Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα έχει εκτοξευθεί ο αριθμός των συνταξιούχων που παραμένουν ενεργοί στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ειδικής πλατφόρμας του e-ΕΦΚΑ. Συνολικά 254.724 συνταξιούχοι, δηλαδή σχεδόν το 10% του συνόλου, δηλώνουν ότι εξακολουθούν να εργάζονται, είτε ως μισθωτοί είτε ως αυτοαπασχολούμενοι. Ο αριθμός αυτός είναι πολλαπλάσιος σε σύγκριση με λίγα χρόνια πριν, όταν οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι δεν ξεπερνούσαν τις 30.000, γεγονός που αποτυπώνει μια ριζική αλλαγή στη σχέση των Ελλήνων συνταξιούχων με την εργασία και την οικονομική τους δραστηριότητα.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η τάση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην ανάγκη για πρόσθετο εισόδημα λόγω του υψηλού κόστους ζωής, αλλά και στη μεταβολή της νοοτροπίας γύρω από τη συνταξιοδότηση. Πολλοί συνταξιούχοι επιλέγουν να παραμείνουν επαγγελματικά δραστήριοι, αξιοποιώντας την εμπειρία τους και διατηρώντας κοινωνική και οικονομική παρουσία. Παράλληλα, το νέο καθεστώς φορολόγησης και ασφάλισης έχει καταστήσει την απασχόληση μετά τη συνταξιοδότηση πιο ελκυστική και λιγότερο τιμωρητική.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μεταστροφή έπαιξε η μεταρρύθμιση που θέσπισε ειδικό φόρο 10% επί του μηνιαίου μισθού των εργαζόμενων συνταξιούχων, αντί της παλαιότερης αυστηρής ποινής περικοπής της σύνταξης. Η ρύθμιση αυτή, που περιλαμβάνεται στον νόμο 5078/2023, αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς του νόμου Βρούτση, όπου η περικοπή είχε μειωθεί στο 30% από το 60% που ίσχυε αρχικά με τον νόμο Κατρούγκαλου του 2016. Η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως έχει επισημάνει ότι οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι απολαμβάνουν πλέον το σύνολο του μισθού τους, χωρίς να πλήττεται η σύνταξή τους, ενώ η απασχόλησή τους προσμετράται στην περαιτέρω αύξησή της ανάλογα με τη διάρκεια και το ύψος των εισφορών τους.

Οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι καταβάλλουν κανονικά τις ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από το ισχύον καθεστώς. Όταν διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του e-ΕΦΚΑ, προκειμένου να υπολογιστούν τα επιπλέον ένσημα για την προσαύξηση της σύνταξής τους. Η προσαύξηση αυτή ανέρχεται σε 0,77% για κάθε έτος απασχόλησης και εφαρμόζεται τόσο στην κύρια όσο και στην επικουρική σύνταξη. Η αύξηση ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα μετά την υποβολή της αίτησης, εξασφαλίζοντας άμεση βελτίωση του εισοδήματος.
Για τους συνταξιούχους που εργάζονταν ήδη πριν από την 12η Μαΐου 2016 και συνέχισαν χωρίς διακοπή, ο υπολογισμός της προσαύξησης γίνεται με βάση τις διατάξεις των παλαιότερων ασφαλιστικών νόμων, χωρίς την εφαρμογή των συντελεστών των νόμων Κατρούγκαλου ή Βρούτση. Σε περιπτώσεις όπου η απασχόληση διεκόπη και ξεκίνησε ξανά μετά το 2016, εφαρμόζεται μικτός τρόπος υπολογισμού, ανάλογα με το χρονικό διάστημα κάθε περιόδου εργασίας. Ενδεικτικά, ένας συνταξιούχος που παρέμεινε στην αγορά εργασίας για επτά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του, δικαιούται προσαύξηση 5,39% στην κύρια σύνταξή του, δηλαδή 0,77% επί επτά έτη.
Ωστόσο, η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει για όλους. Δικαιούχοι είναι μόνο όσοι καταβάλλουν εισφορές, ενώ ο νόμος προβλέπει εξαιρέσεις για ορισμένες κατηγορίες, όπως οι αγρότες συνταξιούχοι που συνεχίζουν αγροτική δραστηριότητα. Από τους 254.724 συνταξιούχους που εργάζονται σήμερα, περίπου 135.000 δικαιούνται προσαύξηση, ενώ οι υπόλοιποι 120.000 εντάσσονται στις κατηγορίες που εξαιρούνται.
Η αυξανόμενη συμμετοχή των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας αντανακλά βαθύτερες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στην ελληνική πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά, εκφράζει την ανάγκη για συμπληρωματικό εισόδημα λόγω της ακρίβειας και της πίεσης στο κόστος διαβίωσης. Από την άλλη, σηματοδοτεί τη στροφή προς ένα νέο μοντέλο ενεργού γήρανσης, όπου οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραμένουν οικονομικά δραστήριοι και συμβάλλουν ουσιαστικά στη διατήρηση της κοινωνικής ασφάλισης και της παραγωγικής συνοχής. Παράλληλα, η αυξημένη παρουσία τους στην αγορά εργασίας ενισχύει τη ρευστότητα, αυξάνει τα δημόσια έσοδα και συμβάλλει στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, δημιουργώντας μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και τη συνταξιοδότηση στην Ελλάδα του 2025.

