20 Ιουλίου, 2025
Uncategorized

Ρωσία: «Θα πολεμήσουμε όσο χρειαστεί» – Το μήνυμα αποφασιστικότητας μέσω Μεδίνσκι

Γιατί να διαπραγματευτεί σοβαρά ο Πούτιν, όταν το μόνο που φοβάται είναι η πιθανότητα η Αμερική να εγκαταλείψει την Ουκρανία;

Η Ρωσία εμφανίζεται έτοιμη να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία για όσο διάστημα χρειαστεί, είτε μέχρι την πλήρη επικράτηση είτε μέχρι την άνευ όρων παράδοση του Κιέβου, σύμφωνα με δηλώσεις του Βλαντίμιρ Μεδίνσκι, πρώην υπουργού Πολιτισμού και επί σειρά ετών έμπιστου συνεργάτη του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Μεδίνσκι, που διαμόρφωσε την εθνικιστική πολιτιστική πολιτική του Κρεμλίνου από το 2012 έως το 2020, έχει συνδέσει το όνομά του με την προώθηση αναθεωρητικής ιστορίας στη ρωσική εκπαίδευση, με έμφαση στη νομιμοποίηση της σταλινικής περιόδου, την ανέγερση μνημείων προς τιμήν του Στάλιν και τη φίμωση ιστορικών που ερευνούν τα εγκλήματα των Γκουλάγκ.

Ο Μεδίνσκι, ο οποίος είχε επικεφαλής ρόλο στις ρωσικές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία στην Κωνσταντινούπολη, προχώρησε σε δηλώσεις που αποκαλύπτουν τη μακρόπνοη στρατηγική της Μόσχας. Σε τηλεοπτική του συνέντευξη, συνέκρινε την παρούσα σύγκρουση με τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο (1700–1721) ανάμεσα στη Ρωσία του Πέτρου του Μεγάλου και τη Σουηδία. «Ο Πέτρος ο Μέγας είχε προτείνει ειρήνη στους Σουηδούς λίγα χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου. Η απάντησή τους; “Θα πολεμήσουμε μέχρι τον τελευταίο Σουηδό”», ανέφερε με σαρκασμό, υπονοώντας ότι η Ρωσία διαθέτει την υπομονή και την επιμονή να συνεχίσει τη στρατιωτική σύγκρουση επί δεκαετίες, αν χρειαστεί. Με αυτή την ιστορική αναφορά, ο Μεδίνσκι επιχείρησε να καταστήσει σαφές πως η Μόσχα θεωρεί τον πόλεμο όχι συγκυριακή επιλογή αλλά μακροχρόνιο στόχο, βασισμένο σε ιστορικό προηγούμενο και εθνική αφήγηση αντοχής και υπεροχής.

Η Ρωσία δείχνει να υιοθετεί μια πολεμική στρατηγική που δεν στηρίζεται μόνο στη δύναμη των όπλων, αλλά και στην αντοχή στον χρόνο και στις πολιτικές ανακατατάξεις στη Δύση. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν φαίνεται να βλέπει τον εαυτό του ως κληρονόμο της αυτοκρατορικής κληρονομιάς του Πέτρου του Μεγάλου. Ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος, στον οποίο αναφέρθηκε ο στενός συνεργάτης του, Βλαντίμιρ Μεδίνσκι, δεν επιλέχθηκε τυχαία: είχε στόχο την κυριαρχία στη Βαλτική και κατέληξε με τη στρατηγική ήττα της Σουηδίας. Το ιστορικό αυτό προηγούμενο προσφέρεται ως μοντέλο επιμονής, φθοράς και τελικής επικράτησης – το οποίο ο Πούτιν δείχνει να υιοθετεί με συμβολικό και ουσιαστικό τρόπο. Το ότι διατηρεί άγαλμα του Πέτρου στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου δεν είναι απλώς διακοσμητικό, αλλά στοιχείο ταύτισης.

Την ίδια στιγμή, ο Ρώσος πρόεδρος φαίνεται να ποντάρει όχι μόνο σε στρατιωτική υπεροχή, αλλά και σε μια μακρά φάση διπλωματικής εξάντλησης. Όπως επισημαίνει το Politico, προσδοκά ότι μέσα από παρατεταμένες, άκαρπες διαπραγματεύσεις θα κάμψει το ουκρανικό μέτωπο, επωφελούμενος και από την πιθανή απροθυμία των ΗΠΑ να συνεχίσουν τη στήριξη. Η δυσαρέσκεια του Βολοντίμιρ Ζελένσκι ενισχύεται από την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ–Πούτιν, διάρκειας δύο ωρών, η οποία δεν απέφερε αποτέλεσμα. Αν και ο Τραμπ είχε στο παρελθόν αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να φέρει ειρήνη «σε μία μέρα» και είχε διατυπώσει αισιοδοξία για ρόλο μεσολαβητή, μετά την τελευταία επικοινωνία η στάση του φάνηκε να αλλάζει. Αντί να επιμείνει στη φιλοδοξία του να πετύχει συμφωνία –ενδεχομένως ευνοϊκή για τη Μόσχα– εμφανίζεται τώρα να αποστασιοποιείται, αφήνοντας το ενδεχόμενο πολιτικής απραξίας.

Σε αυτό το σκηνικό, ο Πούτιν δεν δείχνει πρόθυμος να υποχωρήσει, ούτε στη μάχη του πεδίου ούτε στο παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων. Η ρωσική στρατηγική φαίνεται να επενδύει στην κούραση, στη φθορά και στη σταδιακή αποσύνδεση της Δύσης από την Ουκρανία. Και όσο η Μόσχα πιστεύει ότι έχει χρόνο με το μέρος της, τόσο πιο απίθανο μοιάζει ένα τέλος στον πόλεμο με όρους που δεν θα θεωρηθούν νίκη.

Η στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία παρουσιάζει σαφή μετατόπιση, καθώς από πρόθυμος διαμεσολαβητής εμφανίζεται πλέον έτοιμος να αποχωρήσει εντελώς από τον ρόλο του. Την περασμένη εβδομάδα, αποδέχτηκε χωρίς αντίδραση την απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να μην παραστεί στις συνομιλίες στην Τουρκία, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση αν δεν υπάρξει προσωπική συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έγραψε σε ανάρτησή του ότι μόνο η Ρωσία και η Ουκρανία μπορούν να διαπραγματευτούν ουσιαστικά, επικαλούμενος «λεπτομέρειες που κανείς άλλος δεν γνωρίζει».

Η αλλαγή στάσης έγινε ακόμα πιο εμφανής στις δηλώσεις του τη Δευτέρα από τον Λευκό Οίκο, όπου ουσιαστικά αποστασιοποιήθηκε από την υπόθεση. Υποστήριξε πως ο πόλεμος ήταν εξαρχής ένα «ευρωπαϊκό ζήτημα», το οποίο η προηγούμενη αμερικανική διοίκηση τους «έπεισε σθεναρά» να εμπλακούν. Αφήνοντας να εννοηθεί πως αισθάνεται ότι οι ΗΠΑ μπλέχτηκαν σε μια ξένη κρίση χωρίς να έχουν τον έλεγχο, προειδοποίησε πως αν δεν υπάρξει χειροπιαστή πρόοδος, «θα αποσυρθώ», μια φράση που επανέλαβε αρκετές φορές τις τελευταίες ημέρες, πλέον με εμφανή σκοπό να πιέσει προς αποχώρηση.

Η δήλωση αυτή έχει ευρύτερη σημασία. Στέλνει σήμα τόσο στο Κίεβο όσο και στη Μόσχα ότι η Ουάσιγκτον –ειδικά υπό ενδεχόμενη επανεκλογή Τραμπ– ενδέχεται να αποτραβηχτεί από τον ρόλο του κύριου στρατηγικού συμμάχου της Ουκρανίας. Αυτό προσθέτει πίεση στην κυβέρνηση Ζελένσκι, την ώρα που η Μόσχα εδραιώνει την προσδοκία ότι η υπομονή και η επιμονή της τελικά θα αποδώσουν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκπέμπουν πλέον ανοιχτά μηνύματα αποστασιοποίησης από την ενεργή εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας, με τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς να δηλώνει ωμά: «Θα προσπαθήσουμε να το τερματίσουμε, αλλά αν δεν τα καταφέρουμε, τελικά θα πούμε: “Ξέρετε κάτι; Ήταν μια καλή προσπάθεια, αλλά δεν συνεχίζουμε άλλο”». Η φράση δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας – και στο Κρεμλίνο πιθανότατα αντιμετωπίζεται με ικανοποίηση και ειρωνικά χαμόγελα.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και οι επιτελείς του φαίνεται να κατανοούν άριστα το προφίλ του Ντόναλντ Τραμπ: ξεκινά με θόρυβο και προσδοκίες, αλλά χάνει το ενδιαφέρον όταν οι εξελίξεις δεν τον εξυπηρετούν άμεσα. Το ίδιο συνέβη και κατά την πρώτη θητεία του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν — υψηλοί τόνοι, ιστορικές φωτογραφίες, μηδενικό αποτέλεσμα. Η ιστορική γνώση και η ψυχολογική ανάγνωση της Δύσης είναι μέρος του ρωσικού στρατηγικού οπλοστασίου. Η Ρωσία δεν έχει ανάγκη να νικήσει άμεσα, αρκεί να αντέξει περισσότερο απ’ ό,τι αντέχει η προσοχή των Δυτικών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η παρατηρητική θέση του Γερμανού υπουργού Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Εκτιμά ότι η Μόσχα προσφέρει στον Τραμπ την ψευδαίσθηση συμφωνίας, όχι για να τελειώσει ο πόλεμος, αλλά για να κερδίσει χρόνο, συνεχίζοντας με δηλώσεις κενές ουσίας. «Ο Πούτιν δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται σοβαρά για την ειρήνη ή μια κατάπαυση του πυρός, τουλάχιστον όχι με όρους αποδεκτούς από άλλους. Ακούω τα λόγια, τις δηλώσεις, αλλά τελικά επιμένω να κρίνω μόνο πράξεις και ενέργειες», τόνισε.

Η ουσία είναι απλή: όσο οι ΗΠΑ αποσύρονται σταδιακά από την πρώτη γραμμή της διπλωματίας και της στήριξης, τόσο η Ρωσία κερδίζει ζωτικό χρόνο. Δεν χρειάζεται να επιβληθεί με ένα τελειωτικό πλήγμα – αρκεί να μην ηττηθεί, να κρατά ανοιχτές τις πόρτες του διαλόγου και να αφήνει τη Δύση να φθείρεται από μέσα.

Η προσδοκία ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα επιδιώξει σοβαρά τον τερματισμό του πολέμου μοιάζει ολοένα και πιο αβάσιμη. Η ιστορική τακτική του Κρεμλίνου είναι σαφής: καθυστέρηση, φθορά και διαρκής παράταση των διαπραγματεύσεων, όχι για να επιτευχθεί συμβιβασμός, αλλά για να εξαναγκαστεί η άλλη πλευρά να αποδεχτεί όρους που εξυπηρετούν απόλυτα τα ρωσικά συμφέροντα.

Η Μόσχα δεν συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις για να κάνει βήματα πίσω, ούτε για να σταματήσει τον πόλεμο. Συμμετέχει για να κερδίσει χρόνο, να διχάσει τους αντιπάλους της και να μετατοπίσει την πολιτική και διπλωματική πίεση προς την Ουκρανία. Ο βασικός στόχος του Πούτιν είναι να αποτρέψει οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός αν δεν έχουν προηγηθεί ουσιαστικές παραχωρήσεις που θα ακυρώνουν τη δυνατότητα μιας δημοκρατικής, κυρίαρχης Ουκρανίας. Η σταθερή του επιδίωξη δεν είναι η ειρήνη αλλά η συνθηκολόγηση.

Κάθε πρόταση για ανακωχή χωρίς εδαφικά και πολιτικά ανταλλάγματα προς το Κρεμλίνο απορρίπτεται. Αντιθέτως, επιβραβεύεται η στρατηγική της αναμονής: όσο η Δύση κουράζεται, η εσωτερική πίεση αυξάνεται στην Ουκρανία και το ενδιαφέρον του κόσμου αποδυναμώνεται, τόσο πιο κοντά φτάνει ο Πούτιν στον στόχο του – μια Ουκρανία εξαρτημένη, αποστρατιωτικοποιημένη και εκτός δυτικών θεσμών.

Η διπλωματία του Κρεμλίνου δεν είναι εργαλείο ειρήνευσης, αλλά προέκταση της επιθετικής πολιτικής του. Και όσο δεν αναγνωρίζεται αυτή η πραγματικότητα, τόσο θα επαναλαμβάνεται το ίδιο λάθος: να εκλαμβάνονται οι ρωσικές καθυστερήσεις ως προθέσεις για λύση, ενώ είναι στην ουσία εργαλείο υπονόμευσης κάθε πιθανότητας για μια ανεξάρτητη μεταπολεμική Ουκρανία.

Οι ρωσικές «κόκκινες γραμμές» δεν έχουν αλλάξει ούτε κατά μία λέξη από την έναρξη της πλήρους κλίμακας εισβολής. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο στενός του κύκλος έχουν καταστήσει σαφές τι θεωρούν «λύση»: η Ουκρανία δεν πρέπει ποτέ να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, να μείνει γεωπολιτικά ουδέτερη, χωρίς δυνατότητα ανεξάρτητης στρατηγικής πορείας, με περιορισμένη στρατιωτική ισχύ και στερημένη από το δικαίωμα αυτοκαθορισμού. Σε αυτά προστίθεται η απαίτηση για επίσημη αναγνώριση της Κριμαίας και των τεσσάρων κατεχόμενων ανατολικών περιοχών ως ρωσικού εδάφους.

Αυτοί οι όροι δεν είναι διαπραγματευόμενοι· είναι προϋποθέσεις συνθηκολόγησης. Και όπως καυχήθηκε πρόσφατα ο Βλαντίμιρ Μεδίνσκι, η Ρωσία είναι έτοιμη να πολεμήσει για όσο χρειαστεί μέχρι να τους επιβάλει.

Το γεωπολιτικό τοπίο μοιάζει πλέον πιο ευνοϊκό για τη Μόσχα από ποτέ. Με τον Ντόναλντ Τραμπ να δείχνει απροθυμία να ασκήσει οποιαδήποτε ουσιαστική πίεση στον Πούτιν και με τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς να επαναλαμβάνει πως η Ουκρανία είναι ένα «ευρωπαϊκό μπέρδεμα» που δεν αφορά τις ΗΠΑ, η ρωσική στρατηγική φθοράς ενισχύεται από την αμερικανική αποστασιοποίηση. Η Ουάσιγκτον αποσύρεται σιωπηρά, διαλύοντας την ψευδαίσθηση πως η υποστήριξη προς το Κίεβο είναι δεδομένη ή διαχρονική.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Μόσχα δεν έχει κανέναν λόγο να αλλάξει στάση. Αντίθετα, γνωρίζει ότι κάθε μέρα που περνά χωρίς πίεση, χωρίς εξελίξεις στο πεδίο και χωρίς ενιαίο μέτωπο από τη Δύση, είναι μια μέρα πιο κοντά στην επιβολή των δικών της όρων. Οι κόκκινες γραμμές του Κρεμλίνου παραμένουν σταθερές όχι από αδιαλλαξία, αλλά επειδή βλέπει ότι μπορεί –ίσως και χωρίς να ρίξει άλλον πύραυλο– να τις μετατρέψει σε πραγματικότητα.

Ακόμα κι αν ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι ήθελε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Μόσχας —κάτι που δεν ισχύει— θα έβρισκε μπροστά του ένα αδιάβατο εσωτερικό μέτωπο. Η ουκρανική Βουλή δύσκολα θα ενέκρινε οποιαδήποτε συμφωνία που παραδίδει εδάφη ή εγκαταλείπει τη φιλοδυτική πορεία της χώρας. Ένα δημοψήφισμα με τέτοιο περιεχόμενο θα κατέληγε σε συντριπτική απόρριψη. Ο στρατός, που αιμορραγεί επί χρόνια στο πεδίο, θα ένιωθε προδομένος· οι απώλειες θα φάνταζαν μάταιες. Το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό θα βυθιζόταν στο χάος. Η χώρα θα κινδύνευε να καταρρεύσει, όχι από μια νέα ρωσική προέλαση, αλλά από εσωτερική αποσύνθεση.

Και αυτό ακριβώς φαίνεται να περιμένει ο Πούτιν. Δεν έχει λόγο να διαπραγματευτεί σοβαρά. Γνωρίζει ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να του δώσει αυτό που απαιτεί χωρίς να αυτοκτονήσει θεσμικά και πολιτικά. Ο μόνος πραγματικός του φόβος είναι μήπως οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρήσουν ενεργό ενδιαφέρον και συνεχίσουν να ενισχύουν το Κίεβο. Αν όμως η Ουάσιγκτον αποσύρει τη στήριξη και αφήσει την Ουκρανία να παλεύει μόνη της, τότε η Ρωσία δεν θα χρειαστεί να κάνει άλλη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση — η φθορά θα κάνει τη δουλειά.

Η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ουκρανία, Μπρίτζετ Μπρινκ, αποκάλυψε πως αυτή ακριβώς η στρατηγική ανισορροπίας επηρέασε την απόφασή της να παραιτηθεί. «Η πολιτική της διοίκησης από την αρχή ήταν να ασκεί πίεση στο θύμα, την Ουκρανία, αντί στον επιτιθέμενο, τη Ρωσία», δήλωσε. Η λογική αυτή υπονομεύει το ηθικό και την ανθεκτικότητα του Κιέβου και δίνει στον Πούτιν το μόνο που χρειάζεται: χρόνο.

Ο πόλεμος, όπως εξελίσσεται, δεν θα τελειώσει με μια επίσημη συμφωνία. Ο Πούτιν ποντάρει σε κάτι διαφορετικό: να περιμένει μέχρι να λυγίσει η Ουκρανία μόνη της — από κούραση, από πολιτική διάσπαση, από εγκατάλειψη των συμμάχων της. Όχι ειρήνη με όρους, αλλά κατάρρευση με σιωπή.