
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891.
Τον επόμενο χρόνο νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά – Ιωαννίδη (1898-1996). Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με έντονο τον εθνικό παλμό.
Εθνική Εταιρία και ο πόλεμος του 1897
Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία.
Η ντροπιαστική ήττα του 1897 τον πλήγωσε βαθιά. Πιστεύοντας όμως ότι η χώρα θα ξαναβρεί το δρόμο της, αντέδρασε μέσα στο κλίμα της απογοήτευσης που τότε κυριαρχούσε. Δημιουργεί στη Μακεδονία έναν μαχητικό εθνικό πυρήνα εναντίων των βουλγάρικων σχεδίων και γίνεται η ψυχή του κινήματος.
Ανησυχία για τη Μακεδονία
Τον απασχολούσε έντονα η δραματική κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχούσε η δράση των κομιτατζήδων, που επιδίωκαν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Οι κομιτατζήδες τρομοκρατούσαν το ντόπιο πληθυσμό, σκότωναν, βίαζαν, λεηλατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό. Τον επηρέασε έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ είχε πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετούσε από το 1902 ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι.
Μετά από αίτημα του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, ο Δραγούμης και ο Μελάς οργάνωσαν το Μάιο του 1903 με τη βοήθεια του Σφακιανού ανθυπολοχαγού Γεώργιου Τσόντου και τη χορηγία της Λουίζας Ριανκούρ την αποστολή στον Καραβαγγέλη ένδεκα Κρητικών μισθοφόρων, Οθωμανών υπηκόων, μεταξύ των οποίων και ο Ευθύμιος Καούδης.
Οι Κρητικοί αυτοί είτε συνόδευαν ένοπλοι το μητροπολίτη για να τελέσει με τη βία τη θεία λειτουργία σε εξαρχικά χωριά είτε επιτίθενταν σε ομάδες κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ και, με την έναρξη της εξέγερσης του Ίλιντεν, εξεγερμένων χωρικών, ώσπου τον Αύγουστο ο Καραβαγγέλης τους έστειλε πάλι στην Αθήνα, στο Μελά και το Στέφανο Δραγούμη, όπου φυγαδεύτηκαν με μεγάλη δυσκολία.
Το Φεβρουάριο του 1904 ήρθαν στην Αθήνα ο Κώττας, ο Φλωρινιώτης Λάκης Πύρζας και ο Παύλος Κύρου, σλαβόφωνος από το Ζέλοβο, για να παρουσιάσουν στην ελληνική κυβέρνηση την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία,[68] και οι δύο πρώτοι συνάντησαν το Μελά στο σπίτι των Δραγούμηδων.
Στις αρχές του 1904, η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση κοινής γνώμης έστρεψε το ενδιαφέρον της στη Μακεδονία και όρισε τον Αλέξανδρο Κοντούλη επικεφαλής μιας τετραμελούς ομάδας αξιωματικών που στάλθηκαν να ελέγξουν την κατάσταση στη δυτική Μακεδονία και τις δυνατότητες ένοπλης ελληνικής εμπλοκής στην περιοχή.
Ο Κοντούλης επέλεξε ως συνοδεία του τον Αναστάσιο Παπούλα, το Γεώργιο Κολοκοτρώνη και το Μελά, που ήταν φίλος του, παρά την αντίρρηση του υπουργού Εξωτερικών Άθω Ρωμανού, που θεωρούσε το Μελά ακατάλληλο «ὡς ἐνθουσιώδη».
1η αποστολή στη Μακεδονία
Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, μαζί με τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη και οδηγό τον Καούδη , συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη.
Όπως γράφει στο σημειωματάριό του, “Σήμερον επί τέλους εκπληρούται ο πόθος μου…”. Πριν αναχωρήσει, επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που λάτρευε τη Μακεδονία και θυμάται ότι πάνω στο φέρετρό του είχε ορκισθεί και να πεθάνει αν χρειαστεί, γι΄αυτήν. Επιστρέφει στη συνέχεια ήρεμος στο σπίτι του, περνά μερικές ώρες με τους δικούς του κι ενώ τους αποχαιρετά με τα λόγια “Ζήτω η Μακεδονία”, ξεκινά συγκινημένος για την επικίνδυνη αποστολή του.
Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών ακολούθησε χωριστές πορείες, και συναντήθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου στα ελληνοθωμανικά σύνορα, στο Βελεμίστι, με τον Κώττα, τον Πύρζα και τον Κύρου.
Φθάνοντας στον προορισμό του, μετά από ταξίδι μερικών ημερών, αρχίζει το έργο του. Ενημερώνεται, ζει σε άθλιες συνθήκες, συμπάσχει, παρηγορεί και εμψυχώνει τους τυραννισμένους Έλληνες από χωριό σε χωριό. Χαρακτηριστική είναι η συνάντηση του Παπα-Σταύρου Τσάμη από το Πισοδέρι όταν είδαν τα μάτια του τον Παύλο Μελά τον οποίο οι κληρικοί υποδέχονταν ως «Μεσσία της Μακεδονίας». Όταν ο Μελάς με τους συντρόφους του έφθασαν στο χωριό Καρυές (Όρνοβικ) και τους υποδέχθηκε ο Παπα-Στέφανος, είπε χαμηλόφωνα στον Μελά: «Σε ξέρω. Ο Παπα-Τσάμης μου είπε πως σαν έρθει αυτός, τότε θα γίνουν μεγάλα πράγματα… ο Θεός να σε βοηθήσει παιδί μου». Κι ο Παύλος Μελάς αναφέρει συγκλονισμένος σε μια επιστολή: «Ήταν τόση η χαρά του δια την ανακάλυψιν του σωτήρος της Μακεδονίας ώστε λυπόμουν να τον διαψεύσω».
Συνεχίζει απτόητος και ακούραστος την εκτέλεση της αποστολής του μέχρις ότου κρυπτογραφική επιστολή του ‘Ιωνα Δραγούμη τον πληροφορεί για την πρόθεση της Αθήνας, ότι :
” Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Οπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον νά επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον…”
Ο Παύλος αντιδρά βίαια, αρνείται να υπακούσει. Μάταια ένα ημερονύκτιο ο Κοντούλης προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μόνον όταν του θυμίζει ότι σαν Αξιωματικός έχει ορκισθεί υπακοή και του τονίζει ότι εξαιτίας του ίσως και να αποτύχει ολόκληρη η αποστολή τους, πείθεται με βαριά καρδιά, να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στις 29 Μαρτίου 1904, Δευτέρα του Πάσχα, ο Παύλος ξαναβρίσκεται επιτέλους με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Μελάς και Κώττας
Σε αυτό το πρώτο ταξίδι ο Μελάς συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον καπετάν Κώττα αναγνωρίζοντας τον ηγετικό του ρόλο στον αγώνα.
Η σύλληψη του Κώττα τον Ιούνιο του 1904 από τους Τούρκους και η κατάδοση του από τον Παύλο Κύρου υπό την καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη ήταν μεγάλο πλήγμα για την ελληνική πλευρά.
2η αποστολή στη Μακεδονία
Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Μαζί με τον Πύρζα, έφτασε στην Κοζάνη, πόλη σχεδόν ολοκληρωτικά ελληνική, στις 19 Ιουλίου ως ζωέμπορος, με το ψευδώνυμο «Παύλος Δέδες»
Εκεί, ο Μελάς διαπίστωσε ότι η προετοιμασία δεν είχε προοδεύσει όπως τον είχαν πληροφορήσει, αλλά συναντήθηκε στο επισκοπικό μέγαρο της πόλης με την εξαμελή επιτροπή της Άμυνας, με την οποία συνομολόγησε την ανάγκη δημιουργίας επτά σωμάτων των δεκαπέντε ανδρών το καθένα, που θα δρούσαν στην περιοχή Καστοριάς και Βοδενών, υπό τους κλέφτες Καραλίβανο και Βισβίκη και το ύψος του μηνιαίου μισθού που θα δινόταν στους άνδρες.
Ενώ ο Πύρζας έλεγχε τις απαιτήσεις ανάληψης δράσης στο Βογατσικό, το Μπλάτσι και την Καστοριά, ο Μελάς έστειλε μια αναφορά στο Στέφανο Δραγούμη ζητώντας την αποστολή χρημάτων στην Κοζάνη και επισκέφθηκε τη Σιάτιστα, όπου ενθουσιάστηκε από την τοπική επιτροπή που συνάντησε. Αν και σχεδίαζε να επισκεφθεί τη Βέροια, τη Νάουσα και τα Βοδενά (Έδεσσα), καθώς εξέλιπαν οι μέρες της άδειάς του, επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου.
Γράφει στη σύζυγό του Ναταλία:
“… Δεν έχεις ιδέαν πόσον πατριωτισμόν έχουν αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζει κανείς τους κινδύνους, τους οποίους καθ΄εκάστην διατρέχουν, δια να εννοήση και το θάρρος και τον πατριωτισμόν των…”.
Ενώ ήταν στην Κοζάνη, ο Μελάς συνειδητοποίησε την ανάγκη αποστολής ενόπλων στη Μακεδονία και αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος αντάρτικη δράση, ακολουθώντας το παράδειγμα δύο συμμαθητών του από τη Σχολή Ευελπίδων, των ανθυπολοχαγών Τσόντου και Κατεχάκη, για τους οποίους πληροφορήθηκε ότι είχαν οριστεί επικεφαλής ένοπλων ομάδων από το Μακεδονικό Κομιτάτο. Η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε το Μάιο του 1904 από πρώην μέλη της Εθνικής Εταιρείας υπό την προεδρία του Δημήτριου Καλαποθάκη, με χρηματοδότηση από την κυβέρνηση και σκοπό την προπαρασκευή ένοπλων σωμάτων.
Τις ίδιες μέρες με την αποστολή του Μελά, μια αποστολή του Κομιτάτου κατέληξε στην ανάγκη συντονισμένης ελληνικής δράσης για την αποφυγή αντιποίνων. Αν και ο ίδιος ο Μελάς, όπως και ο Στέφανος Δραγούμης, δεν έγιναν μέλη του Κομιτάτου, συνεργάστηκαν ωστόσο, με τα μέλη του χρησιμοποιώντας το δικό τους δίκτυο.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «…Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «…Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου…».
3η αποστολή στη Μακεδονία
Την 18η Αυγούστου 1904 αποχαιρετά τη γυναίκα του για τρίτη και τελευταία, όπως της υπόσχεται, και με τις γνωστές ήδη δυσκολίες φθάνει στη Μακεδονία στις 27 του ίδιου μήνα με 27 άνδρες έχοντας το επιχειρησιακό όνομα ‘’Μίκης Ζέζας’’.
Πεζοπορώντας για πολλές ώρες, πολλές ημέρες και με πολλές προφυλάξεις για να μη συναντηθούν με τουρκικά αποσπάσματα, προχωρούν μέσα στο μακεδονικό έδαφος με τελικό προορισμό την Καστοριά. Προβλήματα διαρκώς ορθώνονται μπροστά τους, όπως φαίνεται από τα γράμματά του :
“…Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενω κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει…. Οι άνδρες μου ειναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας… Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δέν έχομεν, το έδαφος δεν το γνωρίζομεν!
Θα φθάσωμεν ποτέ εκει ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό και έτσι θα ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τους εκεί αδελφούς; Θεέ μου, Θεέ μου! Και ενώ ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθω να ενθουσιάζω και να ενθαρρύνω τους άνδρας μου… Βρέχει δυνατά και ακατάπαυστα… από χθές το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβαίνας, την οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί.
Πεινώμεν φοβερά …. Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκκαλα, οι πλειστοι έχουν πυρετόν …. Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ΄ολίγον την βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον την πορείαν μας… Η απότομος και ολισθηρά κλίσις του βουνού, τα πυκνότατα και δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποία είναι κάθυγρα από την βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημείς, τα όπλα μας, οι κάπες μας βαρειές από την βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς…”.
Σε αυτή την αποστολή ασχολήθηκε κυρίως με την οργάνωση ενός μηχανισμού υποστήριξής του σε έξι χωριά της περιοχής. Σκότωσε τον εξαρχικό ιερέα και δάσκαλο του χωριού Πρεκοπάνα (σημ. Περικοπή), έκλεισε το ρουμανικό σχολείο της Μπελκαμένης (σημ. Δροσοπηγή) και ανάγκασε τους εξαρχικούς κατοίκους του Σρέμπρενο (σημ. Ασπρόγεια) “να υπάγωσι και προσκυνήσωσι τον μητοπολίτην μας”. Τα περισσότερα σχέδιά του ματαιώθηκαν, ωστόσο, λόγω της απροθυμίας των ντόπιων να τον βοηθήσουν.
Στις 12 Οκτωβρίου 1904, η ομάδα του επιτέθηκε στο σλαβόφωνο χωριό Νέρετ (σημ. Πολυπόταμος), όπου συσκεπτόταν η περιφερειακή ηγεσία των κομιτατζήδων. Αποκρούστηκε όμως από την τοπική πολιτοφυλακή κι απομακρύνθηκε εσπευσμένα, όταν στον ορίζοντα εμφανίστηκε στρατός.
Μετά από πολύωρη πορεία, οι μακεδονομάχοι κατέληξαν στη Στάτιτσα, σλαβόφωνο χωριό 600 κατοίκων που “διετέλει υπό κομιτατζηδική οργάνωση”. Εκεί συνάντησαν έναν άνθρωπό τους, τον Ντίνα Στεργίου, που τους μοίρασε σε πέντε διαφορετικά σπίτια.
Χωρίς να το ξέρουν, όμως, στο ίδιο χωριό βρισκόταν κι ο Βούλγαρος Μήτρος Βλάχος. Πριν φύγει, φρόντισε να ενημερώσει μέσω τρίτων την τουρκική φρουρά του γειτονικού χωριού Κόνομπλατ (σημ. Μακροχώρι) ότι στη Στάτιτσα βρίσκεται ο ίδιος. Το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου, στρατιωτικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό αναζητώντας τον επικηρυγμένο κομιτατζή.
Το τέλος του παλικαριού
Οι περισσότεροι μακεδονομάχοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ένα κατάλυμά τους όμως, όπου βρίσκονταν ο κρητικός Γιώργος Βολάνης με 6 συντρόφους του, πολιορκήθηκε. Μετά από σύντομη μάχη, οι ένοικοί του παραδόθηκαν. Τον Αύγουστο του 1905 θα καταδικαστούν για “σύσταση συμμορίας”, σε πενταετή φυλάκιση.
Ο Μελάς βρισκόταν στο απέναντι σπίτι, μαζί με τον φλωρινιώτη συνεργάτη του Λάκη Πύρζα, τον Ντίνα κι άλλους δύο. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 34 ετών.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για το τι έγινε εκείνη η μοιραία νύχτα. Άλλη εκδοχή έδωσαν οι εφημερίδες των Αθηνών, άλλη το προξενείο, η οικογένεια, διαφορετικές οι παριστάμενοι μάρτυρες.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη που είναι η εκδοχή του Πύρζα και αναπαρήχθη από τη Ναταλία Μελά, την αυτοβιογραφία του Πύρζα, τον Ίωνα Δραγούμη στο ‘’Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα’’ και τον Ι.Κ. Μαζαράκης στην ημιεπίσημη “Ιστορία του Ελληνικού Εθνους” (1977) οι στρατιώτες άρχισαν να πολιορκούν το απέναντι σπίτι, όπου βρισκόταν η ομάδα Βολάνη, και για κάλυψη θέλησαν να μπουν στο κατάλυμα του Μελά. Αυτός τους πυροβόλησε κι η μάχη γενικεύτηκε. Ύστερα κατέβηκε με τους άντρες του στο ισόγειο. Ένας στρατιώτης πλησίασε, τον σκότωσαν και, όταν νύχτωσε, βγήκαν έξω να του πάρουν το όπλο. Τότε “ακούστηκε ένας πυροβολισμός μόνον” κι ο Μελάς γύρισε πίσω τραυματισμένος στην κοιλιά, για να πεθάνει μέσα στο σπίτι.
“Η μάχη συνεχίστηκε κάπου μισή ώρα”, καταλήγει ο Πύρζας. “Πήραμε τον αρχηγό και τον αφήσαμε σ’ ένα κοντινό σπίτι. Αμέσως μετά επήγα με το σώμα εις το Ζέλοβον”. Φοβούμενος “την διαπόμπευσιν του σώματος του Μελά εκ μέρους των Βουλγάρων”, στέλνει πίσω τον Ντίνα “όπως πάση θυσία αποκρύψει τον νεκρόν”. Αυτός ξεθάβει το πτώμα, μαθαίνοντας όμως ότι έρχεται στρατός, του κόβει το κεφάλι (για να μην είναι αναγνωρίσιμο) και το μεταφέρει στο Ζέλοβο.
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα
Λίγη σημασία έχει τι πραγματικά συνέβη. αυτό που αποδείχθηκε ιστορικά καθοριστικό δεν ήταν οι πραγματικές συνθήκες του θανάτου του Μελά, όσο η συμβολική δύναμή του.
Το γεγονός ότι στη Μακεδονία χάθηκε ο γόνος δύο γνωστών μεγαλοαστικών οικογενειών της Αθήνας, ήταν αρκετό για να συγκλονίσει την κοινωνία του 1904, να άρει τους ενδοιασμούς των ιθυνόντων και ν’ απελευθερώσει τα κονδύλια που προορίζονταν για το Μακεδονικό Αγώνα.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
O θάνατος του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου.
Θάνατος του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου…
Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονει και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.
Ίων Δραγούμης
Σε κλαίει ο λαός
Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες,
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες
πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη
φέρνεις σαν πιο κοντά.
Κωστής Παλαμάς