12 Νοεμβρίου, 2025
Ελλάδα

Προφυλακισμένος ο 46χρονος «ψευτοπαπάς» – Η ανθρωπιστική απάτη και το κύκλωμα ναρκωτικών αποκαλύπτονται

Το πρωί της Τετάρτης, το κατώφλι της Ευελπίδων πέρασαν η φερόμενη ως αρχηγός του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών, ο υπαρχηγός της και ένα ακόμη μέλος της πολυσύνθετης αυτής υπόθεσης, που έχει προκαλέσει σάλο στην κοινή γνώμη. Οι απολογίες τους ενώπιον των δικαστικών αρχών συνεχίζονται, καθώς οι αποκαλύψεις για τη δράση του κυκλώματος και τις μεθοδεύσεις που ακολουθούσαν προκαλούν αίσθηση.

Παράλληλα, ο φερόμενος αρχηγός του δεύτερου βραχίονα της οργάνωσης, που φέρεται να είχε αναλάβει την καλλιέργεια ναρκωτικών σε απομονωμένες περιοχές της χώρας, αρνήθηκε κάθε εμπλοκή, δηλώνοντας μόνο χρήστης ουσιών και όχι μέλος εγκληματικού δικτύου.

Η υπόθεση έχει λάβει διαστάσεις, όχι μόνο λόγω του εύρους του κυκλώματος, αλλά και εξαιτίας της εμπλοκής ενός ανθρώπου που παρουσιαζόταν ως ιερέας και είχε αποκτήσει φήμη μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις. Ο ψευτοϊερέας YouTuber, μαζί με τον 40χρονο συνεργό του, δύο ρασοφόρους και ένα ζευγάρι αλβανικής καταγωγής, απολογήθηκαν την Τρίτη, και όλοι κρίθηκαν προφυλακιστέοι.

Οι λεπτομέρειες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μοιάζουν βγαλμένες από σενάριο κινηματογραφικής απάτης, καθώς αποκαλύπτεται πως κάτω από το ράσο και τη βιτρίνα της «πίστης» λειτουργούσε ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών, που χρησιμοποιούσε ακόμα και θρησκευτικούς χώρους για να αποκρύπτει τις δραστηριότητές του.

Η γλώσσα του κυκλώματος ήταν κωδικοποιημένη. «Φανουρόπιτα» αποκαλούσαν την ακατέργαστη κάνναβη, «κεράκι» την κοκαΐνη, «καφεδάκι» το χασίς, ενώ οι λέξεις «μακαρόνια» και «άρτος» υποδήλωναν άλλες μορφές κάνναβης. Τα ναρκωτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών, φυλάσσονταν στο αυτοσχέδιο εκκλησάκι του ψευτοπαπά στη Λιοσίων — ένα σημείο που δύσκολα θα υποψιαζόταν κανείς ότι έκρυβε παράνομη δραστηριότητα.

Στο εσωτερικό υπήρχαν παντού κάμερες ασφαλείας και ανιχνευτές κίνησης, κάτι που, όπως φαίνεται, ο ρασοφόρος είχε φροντίσει να τοποθετήσει δήθεν για να προστατεύεται από επιθέσεις, αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσε για τον έλεγχο των κινήσεων μέσα και γύρω από τον χώρο.

Το παρελθόν του αποκαλύπτει πως ουδεμία σχέση είχε με την Εκκλησία. Αν και το 2001 χειροτονήθηκε διάκονος με εντολή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, μόλις έναν χρόνο αργότερα καθαιρέθηκε. Ωστόσο, ο ίδιος συνέχισε να παριστάνει τον ιερωμένο, υποστηρίζοντας ότι το 2004 εξελέγη Επίσκοπος από την Ιερά Σύνοδο των Παλαιοημερολογιτών και αργότερα Αρχιεπίσκοπος. Από το 2020 άρχισε να κατασκευάζει το ψευτοεκκλησάκι στη Λιοσίων, όπου τελούσε λειτουργίες, βάφτιζε παιδιά και έκανε αγιασμούς, εξαπατώντας ανυποψίαστους πιστούς.

Μάρτυρες περιγράφουν πως «μόνος του είχε χειροτονηθεί» και «αυτοανακηρύχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Παρουσιαζόταν ως πνευματικός ηγέτης, φορώντας πετραχήλια, σταυρούς και κρατώντας ράβδους, ενώ η συμπεριφορά του έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου με έντονη αίσθηση μεγαλείου.

Το θέαμα της «έλευσης του Αγίου Φωτός» με συνοδεία αστυνομίας και πλαστές πινακίδες στο πολυτελές αυτοκίνητό του αποτυπώνει το μέγεθος της εξαπάτησης. Φίλοι και συνεργάτες του θυμούνται ότι φρόντιζε να κάνει επιδείξεις ισχύος, οργανώνοντας λιτανείες και θρησκευτικές τελετές με κάθε επισημότητα, φέρνοντας μέχρι και φιλαρμονική για την υποδοχή δήθεν ιερών λειψάνων. Οι αναπαραστάσεις των Αγίων Παθών, στις οποίες ο ίδιος υποδυόταν τον Χριστό, συμπλήρωναν το σκηνικό ενός παραληρήματος θεοποίησης.

Πίσω, όμως, από το προσωπείο του «Αρχιεπισκόπου της αγάπης», όπως αυτοαποκαλούνταν, κρυβόταν ένα πλέγμα απάτης, οικονομικής εκμετάλλευσης και εγκληματικής δραστηριότητας. Στην ψευτοεκκλησία που είχε φτιάξει πωλούσε προϊόντα με το πρόσωπό του — κρασί, μέλι, λουκούμια, ακόμα και κομποσκοίνια — προβάλλοντας το έργο του ως φιλανθρωπικό. Ένας αγιογράφος που του χάρισε αφιλοκερδώς τις εικόνες του ναού, δήλωσε πως ο 46χρονος «παρουσίασε μία από τις εικόνες ως αντίκα 200 ετών», εξαπατώντας ακόμη και εκείνον που τον βοήθησε.

Ανάμεσα στα θύματα της δράσης του ψευτοϊερέα βρίσκεται και μια 55χρονη ομογενής από τον Καναδά, η οποία στα τελευταία χρόνια της ζωής της, παλεύοντας με τον καρκίνο, πίστεψε στις υποσχέσεις του και του έστειλε περίπου 200.000 ευρώ για την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Παρθενίου, προστάτη των καρκινοπαθών.

Η γυναίκα, συγκινημένη από τα λόγια του και ελπίζοντας σε ένα θαύμα, έβλεπε σε εκείνον έναν πνευματικό καθοδηγητή. Η μητέρα της και η κόρη της αποκάλυψαν ότι ο ρασοφόρος την παρενοχλούσε συνεχώς, ζητώντας περισσότερα χρήματα με διάφορες προφάσεις, από την κατασκευή τουαλέτας μέχρι την αγορά πετραχηλιού του Αγίου Νεκταρίου.

Όταν η 55χρονη άρχισε να υποψιάζεται την αλήθεια, ανακαλύπτοντας φωτογραφίες του από την παλιά του ζωή, ο «πάτερ» αντέδρασε επιθετικά, απορρίπτοντας κάθε εξήγηση. Στα τελευταία της μηνύματα, η γυναίκα εξομολογήθηκε ότι «κατάλαβε πως το θαύμα δεν έγινε» και πως η υγεία της χειροτέρευε.

Η πίστη της, όμως, είχε ήδη προδοθεί. Η μητέρα της, μιλώντας με συγκίνηση, παραδέχθηκε ότι «έπεσαν σε παγίδα», χαρακτηρίζοντας τον ψευτοπαπά «εκμαυλιστή της πίστης και της ελπίδας».

Οι αποκαλύψεις γύρω από τη δράση του 46χρονου, που βρίσκεται πλέον προφυλακισμένος, σκιαγραφούν ένα πρόσωπο με εξαιρετική ικανότητα χειραγώγησης και μια καλά δομημένη εγκληματική δραστηριότητα πίσω από τη βιτρίνα της θρησκευτικότητας.

Η υπόθεση δεν είναι μόνο μια ιστορία για έναν απατεώνα με ράσο — είναι μια σκληρή υπενθύμιση για το πώς η ανθρώπινη ανάγκη για πίστη και ελπίδα μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Οι Αρχές συνεχίζουν τις έρευνες, προσπαθώντας να ξετυλίξουν όλο το νήμα του κυκλώματος, που φαίνεται να είχε πλοκάμια τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.

Η χειροτόνηση

Η «χειροτόνησή» του, σύμφωνα με μαρτυρίες, πραγματοποιήθηκε σε μια λαμπρή εκδήλωση το 2015, που περισσότερο θύμιζε κοσμική φιέστα παρά εκκλησιαστικό γεγονός. Μάρτυρες περιγράφουν σκηνές που παραπέμπουν σε θέαμα: ο 46χρονος έφτασε στον ναό με λιμουζίνα, συνοδευόμενος από φιλαρμονική και τσολιάδες, ενώ δεκάδες άτομα τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και λουλούδια.

Εκεί, μπροστά σε πλήθος «ιερέων» και πιστών, έγινε η μετάβασή του από διάκονο σε «παπά», σε μια τελετή που φέρεται να διοργανώθηκε με τη συμμετοχή προσώπων από το εξωτερικό, υποτίθεται από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Όμως, όπως αναφέρουν μάρτυρες, η σκηνοθεσία ήταν ολοκληρωτική: οι δήθεν ξένοι ιερείς γνώριζαν ελληνικά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά, αποκαλύπτοντας πως όλο το σκηνικό ήταν μια καλοστημένη απάτη.

Η εικόνα του 46χρονου ψευτοϊερέα είχε χτιστεί μεθοδικά. Διατηρούσε ένα δημοφιλές κανάλι μαγειρικής στο YouTube, μέσα από το οποίο προωθούσε την εικόνα ενός χαρισματικού, λαϊκού «παπά» που συνδύαζε το χιούμορ με τη θεολογία. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος χρησιμοποιούσε τη θρησκεία για να αποσπά χρηματικά ποσά από ανθρώπους που πίστευαν ότι πρόσφεραν σε ιερούς σκοπούς. Όπως καταγγέλλεται, έπαιρνε χρήματα υποσχόμενος θεραπείες σε καρκινοπαθείς, ενώ οργάνωνε φιέστες και «ευεργεσίες» μόνο όταν υπήρχε τηλεοπτική κάμερα παρούσα.

Πιστοί που τον γνώρισαν κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο που «προσπαθούσε να βγάλει λεφτά με κάθε τρόπο». Μια γυναίκα αφηγείται ότι, μετά από λειτουργία στην εκκλησία του, ενώ είχε αφήσει δωρεά, είδε τον «δεσπότη» να καπνίζει στον κήπο. Όταν ρώτησε αν επιτρέπεται, έλαβε την αποστομωτική απάντηση: «Εκείνος είναι δεσπότης, είναι δικό του εδώ». Άλλοι μάρτυρες αναφέρουν ότι πέταγε έξω άπορους που ζητούσαν φαγητό, λέγοντας «εμείς είμαστε χωρίς μισθό, πώς να βοηθήσουμε εσάς;». Οργάνωνε συσσίτια μόνο για την κάμερα, ενώ σε καθημερινή βάση ζούσε πλουσιοπάροχα, με ακριβά ρούχα και πολυτελή αυτοκίνητα.

Πίσω από αυτό το προσεκτικά φτιαγμένο προσωπείο, κρυβόταν μια επιχείρηση εξαπάτησης και εκμετάλλευσης, που λειτουργούσε υπό τη βιτρίνα της Ιεραποστολικής Αδελφότητας «Άνθρωπε Αγάπα». Μέσα από αυτή τη δομή, ο ψευτοπαπάς, μαζί με τον στενό του συνεργάτη —τον 40χρονο «βοηθό» του— αντλούσαν χρήματα από πιστούς, δωρητές και επιχειρηματίες, επικαλούμενοι την ανάγκη στήριξης φιλανθρωπικών δράσεων.

Ο 40χρονος, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες υπήρξε το δεξί του χέρι, είχε γνωρίσει τον ψευτοπαπά πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Ξεκίνησε ως υπάλληλος σε κατάστημα οπτικών στον Πειραιά, αλλά σταδιακά ακολούθησε τον 46χρονο, μετατρεπόμενος στον στενότερο συνεργάτη του. Εκείνος φρόντιζε για τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, τις αναρτήσεις στο YouTube και την επικοινωνία με τους πιστούς, ενώ παράλληλα λειτουργούσε ως «εισπράκτορας» των χρημάτων που συγκεντρώνονταν. Σύμφωνα με πρώην συνεργάτες τους, ο 40χρονος ζητούσε συνεχώς χρήματα, άλλοτε επικαλούμενος οικονομική ανάγκη, άλλοτε ότι κινδύνευε ή ότι έπρεπε να καλύψει έξοδα της «Αδελφότητας».

Μαρτυρίες αποκαλύπτουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: τηλεφωνήματα αργά τη νύχτα, μηνύματα σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αιτήματα για 50, 100 ή 300 ευρώ, πάντα με τη δικαιολογία μιας «άμεσης ανάγκης». Όσοι του έδιναν χρήματα, σπάνια τα έβλεπαν πίσω. Ένας πρώην συνεργάτης τους ανέφερε πως «μου έστελναν μήνυμα στις τρεις το πρωί να δώσω 50 ευρώ. Τους έχω δώσει πολύ χρήμα. Μου έλεγαν ότι θα τα επιστρέψουν, αλλά δεν τα επέστρεψαν ποτέ». Άλλοι κάτοικοι της γειτονιάς επιβεβαιώνουν ότι και οι δύο ζητούσαν χρήματα, άλλοτε με πρόσχημα φιλανθρωπίες και άλλοτε προσωπικές ανάγκες.