Ένα νέο φαινόμενο που αναδύεται στον ακαδημαϊκό χώρο προκαλεί ανησυχία σε επιστήμονες και ειδικούς στην κυβερνοασφάλεια: ψευδείς επιστημονικές μελέτες που δημιουργούνται με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ/ΑΙ) περνούν αθόρυβα τους παραδοσιακούς ελέγχους λογοκλοπής και εντάσσονται σε επιστημονικά περιοδικά, θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπιστία της μελλοντικής γνώσης.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η νέα αυτή «βιομηχανία πλαστών μελετών» — οργανισμοί που αποκομίζουν κέρδη από ψευδείς δημοσιεύσεις και εξαγορασμένη συγγραφική ιδιότητα — έχει πλέον στη διάθεσή της εργαλεία που πολλαπλασιάζουν την ισχύ της. Η τεχνητή νοημοσύνη, με τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα όπως το ChatGPT, το Gemini και το Claude, μπορεί να δημιουργεί κείμενα έρευνας που φαίνονται αυθεντικά και περνούν αδιάβαστα από τους τυπικούς ελέγχους λογοκλοπής.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στο Nature Portfolio, πάνω από 10.000 επιστημονικά άρθρα αποσύρθηκαν παγκοσμίως το 2023. Ταυτόχρονα, τα LLM διαδίδονται σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους και πλατφόρμες όπως το Google Scholar. Το University of Borås στη Σουηδία διαπίστωσε ότι τέτοιες πλαστές μελέτες εμφανίζονται ολοένα συχνότερα, αυξάνοντας τον κίνδυνο στρατηγικής παραπληροφόρησης.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έδωσε ο καθηγητής Πληροφορικής Διομήδης Σπινέλλης από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον Μάιο του 2025 ανακάλυψε ότι το όνομά του είχε χρησιμοποιηθεί ψευδώς σε δημοσίευση στο περιοδικό Global International Journal of Innovative Research. Η ανάλυσή του έδειξε ότι μόνο 5 από τα 53 άρθρα που εξέτασε φαινόταν να είναι προϊόν ανθρώπινης συγγραφής, ενώ τα υπόλοιπα 48 εμφάνιζαν έντονα χαρακτηριστικά τεχνητής νοημοσύνης.
Παράλληλα, σουηδική έρευνα εντόπισε πάνω από 100 ύποπτα άρθρα στο Google Scholar, τα οποία πιθανότατα είχαν παραχθεί από ΤΝ. Οι συγγραφείς της μελέτης επισήμαναν ότι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην επιστήμη, αν δεν ελέγχεται σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε «πειρατεία αποδείξεων», όπου ψευδή αποτελέσματα κυκλοφορούν ευρέως και επιδρούν σε κρίσιμους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η Νισάνσι Σούκλα, ειδικός στην ηθική της ΤΝ στο Western Governors University, επισημαίνει ότι η κυκλοφορία τέτοιων ψευδών μελετών πλήττει κυρίως την επιστημονική έρευνα που αφορά άμεσα τους ανθρώπους. Όταν ολόκληρη η μελέτη παράγεται από ΤΝ, η ανθρώπινη επίβλεψη παραμελείται, με αποτέλεσμα την ομογενοποίηση της γνώσης, την επανάληψη των ίδιων σφαλμάτων και την ενίσχυση προκαταλήψεων, εξυπηρετώντας τελικά μόνο συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων.
Ο Μίχαλ Πρυβάτα, συνιδρυτής της εταιρείας Vertus, περιγράφει το φαινόμενο σαν μια «επίθεση άρνησης υπηρεσίας» στον κόσμο της επιστήμης. Οι πραγματικοί ερευνητές πνίγονται στον όγκο ψευδών δημοσιεύσεων, οι αξιολογητές υπερφορτώνονται και οι παραπομπές μολύνονται από αναξιόπιστα άρθρα, καθιστώντας δύσκολη την αναγνώριση της πραγματικής επιστημονικής προόδου.
Ο Νέιθαν Ουένζλερ, επικεφαλής ασφάλειας πληροφοριών στην Optiv, επισημαίνει ότι διακυβεύεται και η δημόσια εμπιστοσύνη στην επιστήμη. Όσο περισσότερα ψευδή άρθρα εισέρχονται σε έγκριτα περιοδικά, τόσο αυξάνεται η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της επιστημονικής διαδικασίας. Παράλληλα, οι κυβερνοεπιθέσεις σε πανεπιστήμια, με στόχο την υποκλοπή ερευνητικών δεδομένων, έχουν ήδη σημειωθεί, και τα κλεμμένα δεδομένα μπορεί να παρουσιαστούν ως δικά τους, με οικονομικές και επιστημονικές συνέπειες ανυπολόγιστες.
Σύμφωνα με το Pew Research Center, μόλις το 26% των Αμερικανών πιστεύει σήμερα ότι οι επιστήμονες ενεργούν για το κοινό καλό, έναντι 87% το 2020. Παράλληλα, μελέτες του Brookings Institution δείχνουν ότι αυξάνεται η δυσπιστία απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη, ειδικά σε τομείς όπως η γλωσσολογία, η ιατρική και η κοινωνική έρευνα.

Οι ειδικοί συμφωνούν ότι ένα βασικό αίτιο είναι η πίεση για συνεχή δημοσίευση. Όταν η επαγγελματική ανέλιξη, η χρηματοδότηση και η πανεπιστημιακή κατάταξη συνδέονται με τον αριθμό δημοσιεύσεων, η ΤΝ γίνεται εύκολος τρόπος «επιτυχίας». Η Σούκλα τονίζει ότι η αντιμετώπιση πρέπει να περιλαμβάνει την αποδέσμευση της ακαδημαϊκής κοινότητας από την πίεση του όγκου δημοσιεύσεων, την υιοθέτηση νέων δεικτών αξιολόγησης και τη διατήρηση αυστηρών προτύπων διαφάνειας και αυθεντικότητας.
Το Διεθνές Επιστημονικό Συμβούλιο υποστηρίζει ότι χωρίς αλλαγή των κινήτρων, ο κόσμος της έρευνας κινδυνεύει να στραφεί σε χαμηλότερα επιστημονικά πρότυπα, με σοβαρές συνέπειες σε κρίσιμους τομείς όπως η ιατρική, η τεχνολογία και η κλιματική επιστήμη. Ο Πρυβάτα προειδοποιεί για τον φαύλο κύκλο: ψευδή δεδομένα που παράγονται από ΤΝ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση νέων μοντέλων, αυξάνοντας την παραπληροφόρηση.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα υπάρχοντα εργαλεία ανίχνευσης τεχνητής νοημοσύνης δεν αρκούν, καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται συνεχώς και μπορεί να παραπλανήσει τους ανιχνευτές. Η λύση, λένε, βρίσκεται στην αναθεώρηση του συστήματος κινήτρων: οι ερευνητές και τα ιδρύματα πρέπει να φέρουν ευθύνη για ψευδείς δημοσιεύσεις, ενώ η έμφαση πρέπει να μετατοπιστεί από τον όγκο στη ποιότητα και τον πραγματικό αντίκτυπο των εργασιών.
Ο Ουένζλερ προσθέτει ότι η αξιολόγηση από ομοτίμους παραμένει ο «χρυσός κανόνας», αλλά χρειάζεται επένδυση χρόνου και τεχνολογίας, καθώς και ευρύτερη συνεργασία πανεπιστημίων και κυβερνήσεων. Προτείνει επίσης τη θεσμοθέτηση αμειβόμενης αξιολόγησης, με διαφάνεια στην ταυτότητα των αξιολογητών, ώστε να σταματήσει η εθελοντική και συχνά αναποτελεσματική διαδικασία.
Η αυξανόμενη εξάρτηση της επιστήμης από την τεχνητή νοημοσύνη, χωρίς κατάλληλη εποπτεία, δημιουργεί κίνδυνο κυκλικής αναπαραγωγής σφαλμάτων, παραπληροφόρησης και διάβρωσης της εμπιστοσύνης στην επιστημονική κοινότητα. Ειδικοί επισημαίνουν ότι η λύση δεν βρίσκεται μόνο σε τεχνολογικά εργαλεία, αλλά στην αλλαγή των δομών και των κινήτρων, ώστε η επιστημονική έρευνα να διατηρήσει την αξιοπιστία, την αυθεντικότητα και την κοινωνική της αξία.
Η επιστήμη και η κοινωνία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο: αν δεν αναληφθούν άμεσα δράσεις, η εξάπλωση των ψευδών επιστημονικών εργασιών όχι μόνο θα επιβαρύνει το σύστημα αξιολόγησης, αλλά μπορεί να υπονομεύσει σημαντικά την παγκόσμια επιστημονική πρόοδο και τη δημόσια εμπιστοσύνη στην επιστήμη.

