8 Ιουλίου, 2025
Πολιτική

Πρωτοφανής ρήξη ηγεσίας και βουλευτών στη Νέα Δημοκρατία

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να πληρώσει

Εδώ και δεκαετίες, ο τρόπος με τον οποίο οι πρωθυπουργοί διαχειρίζονται τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες των κομμάτων τους αποτελεί έναν άτυπο αλλά κρίσιμο δείκτη για τη συνοχή της εξουσίας. Ποτέ άλλοτε την τελευταία 25ετία δεν έχει παρατηρηθεί τόσο έντονη ψυχική απόσταση μεταξύ ηγεσίας και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ούτε τόσο διάχυτη απογοήτευση βουλευτών από την κορυφή της κυβέρνησης. Στο παρελθόν, το ΠΑΣΟΚ διαχειριζόταν ενδοκομματικές εντάσεις επιτρέποντας στους βουλευτές να εκφράζονται ελεύθερα στις Κεντρικές Επιτροπές ή στις συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ανεξαρτήτως ηγεσίας. Η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή συντηρούσε ένα στενό και σχεδόν οικογενειακό κλίμα, χωρίς ιδεολογικούς αποκλεισμούς. Ο τότε πρωθυπουργός γνώριζε προσωπικά τα περισσότερα στελέχη και τους δεχόταν κάθε φθινόπωρο στο σπίτι του στη Ραφήνα. Ο Αντώνης Σαμαράς ακολούθησε ανάλογη τακτική, σεβόμενος ακόμη και την καλοπροαίρετη διαφωνία. Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα, η εσωκομματική διαφωνία ήταν κατοχυρωμένη, με τις διαγραφές να απαγορεύονται καταστατικά.

Αντίθετα, η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Από την πρώτη στιγμή, έδειξε ότι δεν τον ενδιαφέρει να καλλιεργήσει προσωπική σχέση με τους βουλευτές του, απορρίπτοντας ακόμη και την κοινωνική συναναστροφή μαζί τους ως λαϊκίστικη πρακτική. Πίστευε πως η εκλογή τους οφείλεται πρωτίστως στα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του. Η μοναδική φορά που τους δεξιώθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου ήταν σε περίοδο προσωπικού του άγχους. Κατά την πρώτη τετραετία, η λειτουργία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας χαρακτηρίστηκε από αυστηρό έλεγχο. Ο εκάστοτε γενικός γραμματέας της Κ.Ο. φρόντιζε να εμποδίζει τη διατύπωση ανεπιθύμητων ερωτήσεων, ακόμα και για εσωτερικά ζητήματα. Υπήρχε άτυπη απαγόρευση για ερωτήσεις προς προστατευόμενους υπουργούς, ενώ η παρουσία βουλευτών στα τηλεοπτικά πάνελ ελεγχόταν πλήρως. Οι λίστες προβολής υπαγορεύονταν από το κόμμα, όπως συμβαίνει σταθερά στο ΚΚΕ, αλλά με εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο.

Ο κοριός των παρακολουθήσεων ακούμπησε και κοινοβουλευτικά στελέχη, ενώ η πειθαρχία στις ψηφοφορίες επιβαλλόταν με την απειλή διαγραφής. Όσοι βουλευτές διατηρούσαν δεσμούς με ιστορικές μορφές της παράταξης έμεναν εκτός κυβερνητικών θέσεων στους ανασχηματισμούς. Οι συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ήταν σπάνιες και σχεδόν ποτέ δεν δινόταν ο λόγος στα μέλη της. Όταν, μετά τις ευρωεκλογές, κάποιος τόλμησε να θέσει θέμα ευνοϊκής μεταχείρισης συμφερόντων στον ενεργειακό τομέα, διαγράφηκε μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα. Αμέσως μετά, χαρακτηρίστηκε από κυβερνητικά μέσα ως «ξένο σώμα», κατόπιν άνωθεν εντολής.

Η πρώτη ρωγμή στην αυστηρή κομματική γραμμή σημειώθηκε στην ψηφοφορία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, όταν 53 βουλευτές επέλεξαν την αποχή ή την αρνητική ψήφο, παρά τις αφόρητες πιέσεις. Αργότερα, κάποιοι εξ αυτών υπέβαλαν ερωτήσεις για ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή οι αγοραπωλησίες ακινήτων σε παραμεθόριες περιοχές. Η Νέα Δημοκρατία τις παρουσίασε ως δείγμα εσωκομματικής ελευθερίας, ενώ στην πραγματικότητα αντέδρασε περιορίζοντας θεματικά την κοινοβουλευτική δραστηριότητα των βουλευτών, απαγορεύοντας ερωτήσεις για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Το κόμμα που ιστορικά δήλωνε υπέρμαχο της ελευθερίας της έκφρασης δεν δίστασε να διαγράψει ακόμα και πρώην πρωθυπουργό με κοινοβουλευτική παρουσία από το 1977. Παράλληλα, η ηγεσία απομάκρυνε υφυπουργούς, αλλά προστάτευσε υψηλόβαθμους αξιωματούχους που εμπλέκονται σε υποθέσεις με σοβαρότερο θεσμικό και πολιτικό βάρος, όπως εκείνη του ΟΠΕΚΕΠΕ. Το κόστος της υπόθεσης μεταφέρθηκε στους βουλευτές, οι οποίοι κλήθηκαν να επωμιστούν την ευθύνη, μολονότι η πραγματική ευθύνη βαρύνει τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια.

Η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από μέλος του κόμματος σηματοδότησε μία συμβολική και ουσιαστική ρήξη με την παραδοσιακή φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας. Παρά τις απομακρύνσεις προσώπων από το χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εξουσίας, τα ανώτερα στελέχη που εξέθεσαν τη χώρα στην Ευρώπη με τον τρόπο διαχείρισης υποθέσεων όπως εκείνη της Ευρωπαίας Εισαγγελέως Λάουρας Κοβέσι παραμένουν ακλόνητα.

Αν η φθορά συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς και ενταθεί η απογοήτευση στους κόλπους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ιδιαίτερα μεταξύ των βουλευτών από μικρές εκλογικές περιφέρειες, είναι πολύ πιθανό το μπλοκ των πιστών στον πρωθυπουργό να αποδυναμωθεί ή και να εξαφανιστεί. Ένας σκληρός πυρήνας γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα συνεχίσει να τον στηρίζει, κυρίως όσοι του οφείλουν την πολιτική τους σταδιοδρομία, όμως οι περιφερειακοί βουλευτές αναμένεται να επιδιώξουν μεγαλύτερη αυτονομία για να διασφαλίσουν την επανεκλογή τους. Κάποιοι ήδη το επιχειρούν.

Τα γεγονότα στα Τέμπη και η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτέλεσαν τα καμπανάκια για τους βουλευτές, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι είναι πολιτικά εκτεθειμένοι. Στην τραγωδία των Τεμπών, τους επιβλήθηκαν περιορισμοί για τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής, ενώ αργότερα υπέστησαν δημόσια απαξίωση. Στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, τους αποδόθηκαν ευθύνες που αντιστοιχούν σε υψηλόβαθμα πρόσωπα του κυβερνητικού μηχανισμού. Η συνέχιση αυτής της κατάστασης δεν προμηνύει βιώσιμη πορεία.

Οι βουλευτές, αργά ή γρήγορα, θα κληθούν να επανασυνδεθούν με τη συνταγματική τους αποστολή και να ενεργούν σύμφωνα με τη συνείδησή τους. Σε διαφορετική περίπτωση, γνωρίζουν καλά ότι αν συνεχίσουν να στηρίζουν άκριτα κάθε κυβερνητική επιλογή, η πολιτική τους πορεία θα κλείσει πρόωρα.

Κατάντησε… πρωθυπουργικός περίγελος

Με δηλώσεις που θυμίζουν επαναλαμβανόμενη κασέτα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επανέφερε στο προσκήνιο τη γνωστή φράση περί ανάληψης ευθύνης εκ μέρους όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα, αυτή τη φορά με αφορμή το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Δεν διστάζω να αναλάβω το βάρος της ευθύνης και στο όνομα όσων κυβέρνησαν και δεν άλλαξαν ένα κράτος που έπρεπε να αλλάξει».

Η φράση αυτή, όμως, μόνο καινούρια δεν είναι. Είχε ειπωθεί σχεδόν αυτολεξεί στις 5 Μαρτίου 2023, όταν ο πρωθυπουργός τοποθετήθηκε δημόσια για την τραγωδία των Τεμπών, δηλώνοντας: «Ως πρωθυπουργός, οφείλω σε όλους, αλλά πάνω από όλα στους συγγενείς των θυμάτων, μια μεγάλη ΣΥΓΓΝΩΜΗ. Τόσο προσωπική όσο και στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια». Λίγες ημέρες αργότερα, κατά νέα συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, επανέλαβε τη δήλωση με πανομοιότυπη διατύπωση.

Η προσπάθεια του πρωθυπουργού να παρουσιαστεί ως πολιτικός που σηκώνει το βάρος της συλλογικής ενοχής, διατρέχει την επικοινωνιακή του στρατηγική εδώ και χρόνια. Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει και το καλοκαίρι του 2021, όταν καταστροφικές πυρκαγιές έπληξαν την Εύβοια και την Αττική. Τότε, σε τηλεοπτικό διάγγελμα, είχε αναφέρει: «Πρώτος εγώ ζητώ συγγνώμη για τις όποιες αδυναμίες υπήρξαν», προσθέτοντας πως οι πληγείσες περιοχές θα μετατρέπονταν σε «πρότυπα μιας νέας αρχής». Οι εξαγγελίες αυτές παραμένουν ακόμη χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.

Στην περίπτωση των Τεμπών, είχε παραδεχθεί πως «στην Ελλάδα του 2023, δεν γίνεται δύο τρένα να κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή και να μην το έχει αντιληφθεί κανείς». Ωστόσο, η διαχείριση της υπόθεσης και οι κυβερνητικές επιλογές που ακολούθησαν προκάλεσαν έντονη κριτική, καθώς δεν συνοδεύτηκαν από ουσιαστικές πρωτοβουλίες ή αλλαγές που να αντανακλούν την υποτιθέμενη ανάληψη ευθύνης.

Αντίστοιχα, στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «οι πελατειακές σχέσεις δεν μπορούν να διέπουν πια τον τρόπο με τον οποίο πολιτευόμαστε» και μίλησε για την ανάγκη οικοδόμησης νέας σχέσης κράτους-πολίτη «σε σωστά θεμέλια», ενώ αποκήρυξε και «τη λογική του συμψηφισμού». Το ερώτημα που τίθεται, ωστόσο, είναι κατά πόσο τέτοιες δηλώσεις συνοδεύονται από συγκεκριμένα και μετρήσιμα βήματα, ή αν επαναλαμβάνονται ως επικοινωνιακές φόρμες σε κάθε κρίση.

Η επανάληψη σχεδόν ταυτόσημων φράσεων σε κρίσιμες στιγμές καταδεικνύει μια σταθερή επιλογή πολιτικής επικοινωνίας που ποντάρει στη διαχείριση των εντυπώσεων, περισσότερο παρά στην ανάληψη πρακτικών ευθυνών. Παρά τις δημόσιες συγγνώμες και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, τα αποτελέσματα σε πεδία όπως η ασφάλεια, η διαφάνεια και η κρατική λειτουργία δείχνουν πως η απόσταση ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη παραμένει μεγάλη.

Όπως κι αν εξετάσει κάποιος το θέμα, και στον τύπο και στην ουσία του, θα διαπιστώσει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο κύριος υπεύθυνος για την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε στον αγροτικό τομέα της χώρας και σε ολόκληρη την κοινωνία.

Γι’ αυτό πρέπει να λογοδοτήσει ουσιαστικά και να δώσει τις δέουσες εξηγήσεις στις Αρχές. Δεν αρκούν οι λεκτικές αναλήψεις ευθύνης. Το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη χώρα μας και όσες άλλες ζημιές προκληθούν πρέπει να τα καλύψουν οικονομικά εκείνοι που ευθύνονται για όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, αν θέλουν να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη, να πληρώσουν το πρόστιμο ρευστοποιώντας την προσωπική περιουσία τους.