Η είδηση της πρόσφατης εισαγωγής του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου στο νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς» λειτούργησε σαν ηλεκτρική εκκένωση στους διαδρόμους της Ιεράς Συνόδου και στα πηγαδάκια των Μητροπόλεων. Πίσω από τον επίσημο λόγο των ευχών για ανάρρωση, επικράτησε έντονη κινητικότητα και – σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα εκ των έσω – δεν έλειψαν και οι… πρόωρες σαμπάνιες από ορισμένους ιεράρχες που θεωρούν εαυτούς φυσικούς διαδόχους του Αρχιεπισκοπικού θρόνου. Η χαρά, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Το επεισόδιο υγείας του κ. Ιερώνυμου αποδείχθηκε ήπιο και ο Αρχιεπίσκοπος, αν και εμφανώς καταπονημένος, εξήλθε σύντομα από το νοσοκομείο.
Παρά τη γρήγορη ανάρρωση, το περιστατικό έφερε στην επιφάνεια μια πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν λέει ανοιχτά: η εποχή Ιερωνύμου πλησιάζει στο τέλος της και η «μάχη της διαδοχής» έχει ουσιαστικά ξεκινήσει. Ο 86χρονος Αρχιεπίσκοπος, παρά το ήπιο προφίλ του, έχει κρατήσει σταθερά τα ηνία της Εκκλησίας για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, επιλέγοντας τη μετριοπάθεια και τη θεσμική σιωπή έναντι της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτή η στάση, ωστόσο, δημιούργησε δυσαρέσκεια σε ισχυρούς Μητροπολίτες που θεωρούν ότι η Εκκλησία επί των ημερών του «αποπολιτικοποιήθηκε» υπερβολικά, απομακρύνθηκε από τον λαό και περιθωριοποιήθηκε θεσμικά.
Το παρασκήνιο της διαδοχής είναι ήδη πυκνό. Οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι τέσσερις Μητροπολίτες θεωρούνται τα φαβορί, ενώ δύο νεότεροι ανερχόμενοι Ιεράρχες – με επικοινωνιακή απήχηση και στήριξη από ισχυρούς κοσμικούς κύκλους – αναμένεται να «ταράξουν» τις ισορροπίες. Οι συμμαχίες χτίζονται προσεκτικά, με συνδυασμό εκκλησιαστικών, πολιτικών και επιχειρηματικών επαφών.
Οι πρώτοι φέρονται να έχουν ήδη εξασφαλίσει υποστήριξη από μέλη της Ιεράς Συνόδου, αλλά και «καναλιών» προς την κυβέρνηση, η οποία παρακολουθεί διακριτικά αλλά με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι επιχειρηματίες με επιρροή στα ΜΜΕ έχουν μπει στο παιχνίδι, επενδύοντας σε σχέσεις με Μητροπολίτες που θεωρούνται «ανοιχτοί» σε μια πιο σύγχρονη, θεσμικά ελεγχόμενη Εκκλησία, η οποία θα ευθυγραμμιστεί με το αφήγημα της «ψηφιακής Ελλάδας» και της στενότερης σχέσης κράτους–Εκκλησίας σε επίπεδο διοίκησης και περιουσίας.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκονται Ιεράρχες πιο συντηρητικοί, με κοινωνική βάση και επιρροή στις ενορίες, που εκφράζουν τη δυσαρέσκεια για την «κοσμικοποίηση» της Εκκλησίας και επιθυμούν μια στροφή στις ρίζες της πνευματικής της αποστολής. Αυτοί θεωρούν ότι η επόμενη ημέρα πρέπει να φέρει έναν Αρχιεπίσκοπο που θα μιλήσει ξανά «στην ψυχή του λαού», αναδεικνύοντας την Εκκλησία ως φωνή εθνικής συνείδησης και κοινωνικής αντίστασης.
Ανάμεσα στους Μητροπολίτες που ακούγονται εντονότερα για τη διαδοχή, ξεχωρίζουν τέσσερα ονόματα: ένας εκ των αρχαιοτέρων με σημαντικό διοικητικό έργο και πολιτικές γνωριμίες που διατηρεί δεκαετίες, ένας που θεωρείται θεολογικά στιβαρός και «γέφυρα» μεταξύ των παραδοσιακών και των εκσυγχρονιστών, ένας τρίτος με άριστες σχέσεις με επιχειρηματικά κέντρα, και ένας τέταρτος που χαίρει εκτίμησης στο Φανάρι και έχει ήδη δοκιμάσει τη δύναμή του σε προηγούμενες εσωτερικές μάχες.
Στον αντίποδα, οι δύο νεότεροι Ιεράρχες που εμφανίζονται ως «έκπληξη» διαθέτουν λαϊκό έρεισμα, εξαιρετική επικοινωνία με τα μέσα ενημέρωσης και στήριξη προσώπων που προέρχονται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη λεγόμενη «παραεκκλησιαστική» κοινότητα. Ορισμένοι μάλιστα δεν αποκλείουν την εμπλοκή και ξένων παραγόντων, καθώς η σχέση Φαναρίου – Αθηνών αποτελεί πάντοτε πεδίο έμμεσης επιρροής, με ευρύτερες γεωεκκλησιαστικές προεκτάσεις.
Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν καλά τα τεκταινόμενα, ορισμένοι από τους «μνηστήρες» έχουν ήδη προβεί σε κινήσεις στρατηγικής προβολής: δημόσιες τοποθετήσεις σε κοινωνικά ζητήματα, αυξημένες παρουσίες σε εκδηλώσεις με πολιτικό συμβολισμό, ακόμα και συνεργασίες με φιλικά μέσα που προβάλλουν «την ανάγκη ανανέωσης στην Εκκλησία». Άλλοι, πιο έμπειροι, επιλέγουν τη σιωπή, γνωρίζοντας ότι η υπερβολική έκθεση λειτουργεί αποτρεπτικά μέσα στο σώμα της Ιεραρχίας.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της κρατά αποστάσεις, τουλάχιστον επισήμως. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα ήθελε να δει στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ένα πρόσωπο «συναινετικό» και συνεργάσιμο, που δεν θα προκαλεί τριβές στα ζητήματα περιουσίας, θρησκευτικής εκπαίδευσης και σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα, ισχυρά οικονομικά συμφέροντα με επενδυτικές δραστηριότητες σε εκκλησιαστική γη, αλλά και στα ΜΜΕ, φέρονται να στηρίζουν υποψηφιότητες που εγγυώνται «ήπια μετάβαση» και διατήρηση της θεσμικής ηρεμίας.
Η μάχη, όπως όλα δείχνουν, δεν θα είναι μόνο θεολογική, αλλά βαθύτατα πολιτική. Στον επόμενο Αρχιεπίσκοπο θα επενδυθούν ισορροπίες δεκαετιών, από την εσωτερική συνοχή της Εκκλησίας μέχρι τη σχέση της με το κράτος και τα οικονομικά της. Ήδη, στους διαδρόμους της Ιεράς Συνόδου ακούγεται όλο και πιο συχνά ότι «ο διάδοχος του Ιερωνύμου θα είναι προϊόν συμβιβασμού πολλών κέντρων».
Για την ώρα, ο κ. Ιερώνυμος παραμένει στο τιμόνι της Εκκλησίας, επιλέγοντας τη σιωπή και την αποφυγή κάθε δημόσιου σχολιασμού. Πίσω, όμως, από τη φαινομενική ηρεμία, έχει αρχίσει μια υπόγεια αναμέτρηση με πολιτικούς συμβούλους, εκδοτικά γραφεία, μητροπολιτικά δίκτυα και χρηματοδότες να συνθέτουν το πιο πολύπλοκο παζλ διαδοχής των τελευταίων δεκαετιών.
Η Εκκλησία της Ελλάδος ετοιμάζεται – με ή χωρίς ομολογία – για τη μεγαλύτερη εσωτερική της αναμέτρηση μετά το 2008. Και όπως πάντα, ο Θεός θα αποφασίσει… αλλά τα επιτελεία φροντίζουν να μετράνε ψήφους από τώρα.

