Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτώνται σημαντικά από την Κίνα για την προμήθεια κρίσιμων πρώτων υλών, με τις ΗΠΑ να καλύπτουν περίπου το 80% των αναγκών τους και την ΕΕ σχεδόν το 98%. Η εξάρτηση αυτή, ωστόσο, δημιουργεί κινδύνους για την ασφάλεια του εφοδιασμού, κάτι που αναγκάζει τις δυτικές χώρες, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους διαφοροποίησης των προμηθευτών. Αυτή η στρατηγική αναδιάρθρωση είναι αναγκαία, καθώς οι “κρίσιμες πρώτες ύλες” (critical raw materials – CRM) είναι απαραίτητες για την επίτευξη της πράσινης μετάβασης σε πηγές ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Αυτή η μετάβαση είναι περισσότερο επιτακτική για την ΕΕ, ενώ οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του νέου προέδρου, δεν πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή προκαλείται από ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η Κίνα, από την άλλη, έχει επενδύσει σημαντικά στην ενεργειακή της μετάβαση, δαπανώντας 676 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023, ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ τις επενδύσεις οποιασδήποτε άλλης χώρας. Η Κίνα είναι επίσης ηγέτης στην παγκόσμια παραγωγή ηλιακών συλλεκτών, μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ ελέγχει το 85% της παγκόσμιας παραγωγής κρίσιμων πρώτων υλών. Η κυριαρχία της στη βιομηχανία των πρώτων υλών καθιστά τη χώρα καθοριστικό παράγοντα για την παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, στην έκθεσή της «Ορυκτά για τη Δράση για το Κλίμα», προειδοποιεί ότι η παραγωγή ορυκτών όπως ο γραφίτης, το λίθιο και το κοβάλτιο πρέπει να αυξηθεί κατά 500% έως το 2050 για να καλυφθούν οι παγκόσμιες ανάγκες της πράσινης μετάβασης. Εάν η ζήτηση για καθαρές τεχνολογίες ενέργειας συνεχίσει να αυξάνεται, θα απαιτηθούν περισσότερα από τρία δισεκατομμύρια τόνοι ορυκτών και μετάλλων για την ανάπτυξη αιολικής, ηλιακής και γεωθερμικής ενέργειας, καθώς και την αποθήκευση ενέργειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη λάβει μέτρα για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες της σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Στον Μάρτιο του 2024, θεσπίστηκε ο ευρωπαϊκός κανονισμός για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRM), ο οποίος αποσκοπεί στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και της ανακύκλωσης αυτών των υλικών. Η ζήτηση για βασικά μέταλλα, υλικά μπαταριών και σπάνιες γαίες αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά, καθώς η ΕΕ απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα και στρέφεται σε συστήματα καθαρής ενέργειας. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση των εγχώριων πόρων, όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο, το γάλλιο και άλλα κρίσιμα υλικά.
Η κατάσταση της εξόρυξης στην Ελλάδα και τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα
Η Ελλάδα, αν και παρακολουθεί τις εξελίξεις με αργούς ρυθμούς, διαθέτει σημαντικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα λόγω των πλουσιότατων φυσικών πόρων της. Οι κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες που υπάρχουν στους δημόσιους μεταλλευτικούς χώρους της χώρας περιλαμβάνουν βωξίτη, φωσφορίτη, βαρίτη, αντιμόνιο, κοβάλτιο, μαγνήσιο, πυρίτιο, βολφράμιο, γραφίτη και σπάνιες γαίες. Η Ελλάδα είναι η πρώτη στην Ευρώπη σε παραγωγή βωξίτη, με το 85% της συνολικής παραγωγής στην περιοχή, ενώ η ποιότητα των πρώτων υλών της είναι υψηλή και ανταγωνίζεται άλλες παγκόσμιες παραγωγούς χώρες.
Ο μεταλλευτικός κλάδος στην Ελλάδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εθνική οικονομία, συνεισφέροντας περίπου το 3% στο ΑΕΠ της χώρας. Παράγει 65 εκατομμύρια τόνους εμπορεύσιμων προϊόντων και είναι υπεύθυνος για περίπου το 60% του κύκλου εργασιών του μέσω εξαγωγών. Ο τομέας αυτός απασχολεί 100.000 άτομα και στηρίζει την τοπική οικονομία, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής μεταποίησης. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει αποκαταστήσει πλήρως 85.000 στρέμματα μεταλλευτικών περιοχών από το 1979.
Παρά τα πλεονεκτήματα, η ανάπτυξη του μεταλλευτικού τομέα στην Ελλάδα αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις. Η χρονοβόρα διαδικασία περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων και οι συγκρούσεις με άλλες χρήσεις γης αποτελούν βασικά εμπόδια στην ανάπτυξη. Παρά τη σαφή περιβαλλοντική νομοθεσία στην ΕΕ, η τοπική κοινωνία παραμένει επιφυλακτική, και η ευαισθητοποίηση των πολιτών για τα οφέλη της βιωσιμότητας είναι κρίσιμη για την επιτυχία των στρατηγικών ανάπτυξης του τομέα.
Η ανάπτυξη του μεταλλευτικού τομέα απαιτεί μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό για την ανακύκλωση και αξιοποίηση των δευτερογενών υλικών, ιδιαίτερα στους τομείς των κρίσιμων πρώτων υλών και των αδρανών υλικών. Η συνεργασία του δημόσιου τομέα με την αγορά είναι καθοριστική για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και την ενίσχυση της καινοτομίας στον τομέα αυτό, αλλά και για την ενθάρρυνση επενδύσεων που είναι απαραίτητες για την πλήρη αξιοποίηση των πλουσίων πόρων της χώρας.
Η ανάπτυξη του τομέα απαιτεί επίσης επαγγελματική κατάρτιση, καθώς η πλειονότητα των εργαζομένων στον κλάδο απασχολείται με ειδικότητες όπως οι χειριστές μηχανημάτων έργου. Η βελτίωση της επαγγελματικής κατάρτισης και η προσαρμογή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις ανάγκες της αγοράς εργασίας είναι σημαντικές για την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού και την προσφορά ποιοτικών θέσεων απασχόλησης στις τοπικές κοινωνίες.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων Ελλάδας, περισσότερα από 15.000 άτομα εργάζονται στον μεταλλευτικό τομέα στην Ελλάδα. Ο τομέας θεωρεί ότι, αν η ανάπτυξη αυτή γίνει με σεβασμό για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες, μπορεί να έχει θετική επίδραση στην οικονομία και να συμβάλει στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας.