13 Ιουλίου, 2025
Uncategorized

Ρίχνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλο για την τραγωδία στα Τέμπη – Τι υποστηρίζουν δύο κατηγορούμενοι υπάλληλοι του Υπουργείου Μεταφορών

Στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας για το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, δύο στελέχη του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, τα οποία κατηγορούνται για πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονται με την υπόθεση, απέδωσαν τις ευθύνες για τα κακώς κείμενα του σιδηροδρομικού συστήματος σε άλλους θεσμικούς φορείς. Κατά τις απολογίες τους ενώπιον του εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη, τα δύο στελέχη έκαναν λόγο για διαχρονική υποχρηματοδότηση του ΟΣΕ, υποστελέχωση και έλλειψη συστηματικής συντήρησης των υποδομών, επισημαίνοντας ότι η αρμοδιότητα για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων δεν ανήκε στο Υπουργείο, αλλά αποκλειστικά στον ΟΣΕ και τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ).

Η διευθύντρια Σιδηροδρομικών Μεταφορών, με τα αρχικά Δ.Α., ανέφερε ότι η κατάσταση στο δίκτυο ήταν αποτέλεσμα της χρόνιας οικονομικής ασφυξίας που αντιμετώπιζε ο ΟΣΕ. Σύμφωνα με την απολογία της, η συντήρηση των υποδομών περιοριζόταν μόνο σε ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο για τη διατήρηση της λειτουργικότητας της γραμμής. Επιπλέον, επισήμανε ότι ο ΟΣΕ είχε αποψιλωθεί από προσωπικό, καθώς από 3.882 υπαλλήλους το 2010 είχε μειωθεί σε μόλις 540 εργαζομένους. Η ίδια υπογράμμισε ότι η υποστελέχωση αυτή είχε άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο στην ποιότητα και την ασφάλεια του δικτύου, αλλά και στη δυνατότητα συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών.

Η κατηγορούμενη παραδέχθηκε ότι είχε επισημάνει τα προβλήματα αυτά επανειλημμένα, μέσω προφορικών παρεμβάσεων προς τους εκάστοτε διευθύνοντες συμβούλους του ΟΣΕ. Χαρακτηριστικό, σύμφωνα με την ίδια, είναι το γεγονός ότι υπήρχε μόνο ένα άτομο υπεύθυνο για την κατάρτιση των δρομολογίων σε ολόκληρο το εθνικό σιδηροδρομικό δίκτυο.

Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών, με τα αρχικά Π.Α., υποστήριξε ότι δεν είχε καμία εμπλοκή σε θέματα ασφαλείας, καθώς οι αρμοδιότητές του περιορίζονταν σε ζητήματα διοικητικής εποπτείας. Όπως είπε, η ΡΑΣ είναι η αποκλειστικά υπεύθυνη αρχή για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών, ενώ υπάγεται απευθείας στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και όχι στο Υπουργείο.

Ο ίδιος ανέφερε ότι η κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου ήταν ήδη προβληματική όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, το 2022. Όπως είπε, η εκπαίδευση και η εξέταση του προσωπικού —και ειδικότερα των σταθμαρχών— δεν πληρούσε τα προβλεπόμενα πρότυπα της ευρωπαϊκής οδηγίας 798/2016 και του νόμου 4632/2019. Μάλιστα, κατέθεσε στον ανακριτή τη σχετική απόφαση της ΡΑΣ, η οποία εκδόθηκε στις 16 Μαρτίου 2023, δηλαδή 16 ημέρες μετά το δυστύχημα.

Ο αναπληρωτής διευθυντής αναφέρθηκε και στις αρμοδιότητες της ΕΡΓΟΣΕ και της Γενικής Γραμματείας Υποδομών, τονίζοντας ότι τα συστήματα ασφαλείας ERTMS, που συνδέονται άμεσα με την ασφάλεια του σιδηροδρόμου, εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Υποδομών. Η δική του διεύθυνση, όπως ισχυρίζεται, είχε μόνο την υποχρέωση να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων (ERA) για την πρόοδο στην εφαρμογή των συστημάτων ασφαλείας, χωρίς να έχει τη δυνατότητα παρέμβασης ή επιτάχυνσης του έργου.

Ο κατηγορούμενος σημείωσε επίσης ότι δεν υπήρξε καμία συνάντηση με τη ΡΑΣ για ζητήματα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της θητείας του. Οι πρώτες τέτοιες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν, όπως είπε, μετά την τραγωδία, υπό την εποπτεία του γενικού γραμματέα Μεταφορών, με τη συμμετοχή του ERA, ο οποίος κλήθηκε να εκπονήσει σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων στη χώρα.

Τέλος, ανέφερε ότι επί θητείας του προχώρησε η υπογραφή νέας σύμβασης μεταξύ ΟΣΕ και Ελληνικού Δημοσίου, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2023 και προέβλεπε την αύξηση της ετήσιας χρηματοδότησης του ΟΣΕ από 45 εκατομμύρια ευρώ σε 75 εκατομμύρια ευρώ, για χρονικό διάστημα πέντε ετών.