Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται στην τρίτη του χρονιά και η γεωπολιτική ένταση ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία παραμένει οξυμένη, νέα στοιχεία αναδεικνύονται στην καρδιά της δυτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των εξ Ανατολών προκλήσεων.
Στο προσκήνιο έρχονται τώρα χώρες που μέχρι πρότινος σπάνια συνδέονταν με σκληρή στρατιωτική ισχύ: η Ολλανδία και το Βέλγιο. Μακριά από τα μέτωπα, δίχως εντυπωσιακές αμυντικές δαπάνες ή φιλόδοξες στρατιωτικές δηλώσεις, τα δύο κράτη της Δυτικής Ευρώπης εξελίσσονται ταχύτατα σε κρίσιμους κόμβους του ΝΑΤΟ και της αμερικανικής πολιτικής περιορισμού της Ρωσίας.
Στα μέσα του καλοκαιριού, μια φαινομενικά τεχνική δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου του λιμανιού του Ρότερνταμ στη Financial Times πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τη διεθνή κοινή γνώμη: το λιμάνι θα είναι διαθέσιμο για τη φιλοξενία στρατιωτικών πλοίων και μεταγωγών κατόπιν αιτήματος του ΝΑΤΟ.
Ο ίδιος διευκρίνισε ότι ένα ή περισσότερα πλοία θα δένουν εκεί για εβδομάδες, τέσσερις ή πέντε φορές ετησίως. Αντίστοιχη υποδομή και συντονισμός αναπτύσσεται και στο λιμάνι της Αμβέρσας, το οποίο, μαζί με το Ρότερνταμ, αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια της Ευρώπης.
Πίσω από αυτή τη φαινομενικά τεχνική συνεργασία κρύβεται ένα μεγάλο γεωπολιτικό σχέδιο: η δημιουργία μιας ισχυρής ναυτικής γραμμής εφοδιασμού προς την Ανατολική Ευρώπη σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Ρωσία. Αυτά τα λιμάνια μετατρέπονται σταδιακά σε κόμβους υποδοχής και διανομής αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού και δυνάμεων – μια εξέλιξη που αλλάζει τα δεδομένα για την στρατηγική στήριξη του ΝΑΤΟ στο ανατολικό του μέτωπο.
Η Ολλανδία δεν περιορίζεται στα λιμάνια. Από τις αρχές του 2024, έχει ενταχθεί ως ιδρυτικό μέλος του «στρατιωτικού Σένγκεν», ενός μηχανισμού διευκόλυνσης της στρατιωτικής κινητικότητας στην Ευρώπη, μαζί με τη Γερμανία και την Πολωνία.
Ο στόχος είναι απλός: σε περίπτωση κρίσης ή επίθεσης, οι αμερικανικές δυνάμεις και τα συμμαχικά στρατεύματα να μπορούν να κινηθούν ταχέως και χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια από τα λιμάνια προς τα ανατολικά σύνορα του ΝΑΤΟ — Πολωνία, Βαλτικές Χώρες, Φινλανδία.
Πρόκειται για ένα κρίσιμο εργαλείο στρατηγικής αποτροπής, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων εξοπλισμού και στρατευμάτων σε μερικές ημέρες αντί για εβδομάδες. Εάν το στρατιωτικό Σένγκεν λειτουργήσει όπως σχεδιάζεται, τότε η Ολλανδία και το Βέλγιο αποκτούν αθέατη αλλά καθοριστική σημασία στον νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Ο ρόλος των ΗΠΑ και η νέα «συμμαχία προθύμων»
Η πραγματικότητα είναι ότι, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες των ευρωπαϊκών κρατών, καμία χώρα της Ευρώπης δεν διαθέτει τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ. Η Γαλλία, η Βρετανία, η Γερμανία και η Πολωνία έχουν αυξήσει τη στρατιωτική τους ετοιμότητα, αλλά εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις ΗΠΑ για τεχνολογική υπεροχή, πληροφορίες, ναυτική υποστήριξη και αεροπορική κάλυψη.
Συνεπώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον πυρήνα της στρατηγικής αποτροπής έναντι της Ρωσίας και οι κινήσεις ενίσχυσης των υποδομών στη Δυτική Ευρώπη εντάσσονται σε μια ευρύτερη πολιτική: τη δημιουργία μιας «συμμαχίας προθύμων» εντός του ΝΑΤΟ. Μιας συμμαχίας υπό αμερικανική ηγεσία, με έμφαση στον στρατηγικό συντονισμό και στη λογιστική υποστήριξη του πολέμου.
Η Πολωνία, οι Βαλτικές Χώρες και η Φινλανδία αναμένεται να μετατραπούν σε μετώπισθεν βάσεις και χώρους προώθησης στρατευμάτων, ενώ χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιτελούν υποστηρικτικούς ρόλους: μεταφορές, εφοδιασμό, χρηματοδότηση και τεχνική υποστήριξη.
Σε αυτή τη στρατηγική εξίσωσης, η Τουρκία στέκεται κάπως στο περιθώριο. Η γεωγραφική της θέση και η προβολή ισχύος προς την Ανατολή —στην Κεντρική Ασία, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή— τη μετατρέπουν θεωρητικά σε ιδανικό εταίρο για τον περιορισμό της Ρωσίας στα νότια.
Ωστόσο, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αρνείται να υποταχθεί στη στρατηγική της Ουάσιγκτον. Η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας καθιστά την Τουρκία ημι-ισότιμο εταίρο, όχι τμήμα του «προξενικού κύκλου» επιρροής των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Η συνεργασία είναι υπαρκτή, αλλά όχι δεδομένη. Η Τουρκία συμμετέχει επιλεκτικά και βάσει εθνικού συμφέροντος, γεγονός που αναγκάζει τις ΗΠΑ να αναζητούν εναλλακτικές στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη για να ενισχύσουν την πολιτική αποτροπής τους έναντι της Ρωσίας.
Η συνέχεια του πολέμου πέρα από την Ουκρανία
Ακόμα κι αν αύριο σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο γεωστρατηγικός ανταγωνισμός Δύσης–Ρωσίας θα συνεχιστεί. Τα λιμάνια του Ρότερνταμ και της Αμβέρσας, το στρατιωτικό Σένγκεν και η συμμαχία των πρόθυμων κρατών μαρτυρούν ότι η Δύση επενδύει στην μακροπρόθεσμη λογιστική υπεροχή της έναντι της Ρωσίας.
Η πρόκληση όμως παραμένει: η υπεροχή σε εφοδιαστική και logistics δεν συνεπάγεται αυτόματα στρατηγικό πλεονέκτημα. Αντιθέτως, το παρατεταμένο αυτό κλίμα αντιπαράθεσης συντηρεί τις εντάσεις, ενισχύει τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό και καθιστά μόνιμο το ευρωπαϊκό μέτωπο του Νέου Ψυχρού Πολέμου.
Ο 21ος αιώνας δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη δύναμη των πυραύλων, αλλά και από τη δύναμη των υποδομών: λιμάνια, δίκτυα μεταφοράς, γραμμές ανεφοδιασμού. Σε αυτό το πεδίο, χώρες όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο κερδίζουν ρόλο-κλειδί.
Η σύγκρουση με τη Ρωσία εξελίσσεται, σε ένα σημαντικό βαθμό, μέσα από τη λογιστική και τη στρατηγική προετοιμασία της Δύσης, και τα λιμάνια του Ρότερνταμ και της Αμβέρσας αποτελούν σήμερα ίσως τα πιο υποτιμημένα αλλά κρίσιμα «πεδία μάχης» αυτής της αναμέτρησης.

