Μη Χάσετε

Σαν σήμερα 10 Οκτωβρίου 1935 το πραξικόπημα Κονδύλη και η παλινόρθωση της μοναρχίας

Με τη σύμπραξη των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, ο υπουργός Στρατιωτικών Γεώργιος Κονδύλης ανατρέπει την κυβέρνηση Τσαλδάρη, στις 10 Οκτωβρίου 1935 και καταργεί το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Το ιστορικό πλαίσιο

Στις αρχές του 1935 την Ελλάδα κυβερνούσαν η αντιβενιζελική παράταξη με επικεφαλής το Λαϊκό Κόμμα και με πρωθυπουργό τον μετριοπαθή Κορίνθιο πολιτικό Παναγή Τσαλδάρη.

Η κυβέρνηση Τσαλδάρη που βρίσκεται στην εξουσία από το Μάρτιο του 1933 έχει ήδη αντιμετωπίσει το πραξικόπημα του Πλαστήρα, της 6ης Μαρτίου 1933 που εκδηλώθηκε την επομένη των εκλογών. Η Ελλάδα βρισκόταν σε μια περίοδο ακραίας πόλωσης και φανατισμού, που τροφοδοτήθηκε και από τις δυο πλευρές. Τόσο τους Βενιζελικούς όσο τους Βασιλικούς.

Χωρίς λαϊκή υποστήριξη, χωρίς την ενεργό πολιτική κάλυψη της βενιζελικής ηγεσίας και χωρίς σημαντικά ερείσματα ακόμη και εντός του στρατού το κίνημα του Πλαστήρα απέτυχε και ο ίδιος στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, το 1935, πολύ περισσότεροι αξιωματικοί ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν ένα κίνημα στρατιωτικής ανατροπής του αντιβενιζελισμού. Ακολουθούν γεγονότα ακραίας πόλωσης μεταξύ των δύο παρατάξεων. Ενδεικτικά:

Στις 7 Μαρτίου 1933 κατατίθεται μήνυση κατά των Βενιζέλου, Μαρή και Κατεχάκη για ηθική αυτουργία στο κίνημα Πλαστήρα.

Στις 11 Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς, αρχηγός του κόμματος των Ελευθεροφρόνων, προτείνει στη Βουλή την παραπομπή του Βενιζέλου ως συνεργού σε εγκλήματα εσχάτης προδοσίας.

Ακολουθεί στις 6 Ιουνίου 1933 δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου και της γυναίκας του στη λεωφόρο Κηφισίας. Η απόπειρα είχε οργανωθεί από τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, τον οποίο είχε διορίσει προσωπικά ο Τσαλδάρης.

Στη συνέχεια η δικαστική διαλεύκανση της υπόθεσης διαρκώς θα αναβάλλεται, αποτελώντας μόνιμη αιτία αύξησης της πολιτικής έντασης. Ως μια κίνηση συνδιαλλαγής, στις 20 Νοεμβρίου 1933, εκδίδεται διάταγμα αμνήστευσης των πολιτικών που συμμετείχαν στο κίνημα Πλαστήρα.

Το κίνημα του 1935 αρχίζει να κυοφορείται ήδη από το 1933 υπό την επήρεια του γενικού κλίματος πολιτικής πόλωσης, αλλά και, ειδικότερα, με το ξεκίνημα των εκκαθαρίσεων της νέας κυβέρνησης στον στρατό και στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού, απ’ όπου απομακρύνονται τα βενιζελικά και ευρύτερα δημοκρατικά στοιχεία και αντικαθίστανται συχνά από μοναρχικούς αξιωματικούς και κρατικούς λειτουργούς.

Ως απάντηση ιδρύονται μυστικά μαζικές οργανώσεις Δημοκρατικής Αμυνας (στελεχωμένες από απόστρατους ή απότακτους δημοκρατικούς αξιωματικούς), καθώς και ο Δημοκρατικός Φρουρός Βορείου Ελλάδος στις 12 Αυγούστου 1933, τα οποία επρόκειτο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο κίνημα του 1935 μυώντας σταδιακά στη συνωμοτική τους δράση όλο και περισσότερους αξιωματικούς.

Το πραξικόπημα του Μαρτίου 1935

Ο Βενιζέλος ξεκίνησε την προετοιμασία του κινήματος ήδη από τα μέσα τουλάχιστον του 1934, καθοδηγώντας και συντονίζοντας προς αυτό τον σκοπό ένα δίκτυο στρατιωτικών της εμπιστοσύνης του. Αυτός, άλλωστε, ήταν και «ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα διάφορα ανομοιογενή στοιχεία του κινήματος».

Η τελική του απόφαση πάρθηκε μετά τη νέα αναβολή της δίκης για την εναντίον του απόπειρα, τον Δεκέμβριο του 1934, και με άμεσο τακτικό στόχο τη ματαίωση των επικείμενων εκλογών για τη Γερουσία, που απειλούσαν ν’ ανατρέψουν πλήρως τον κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων. Στρατιωτικός αρχηγός του κινήματος ορίστηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος όμως βρισκόταν ακόμη στο εξωτερικό.

Ωστόσο το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 είχε από την αρχή πολύ κακή οργάνωση. Ο συνωμοτικός μηχανισμός του αποδείχτηκε διάτρητος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 26 Φεβρουάριου ο «Ριζοσπάστης» είχε δημοσιεύσει επιστολή ενός αριστερού αξιωματικού που αποκάλυπτε λεπτομερώς τα σχέδια προετοιμασίας του κινήματος.

Παρ’ όλα αυτά το κίνημα ξεκίνησε χωρίς καμία αλλαγή σχεδίων αν και ούτε η κυβέρνηση έκανε κάτι για να το αποτρέψει, αλλά ο Πλαστήρας ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα καθώς δεν υπήρχε κάποιο καλά μελετημένο σχέδιο για τη μετακίνησή του.

Πάντως το απόγευμα της 1ης Μαρτίου ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης είχε ήδη καταλάβει το πρότυπο τάγμα ευζώνων στου Μακρυγιάννη, όπως και ο λοχαγός Τσιγάντες τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο υποναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας έθεσε τον στόλο που βρισκόταν στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας στο πλευρό του κινήματος.

Όμως το σχέδιο δεν προέβλεπε επιχείρηση για άμεση κατάληψη της πρωτεύουσας, κάτι που θα ήταν βέβαια ιδιαίτερα δύσκολο. Το βασικό στήριγμα θα ήταν οι στρατιωτικές δυνάμεις στη βόρεια Ελλάδα, με στόχο τη δημιουργία προσωρινής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη όπως εκείνη της Εθνικής Αμύνης κατά τον διχασμό του 1916. Οι μονάδες των κινηματιών σε Μακεδονία και Θράκη με βασική δύναμη το Δ’ Σώμα Στρατού υπό το στρατηγό Δ. Κομμένο κινήθηκαν με παντελή έλλειψη συντονισμού, παλινωδίες και αναποφασιστικότητα.

Αντί να βαδίσουν προς τη Θεσσαλονίκη περιορίστηκαν στον έλεγχο κάποιων πόλεων, όπως η Δράμα, οι Σέρρες και η Καβάλα. Επιπλέον, ο στόλος αντί να πλεύσει προς τη Θεσσαλονίκη κατέληξε στην Κρήτη. Παρά την προσχώρηση στο κίνημα της Χίου, της Λέσβου και της Σάμου, μέσα σε λίγες μέρες η πλάστιγγα φαινόταν να γέρνει καθαρά υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων.

Το κίνημα ουσιαστικά κατέρρευσε και η καταστολή του υπήρξε σχετικά εύκολη. Στις 12 Μαρτίου ο Γεώργιος Κονδύλης επέστρεψε θριαμβευτής από τη Μακεδονία στην Αθήνα.

Η ήττα ήταν η αναμενόμενη κατάληξη για ένα κίνημα τόσο ανεπαρκώς σχεδιασμένο και τόσο άσχημα εκτελεσμένο. Ωστόσο η αποτυχία του έχει και βαθύτερα αίτια: δεν πλαισιώθηκε από κάποια μαζική λαϊκή υποστήριξη. Αν και υπήρξαν δημοκρατικοί πολίτες που έσπευσαν να καταταγούν ως εθελοντές στις μονάδες των κινηματιών (στις Σέρρες κατατάχθηκαν περίπου 2.500), η στάση των λαϊκών στρωμάτων μάλλον επιβεβαίωσε την κρίση αντιπροσώπευσης ανάμεσα στον δημοκρατικό κόσμο και τους βενιζελικούς πολιτικούς εκφραστές της αβασίλευτης δημοκρατίας. Άλλωστε και το ίδιο το κίνημα οργανώθηκε κατά τρόπο συνωμοτικό και πραξικοπηματικό και χωρίς κάποιον σχεδίασμά λαϊκής κινητοποίησης.

Ούτε καν το Κόμμα των Φιλελευθέρων δεν έπαιξε κάποιον ρόλο πολιτικής οργανωτικής δύναμης. Πολλά στελέχη και βουλευτές του είτε είχαν άγνοια του κινήματος είτε αρνήθηκαν να πάρουν μέρος. Η έλλειψη συνοχής της ευρύτερης βενιζελικής παράταξης φάνηκε και από την απροθυμία ή την άρνηση στήριξης του κινήματος που έδειξαν συνεργαζόμενοι πολιτικοί στο πλαίσιο του Εθνικού Συνασπισμού, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ο οποίος διαφώνησε ή ο Γεώργιος Παπανδρέου που δεν πήρε καμία θέση στη διάρκεια του κινήματος.

Οι συνέπειες του αποτυχημένου πραξικοπήματος

Για την αντιβενιζελική παράταξη το αποτυχημένο πραξικόπημα του Μαρτίου του 1935 υπήρξε «θείον δώρον» όχι όμως μόνο για την κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη αλλά υπέρ των αδιάλλακτων όπως του Κονδύλη, του Μεταξά και άλλων.

Η εξέλιξη αυτή φαίνεται και μέσα από την πορεία των δικών που στήθηκαν αμέσως μετά την κατάπνιξη του κινήματος. Η πρώτη απόφαση του στρατοδικείου δεν επέβαλε καμιά θανατική ποινή, παρά μόνο φυλακίσεις ικανοποιώντας τον πιο διαλλακτικό Τσαλδάρη. Στη συνέχεια ο υπουργός Οικονομικών Γ. Πεσμαζόγλου, ο οποίος είχε ταχθεί κατά των εκτελέσεων, εξαναγκάζεται σε παραίτηση.

Στις 2 Απριλίου οι αξιωματικοί Σαράφης, Τσιγάντες κ.α που είχαν καταδικαστεί μόνο σε διάφορες ποινές φυλάκισης καθαιρούνται δημόσια και εξευτελίζονται.

Στις 5 Απριλίου εκτελείται στη Θεσσαλονίκη ο επίλαρχος Στυλιανός Βολάνης από τους κινηματίες των Σερρών. Επεσε φωνάζοντας μπροστά στο απόσπασμα: «Ζήτω η δημοκρατία!».

Ακολουθεί στις 18 Απριλίου η δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας που θα ολοκληρωθεί με τις καταδίκες σε θάνατο των στρατηγών Παπούλα και Κοιμήση, θεωρουμένων και εκ των υπευθύνων για την εκτέλεση των έξι το 1922. Εκτελέστηκαν στις 24 Απριλίου, ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης.

Εν τω μεταξύ η κυβέρνηση έχει διαλύσει τη Βουλή, καταργήσει τη Γερουσία και προκηρύξει εκλογές, έχοντας αποφασίσει προηγουμένως την αναστολή της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων.

Στη δίκη των πολιτικών υπαιτίων του πραξικοπήματος το δικαστήριο καταδίκασε ερήμην σε θάνατο τους Βενιζέλο, Πλαστήρα, I. Κούνδουρο και Εμ. Τζανακάκη (όλοι βρίσκονταν στο εξωτερικό). Στους παρόντες πολιτικούς (Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Σοφούλης, Μυλωνάς, Γονατάς κ.ά.) δεν επέβαλε καμιά θανατική ποινή, παρά μόνο διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ κάποιοι απαλλάχθηκαν των κατηγοριών.

Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου του 1935 το Κόμμα των Φιλελευθέρων αρνήθηκε να πάρει μέρος και ζήτησε από τους οπαδούς του να απόσχουν. Σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας και με εκτεταμένη νοθεία τα αντιβενιζελικά κόμματα κατέλαβαν σχεδόν όλες τις βουλευτικές έδρες. Ήταν το τέλος της Βενιζελικής παράταξης.

Ο Κονδύλης έθεσε ζήτημα παλινόρθωσης της μοναρχίας. Ο Τσαλδάρης κάτω από την πίεση ισχυρών φιλομοναρχικών δυνάμεων στον στρατό καθώς και εντός του Λαϊκού Κόμματος δέχεται τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό παίρνοντας θέση υπέρ της επιστροφή του Γεωργίου. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό.

Το πραξικόπημα της 10ης Οκτωβρίου

Στις10 Οκτωβρίου του 1935, γύρω στις 11 π.μ., ο Έλληνας πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης κατέβαινε τη λεωφόρο Κηφισίας με κατεύθυνση από το σπίτι του προς το πολιτικό του γραφείο. Ξαφνικά ένα δεύτερο αυτοκίνητο διασταυρώθηκε με το πρωθυπουργικό και του έκοψε το δρόμο κορνάροντας. Αμέσως κατέβηκαν τρεις ανώτατοι αξιωματικοί με στολή και κατευθύνθηκαν προς τον πρωθυπουργό. Ηταν ο διοικητής του Α` Σώματος Στρατού υποστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο αρχηγός του Ναυτικού υποναύαρχος Δημήτριος. Οικονόμου και ο διοικητής της Αεροπορίας υποστράτηγος Γεώργιος Ρέππας.

Οι τρεις αξιωματικοί ζήτησαν από τον Τσαλδάρη να γυρίσει στην κατοικία του γιατί είχαν κάτι σπουδαίο και απόρρητο να του ανακοινώσουν. Αυτός υπάκουσε και σε λίγα λεπτά, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, άκουγε και τους τρεις να του ανακοινώνουν ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας απαιτούσαν την άμεση πολιτειακή μεταβολή. Του ζήτησαν μάλιστα να ανακοινώσει ο ίδιος, το βράδυ, στη Βουλή την κατάργηση της Δημοκρατίας και την επαναφορά της μοναρχίας.

Ο πρωθυπουργός απάντησε πως η κυβέρνησή του δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ένα τέτοιο βήμα, διότι ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει την υπόσχεσή της για διενέργεια δημοψηφίσματος. Οι στρατιωτικοί επέμειναν και εν τέλη ο Τσαλδάρης υποσχέθηκε στους κινηματίες στρατιωτικούς ότι την τελική του απάντηση θα την έδινε ύστερα από συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο.

Επικοινώνησε με τον υπουργό των στρατιωτικών και αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Κονδύλη και τον ενημέρωσε για όσα είχαν συμβεί. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν άργησε να συγκληθεί αλλά η σύγκλησή του αυτή είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της κυβέρνησης.

Το βράδυ, η Ε` Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε υπό καθεστώς στρατοκρατίας για να δώσει την τυπική της έγκριση σε μια νέα κυβέρνηση της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κονδύλης. Ο Τσαλδάρης αν και διέθετε όλη την κοινοβουλευτική δύναμη που χρειαζόταν ώστε η κυβέρνηση του Κονδύλη να καταψηφιστεί, έπραξε ό,τι χρειαζόταν για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο.

Πήρε τους 165 πιστούς βουλευτές του και αποχώρησε, αφήνοντας πίσω του ένα κοινοβουλευτικό σώμα από 82 μοναρχικούς βουλευτές που στήριξαν το πραξικόπημα και τους πραξικοπηματίες.
Η μόνη πράξη «αντίστασης» των υπουργών ήταν να βγάλουν μια ανακοίνωση, η οποία ανέφερε πως η κυβέρνηση καταλύθηκε με τη βία. Αλλά κι αυτό μάταιος κόπος ήταν. Οι πραξικοπηματίες διόρθωσαν το κείμενο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως η κυβέρνηση παραιτήθηκε.

Το πρώτο που έπραξε η Βουλή των πραξικοπηματιών ήταν να εγκρίνει ψήφισμα στο οποίο αναφερόταν:

«Η Ε` Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων (συνεδρίασις Θ’ της 10ης Οκτωβρίου 1935), έχουσα υπ’ όψιν τας προγραμματικάς δηλώσεις της Κυβερνήσεως και εγκρίνουσα αυτάς, ψηφίζει:

1. Την κατάργησην του πολιτεύματος της αβασιλεύτου Δημοκρατίας.

2. Την διενέργειαν του δημοψηφίσματος (σ.σ. για το πολιτειακό ζήτημα) κατά την ορισθείσαν ημέραν 3 Νοεμβρίου του 1935.

3. Εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου (σ.σ. τον Κονδύλη δηλαδή) όπως ασκή την βασιλικήν εξουσίαν μέχρι του δημοψηφίσματος.

4. Επαναφέρει προσωρινώς εν ισχύι το Σύνταγμα του 1911 μέχρι της επιψηφίσεως του νέου Συντάγματος».

Δημοψήφισμα περίγελος

Το νόθο δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1935 υπό συνθήκες λογοκρισίας του Τύπου, καθημερινών συλλήψεων και πλήρους κατάργησης των πολιτικών ελευθεριών.

Σύμφωνα με τα αρχικά αποτελέσματα υπέρ της μοναρχίας ψήφισε το 105% του εκλογικού σώματος. Ύστερα από αρκετές αλχημείες τα επίσημα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν έδιναν στη βασιλεία 97,8% και τη δημοκρατία 2,12%.

Ο αριθμός των ψηφισάντων αυξήθηκε κατά 400.000 σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές κι αυτό παρά την αποχή των δημοκρατικών κομμάτων.

Τα μικρότερα δημοκρατικά κόμματα (των Παπαναστασίου, Σοφιανόπουλου, Γ. Παπανδρέου κ.ά.) αρνούνται να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα. Όμως στις 16 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος από το Παρίσι θα δηλώσει ότι το Κόμμα των Φιλελευθέρων είναι πρόθυμο να αναγνωρίσει την παλινόρθωση «υπό όρους».

Η προσέγγιση Βενιζέλου – βασιλιά θα συνεχιστεί και ο Γεώργιος Β’ μετά την άφιξή του στην Ελλάδα θα χορηγήσει αμνηστία στους πολιτικούς που είχαν καταδικαστεί για το κίνημα του Μαρτίου.

Γιατί έγινε το πραξικόπημα

Ένα σημαντικό τμήμα της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας ήθελε να επιβάλει την παλινόρθωση της μοναρχίας και το ίδιο ακριβώς επιθυμούσε και ο ξένος παράγοντας, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία. Η ελληνική αστική τάξη είχε ανάγκη από το σιδερένιο χέρι μιας εξουσίας που δε θα έδινε λογαριασμό σε κανέναν, δεδομένου ότι και η ίδια δεν ήταν ενωμένη, δύσκολα τιθάσευε τις συγκρούσεις και αντιθέσεις των διαφόρων τμημάτων που την αποτελούσαν, ενώ ταυτόχρονα όλο και πιο απειλητικός εμφανιζόταν στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας. Οι απεργίες του 1935 αποτέλεσαν ένα πολύ σημαντικό απειλητικό για το καθεστώς πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο.

Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα παραμένει: Γιατί χρειαζόταν η δικτατορία του Κονδύλη για την παλινόρθωση της μοναρχίας, αφού την επιστροφή της επιθυμούσε και η κυβέρνηση Τσαλδάρη;

Την απάντηση τη δίνει ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Γουότερλο, ο οποίος σε μια έκθεσή του προς τους ανωτέρους του, που συνέταξε και απέστειλε στις 11/10/1935, παραδέχεται ότι «ένα τίμια διενεργημένο δημοψήφισμα, δε θα έδινε στους μοναρχικούς, παρά το ότι ο Τσαλδάρης είχε κηρυχτεί υπέρ της μοναρχίας, πάνω από το 40% των ψήφων». Πρόσθετε μάλιστα ότι «οι λαϊκές αντιδράσεις θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν ακόμη και την πιο δραστική νοθεία»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button