18 Νοεμβρίου, 2025
Top Επικαιρότητα Πολιτική

Ρήγμα στην ΕΕ για το μεταναστευτικό: Xώρες προτιμούν να πληρώσουν παρά να δεχθούν πρόσφυγες

Οι χώρες διαφωνούν για το ποιος πρέπει να αναλάβει και πόση ευθύνη

Οι πρώτες εντάσεις γύρω από το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη μετανάστευση έκαναν την εμφάνισή τους την περασμένη Τρίτη, καθώς τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφώνησαν έντονα σχετικά με την κατανομή ευθυνών για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Στη συνάντηση των υπουργών Μετανάστευσης και Εσωτερικών στο Λουξεμβούργο, το επίκεντρο των συζητήσεων ήταν οι τεχνικές λεπτομέρειες γύρω από τη δημιουργία των λεγόμενων «κόμβων επιστροφής» και τις διασυνοριακές εξουσίες απέλασης, ωστόσο στο περιθώριο κυριάρχησαν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για το ποια χώρα θα δεχθεί περισσότερους αιτούντες άσυλο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που επρόκειτο να ανακοινώσει ποιες χώρες βρίσκονται υπό μεταναστευτική πίεση και ποια βοήθεια θα λάβουν, ανέβαλε τελικά την παρουσίαση των πορισμάτων της, αναγνωρίζοντας ότι το κλίμα είναι ιδιαίτερα τεταμένο.

Σύμφωνα με τον νέο ευρωπαϊκό νόμο για το άσυλο και τη μετανάστευση, ο οποίος συμφωνήθηκε το 2023 και πρέπει να εφαρμοστεί έως τον Ιούνιο του 2026, η Κομισιόν θα προσδιορίζει ποιες χώρες αντιμετωπίζουν αυξημένες μεταναστευτικές ροές. Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα έχουν τη δυνατότητα είτε να δεχθούν μετανάστες από τις χώρες αυτές είτε να συμβάλουν οικονομικά ή με αποστολή προσωπικού. Ωστόσο, οι πρώτες αντιδράσεις δείχνουν ότι τα περισσότερα κράτη προτιμούν να συνεισφέρουν οικονομικά, παρά να ανοίξουν τα σύνορά τους.

Η υπουργός Μετανάστευσης του Βελγίου Anneleen Van Bossuyt δήλωσε ότι το σύστημα υποδοχής στη χώρα της έχει φτάσει στα όρια του, γι’ αυτό και το Βέλγιο θα συμμετάσχει στη διαδικασία μόνο μέσω οικονομικής ενίσχυσης. Παρόμοια στάση κράτησε και η υπουργός Εσωτερικών της Φινλανδίας Mari Rantanen, μέλος του ακροδεξιού Κόμματος των Φινλανδών, η οποία ξεκαθάρισε ότι η χώρα της «προφανώς» δεν προτίθεται να δεχθεί μετανάστες από άλλα κράτη-μέλη. Αντίστοιχα, η Ολλανδία προσανατολίζεται στην καταβολή χρηματικών συνεισφορών αντί της φιλοξενίας προσφύγων, ενώ ο Σουηδός υπουργός Μετανάστευσης Johan Forssell δήλωσε ότι η χώρα του έχει ήδη δεχθεί «πάρα πολλούς» αιτούντες άσυλο την τελευταία δεκαετία και δεν προτίθεται να αυξήσει τον αριθμό αυτόν.

Οι τοποθετήσεις αυτές αποκαλύπτουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το νέο σύστημα: την απροθυμία των χωρών να αναλάβουν δεσμεύσεις φιλοξενίας μεταναστών, επιλέγοντας αντ’ αυτού οικονομική «αντιστάθμιση». Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγήσει σε ένα περίπλοκο δίκτυο ανταλλαγών, όπου κράτη με λιγότερη πίεση θα αναλαμβάνουν τη διαχείριση αιτήσεων ασύλου εκ μέρους χωρών πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, χωρίς να μετακινούν φυσικά πρόσωπα.

Η Ελλάδα και η Ιταλία, που αναμένεται να χαρακτηριστούν εκ νέου ως χώρες «μεταναστευτικής πίεσης», εξακολουθούν να διαχειρίζονται μόνο ένα μικρό μέρος των αιτήσεων που τους αναλογούν βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου, ο οποίος καθορίζει ότι η πρώτη χώρα εισόδου είναι υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησης ασύλου. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν επίσης καταφέρει να συμφωνήσουν σε ένα σύστημα υποχρεωτικής αναγνώρισης των αποφάσεων ασύλου που εκδίδονται σε άλλα κράτη-μέλη, γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση και δημιουργεί κενά στην εφαρμογή του κοινού συστήματος.

Μετανάστες - Πρόσφυγες

Ο Δανός υπουργός Μετανάστευσης Rasmus Stoklund, που προεδρεύει των διαπραγματεύσεων, παραδέχθηκε ότι οι εθνικές κυβερνήσεις παραμένουν «βαθιά διχασμένες», παρά τις τροποποιήσεις που πρότεινε η Δανία στο αρχικό σχέδιο της Επιτροπής. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης Magnus Brunner, επιχειρώντας να κρατήσει χαμηλούς τόνους, υπογράμμισε ότι υπάρχει «ισχυρή βούληση συνεργασίας» μεταξύ των κρατών, αλλά προειδοποίησε ότι «ο χρόνος πιέζει» και πως η ΕΕ πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να εφαρμόσει όσα αποφάσισε.

Αναλυτές προειδοποιούν ότι μια αποτυχία εφαρμογής του Συμφώνου Μετανάστευσης θα έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Ο Alberto-Horst Neidhardt, ανώτερος ερευνητής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πολιτικής, τόνισε ότι η μη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τις νέες ρυθμίσεις θα υπονομεύσει την αξιοπιστία ολόκληρου του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Όπως προειδοποίησε, ένα τέτοιο σενάριο θα οδηγούσε στην επαναφορά των εσωτερικών συνοριακών ελέγχων στη ζώνη Σένγκεν, σε συστηματικές επαναπροωθήσεις στα εξωτερικά σύνορα και τελικά σε πολιτική κρίση που θα ευνοήσει τα ακροδεξιά κόμματα, τα οποία ήδη ζητούν αυστηρότερα μέτρα.

Αν και οι συνθήκες διαφέρουν σε σχέση με το 2015, όταν η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη μεταναστευτική κρίση της σύγχρονης ιστορίας της, το πολιτικό τοπίο εμφανίζει νέα χαρακτηριστικά: οι κυβερνήσεις είναι πιο πρόθυμες να προασπίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα και λιγότερο διατεθειμένες να επιδείξουν αλληλεγγύη. Το επόμενο εξάμηνο θα κρίνει αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατορθώσει να σταθεί ενωμένη ή αν οι διαφωνίες στο μεταναστευτικό θα ανοίξουν ακόμη ένα βαθύ ρήγμα στο εσωτερικό της.