτην δια την Πατρίδα ύπαρξην. Συνώδευσέ την λοιπόν μέχρι της Γρίτσιστας με τα παληκάρια σου, όταν μεταβής εκεί. Εις την Αικατερίνην εγράψαμεν να σας ακολουθήση με πάσαν εμπιστοσύνην».
Ο Κατσίγαρης ακολούθησε πιστά την εντολή του Ελληνικού Κομιτάτου και συνόδευσε την Χατζηγεωργίου στην Γρίτσιστα, που σήμερα ονομάζεται Κράλιεβο Σέλο. Πριν απομακρυνθεί το σώμα αυτό, τριπλάσιοι σε αριθμό Βούλγαροι κομιτατζήδες επιτέθηκαν κατά των κατοίκων του χωριού, γιατί δέχθηκαν πάλι τη δασκάλα, αλλά αποκρούστηκαν.
Η δολοφονία της Δασκάλας
Μετά πέντε ημέρες, έχοντας την πληροφορία ότι στο χωριό υπήρχαν ελάχιστοι που θα μπορούσαν να το υπερασπιστούν, οι κομιτατζήδες με αρχηγό τον βοεβόδα Λεώνε επιτέθηκαν.
Το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου, λίγες ώρες μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, σε συμπλοκή της ομάδος του με Τούρκους στρατιώτες, στην Γρίτσιστα στο σπίτι του Άγγελου Σίσκου, όπου λειτουργούσε το σχολείο του χωριού και φιλοξενούνταν η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, γύρω από το τζάκι είναι καθισμένοι ο Σίσκος, ο Κώστας Σιωνίδης και ο Λεωνίδας Σιωνίδης, εξάδελφοι της Χατζηγεωργίου, καθώς κι ο Γρηγόρης Μηλόβας. Στο σπίτι βρίσκονται ακόμη, η Βασιλική, η γυναίκα του Σίσκου, και δύο εννιάχρονα κορίτσια, η Ζαχαρούλα, η κόρη του Σίσκου, κι η Ανδρομάχη, η κόρη του Σιωνίδη.
Πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, όταν ακούστηκαν δυο-τρία διακριτικά χτυπήματα στην μεγάλη δίφυλλη εξώπορτα κι όταν ο Σίσκος ρωτάει ποιός είναι, παίρνει την απάντηση: -«Έλληνας Καπετάνιος, μωρέ, είμαι.. Ο Καραμανώλης… θέλω την Κατερίνα.»
Η Χατζηγεωργίου, που γνώριζε την φωνή και την ομιλία του Κατσίγαρη, καθώς διατηρούσε ανάλλαγη την κρητική προφορά, ενώ η προφορά αυτού που μίλησε ήταν χοντρή, απάντησε στον άγνωστο: «Εγώ δεν έχω σχέση με κανέναν Καπετάνιο. Πήγαινε, άνθρωπέ μου, στο καλό κι άφησέ με ήσυχη να κοιτάζω την δουλειά μου.»
Λίγη ώρα αργότερα κι αφού απέτυχε η προσπάθεια των Βούλγαρων κομιτατζήδων να σπάσουν την πόρτα και να εισβάλλουν στο σπίτι, αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Από το παράθυρο του δωματίου της η Χατζηγεωργίου πυροβόλησε και σκότωσε τους δύο πρώτους κομιτατζήδες που πλησίασαν στο σπίτι, ενώ οι άλλοι δεκαοκτώ από το σώμα του βοεβόδα Λεώνε σκόρπισαν τρομαγμένοι στις γωνιές κι άρχισαν να πυροβολούν τα παράθυρα του σπιτιού.
Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών, την ώρα που η Χατζηγεωργίου γεμίζει το όπλο της για να πυροβολήσει, ένας Βούλγαρος κομιτατζής με αναμμένο πυρσό, σπάει ένα παράθυρο του ισογείου και τον ρίχνει μέσα. Το ξύλινο εσωτερικό του σπιτιού λαμπαδιάζει αμέσως, δημιουργώντας μια κόλαση φωτιάς, όμως η Κατερίνα όπως και οι άλλοι συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και ώσπου να τους κάψουν οι φλόγες, που έχουν φτάσει ως τη στέγη. Πατώματα, παράθυρα, οροφές, πόρτες και έπιπλα καίγονται, την ώρα που κοριτσίστικες τσιριξιές και φωνές που καλούν σε βοήθεια.
Σε λίγο ένας τριγμός ακούγεται κι η στέγη πέφτει με πάταγο πάνω στα ερείπια του σπιτιού, ενώ ο ουρανός γεμίζει σπιθοβολήματα, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Την ώρα που ο βοεβόδας Λεώνε πανηγυρίζει για το κατόρθωμα του, κάτω από τα ερείπια βρίσκονται καρβουνιασμένοι οι άνθρωποι του σπιτιού κι οι επισκέπτες τους. Μαζί με το νεκρό σώμα της Χατζηγεωργίου κάηκαν ο Άγγελος Σίσκος, η σύζυγός του Βασιλική, η θυγατέρα του Ζαχαρούλα, ο Γρηγόριος Μηλόβας, ο συγγενής του Σίσκου παντοπώλης Κωνσταντίνος Σιωνίδης και η θυγατέρα του Ανδρομάχη.
Για το τέλος της Χατζηγεωργίου γράφει η Πηνελόπη Δέλτα στο έργο της «Στα μυστικά του Βάλτου»: «…δυο ώρες, με το πιστόλι στο χέρι, αμύνουνταν μόνη! Τότε έβαλαν φωτιά οι Βούλγαροι, και πνιγμένη από τον καπνό, με δυο κοριτσάκια, πήδηξε η Χατζηγεωργίου από το παράθυρο. Τα θηρία την έπιασαν και την αποκεφάλισαν, καθώς και τα κοριτσάκια, και τις ξανάριξαν πάλι μες στις φλόγες. Μόνο από την καλτσοδέτα της αναγνώρισαν τη Χατζηγεωργίου…».
Η τιμωρία των κομιτατζήδων
Την άλλη μέρα του αποκεφαλισμού της Χατζηγεωργίου ένα Ελληνικό σώμα ανταρτών με τον οπλαρχηγό Μιχάλη Σιωνίδη από τη Μπογδάντσα, που ήταν εξάδελφος της Χατζηγεωργίου, πήγε κι έκαψε τη Μπραΐκορτσα και την Μπαλίντσα, δυο βουλγαροχώρια όπου κρύβονταν οι δολοφόνοι και τους έσφαξαν ως τον τελευταίο. Ο Καπετάν Μανώλης Κατσίγαρης, που έφτασε αργά στην Γρίτσιστα και δεν πρόλαβε την δολοφονία της ηρωικής διδασκάλισσας, ακολούθησε τους Βούλγαρους δολοφόνους και σκότωσε με τα χέρια του τον βοεβόδα Λεώνε στη θέση Κυπαρίσσια, όπου ήταν το κρησφύγετο του, ειδοποιημένος από τον Έλληνα αξιωματικό Σπυρίδωνα Σπυρομήλιο, που δρούσε στη Μακεδονία ως Γραμματέας στο Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης.
Το 1939 στο νεκροταφείο της Γευγελής, εκτός των προσωρινών Ελληνικών συνόρων, ο Γεώργιος Σιδηρόπουλος, διδάσκαλος στην Ειδομένη, βρήκε τον τάφο της Αικατερίνης Χατζηγεωργίου, η επιτύμβια στήλη του οποίου έγραφε: «Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».
Τον σταυρό αυτό μετέφερε ο Γεώργιος Σιδηρόπουλος με πομπή ιερέων και συνοδεία Φιλαρμονικής στην Ειδομένη και τον τοποθέτησε στο ηρώο στο προαύλιο του σχολείου.
Τη φρικτή δολοφονία και την θυσία της Αικατερίνης Χατζηγεωργίου, μια μέρα μετά την δολοφονία του Παύλου Μελά, καταγράφει ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης στο γλαφυρό του ποίημα:
«Παιδιά μου, γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα
κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό;
– Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι έχουμε μείνει μόνοι, χωρίς μανούλα πλειό.
Γιατί από μάνα πιο πολύ μας αγαπούσε εκείνη,
η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή.
Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα.
Μ’ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει
“Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα”.
Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί.
Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια
κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη.»