Κατατέθηκε στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών που προβλέπει τη μετατροπή της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), με στόχο τη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια του φορέα, τον εκσυγχρονισμό των δομών και τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών αεροναυτιλίας. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η μεταρρύθμιση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο Σχέδιο Δράσης που εφαρμόζεται σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς φορείς DG MOVE, EASA και EUROCONTROL, και αποσκοπεί στη θεσμική αναμόρφωση του τομέα.
Ο αρμόδιος υπουργός Χρίστος Δήμας υπογράμμισε ότι η αλλαγή ενισχύει τον κλάδο, προωθεί την τεχνολογική αναβάθμιση και δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για τη διαχείριση των ζητημάτων ασφάλειας πτήσεων, ενώ ήδη έχουν ξεκινήσει προσλήψεις ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, τεχνικών ATSEP και προσωπικού AFISO, με περαιτέρω ενίσχυση να προγραμματίζεται το 2026.
Ωστόσο, η μεταρρύθμιση δεν συνοδεύεται μόνο από θετικά σχόλια. Η μετατροπή της ΥΠΑ σε ΝΠΔΔ, αν και επιτρέπει ταχύτερες διαδικασίες και μεγαλύτερη ευελιξία, δημιουργεί έντονες ανησυχίες ως προς τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και – κυρίως – την ασφάλεια. Η παραχώρηση οικονομικής αυτονομίας μέσω ίδιου προϋπολογισμού και εισπρακτικών αρμοδιοτήτων (όπως ειδικά τέλη αεροδρομίων και αξιοποίηση εσόδων από τον EUROCONTROL) δεν συνοδεύεται από επαρκείς θεσμικές εγγυήσεις, ενώ η πρόβλεψη για κατάρτιση ειδικού Κανονισμού Προμηθειών ενδέχεται να υπονομεύσει την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια στις αναθέσεις έργων και υπηρεσιών.
Ήδη εκφράζονται φόβοι για περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων, καθώς ο διοικητής και οι υποδιοικητές της ΥΠΑ ορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε κομματικούς διορισμούς σε θέσεις κρίσιμες για την ασφάλεια των πτήσεων.
Παράλληλα, η μείωση των οργανικών δομών της ΥΠΑ κατά 35% δημιουργεί ερωτήματα για τη λειτουργικότητα του νέου σχήματος, ενώ η πρόβλεψη για μετακινήσεις προσωπικού, ιδίως προς περιφερειακά αεροδρόμια, χωρίς σαφές πλαίσιο, προκαλεί αναστάτωση στους εργαζόμενους. Η αξιοποίηση προσωπικού από παραχωρημένους αερολιμένες, όπως αυτοί που διαχειρίζεται η Fraport, δημιουργεί επιπλέον ερωτήματα για ενδεχόμενες ανισότητες στην κατανομή ανθρώπινων πόρων και κρατικής μέριμνας.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι το ενδεχόμενο να υπάρξει αρνητική επίδραση στην ασφάλεια των πτήσεων. Η αναδιάρθρωση, η αλλαγή διοικητικών μοντέλων, η κινητικότητα προσωπικού και η παράλληλη εφαρμογή νέων συστημάτων, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεταβατική αστάθεια, ιδιαίτερα σε έναν κρίσιμο τομέα όπως ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας.
Οι ελεγκτές και οι τεχνικοί των συστημάτων αεροναυτιλίας απαιτούν συνεχή και υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, με τη διαδικασία να μην είναι ακόμη πλήρως εξασφαλισμένη σε επίπεδο πόρων και χρονοδιαγράμματος. Επιπλέον, η συγκέντρωση εποπτικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στην ίδια υπηρεσία (παρότι προβλέπεται νομική αυτοτέλεια) εγείρει ερωτήματα για την ανεξαρτησία των ελεγκτικών μηχανισμών, κάτι που ήδη συζητείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πρακτική που πρέπει να αναθεωρηθεί.
Η μετατροπή της ΥΠΑ σε ΝΠΔΔ θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική θεσμική πρόοδο. Ωστόσο, χωρίς διασφάλιση θεσμικής ανεξαρτησίας, διαφάνειας και επιχειρησιακής σταθερότητας, η αλλαγή κινδυνεύει να αποδειχθεί περισσότερο οργανωτική αναδιάρθρωση παρά ουσιαστικός εκσυγχρονισμός. Η ασφάλεια των πτήσεων δεν μπορεί να αποτελέσει πεδίο πειραματισμών και απαιτεί απόλυτη επαγρύπνηση, μακριά από διοικητικά ή πολιτικά παιχνίδια.
Με τη χώρα να επιχειρεί να αναβαθμίσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό αεροναυτικό χάρτη, η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της μεταρρύθμισης θα κριθεί όχι από τη νομοθετική της πρόβλεψη, αλλά από την εφαρμογή της στην πράξη, με επίκεντρο πάντα την ασφάλεια των πολιτών.

