Το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού στα «Νέα» το περασμένο Σάββατο, με τον εύγλωττο τίτλο «Πού πάμε», αναζωπύρωσε τη συζήτηση. Με μια φράση–καρφί, ξεκαθάρισε: «Αυτή δεν είναι πια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είναι κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη». Το μήνυμα ήταν σαφές: υπάρχει απόκλιση, ιδεολογική και πολιτική. Και όσοι έχουν μνήμη, δεν μπορούν να το προσπεράσουν. Γιατί ο Αντώνης Σαμαράς δεν είναι τυχαίος. Υπήρξε ο εκλεκτός των καραμανλικών, ο εκφραστής της λαϊκής Δεξιάς, ο πολιτικός που έδωσε σκληρές μάχες για την εθνική ταυτότητα, το μεταναστευτικό, την ελληνοτουρκική ισορροπία. Ήταν πάντα ο «ανυπότακτος» του μητσοτακισμού.
Η αναφορά του στα «Νέα» δεν είναι μεμονωμένη. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη κινητικότητα που, όπως αναφέρουν συνομιλητές του, δεν έχει στόχο απαραιτήτως την ίδρυση κόμματος. «Το ερώτημα δεν είναι αν θα κάνει κόμμα ο Σαμαράς, αλλά αν θα αλλάξει πολιτική η ΝΔ», λένε στενοί του φίλοι. Γιατί, όπως επισημαίνουν, από τις εκλογές του 2023 έως τις ευρωεκλογές του 2024, η ΝΔ χάνει σταθερά έδαφος προς τα δεξιά, αφήνοντας ακάλυπτο έναν ιδεολογικό χώρο που υπολογίζεται στο 16%–23% του εκλογικού σώματος.
Σε αυτό το κενό πατά και οικοδομεί –προς το παρόν άτυπα– ένα πολιτικό ακροατήριο ο Αντώνης Σαμαράς. Πίσω από τις δημόσιες τοποθετήσεις, υπάρχουν συναντήσεις –στην ταβέρνα «Ο Βασίλης», στο πατρικό της Μουρούζη, κοντά στη Ρηγίλλης. Υπάρχει επικοινωνία με παλαιούς βουλευτές, ακόμα και με πολιτικούς που υπήρξαν εκτός ΝΔ. Και υπάρχουν τηλεφωνήματα ενθάρρυνσης. Ο Νίκος Νικολόπουλος, πρώην βουλευτής, δήλωσε ανοιχτά ότι «ο Σαμαράς έρχεται και φέρνει νέο κόμμα».
Στο Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθούν με προσοχή, αλλά χωρίς πανικό. Εκτιμούν ότι ακόμα κι αν προκύψει νέο κόμμα, η απήχησή του δεν θα ξεπεράσει το 1,5%–2%. Αυτό όμως που τους ανησυχεί δεν είναι το ποσοστό αυτό καθαυτό, αλλά αν αυτό είναι ικανό να στερήσει την αυτοδυναμία από τη ΝΔ. Γιατί ξέρουν ότι, όταν ένας πρώην πρωθυπουργός κάνει δημόσια παρέμβαση με τόσο σκληρή γλώσσα, σπάνια το κάνει χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Η κριτική του Σαμαρά στη σημερινή ηγεσία δεν είναι μόνο ιδεολογική. Είναι και βαθιά πολιτική. Υπενθυμίζει ότι η ΝΔ σήμερα δεν εκπροσωπεί το δικό του ιδεολογικό DNA. Το δίλημμα που τίθεται υπόγεια δεν είναι «Μητσοτάκης ή Σαμαράς», αλλά «πολιτική συνέχεια ή μεταπολιτική θολούρα».
Η σύγκριση με τον Ντόναλντ Τραμπ, που κάνουν κάποιοι πολιτικοί του αντίπαλοι (Καμμένος, Βελόπουλος, Καρατζαφέρης), είναι εκτός πλαισίου. Ο Σαμαράς δεν κινείται με όρους Τραμπ, αλλά με όρους εθνικής αναφοράς. «Η Ελλάδα χρειάζεται πατριωτικό κόμμα, όχι τραμπικό», επιμένουν συνεργάτες του.
Και εδώ βρίσκεται και το υπαρξιακό ερώτημα της παράταξης. Θα επιτρέψει η ΝΔ να διαλυθεί σταδιακά προς τη δεξιά της περιφέρεια; Ή θα επανενωθεί υπό νέους, καθαρούς πολιτικούς όρους; Ο Σαμαράς δεν κρύβει την ενόχλησή του για την αποστροφή της ΝΔ από τις αρχές της. Αλλά και δεν κρύβεται ο ίδιος.
Το ερώτημα δεν είναι αν θα κάνει το άλμα. Το ερώτημα είναι αν η φθορά έχει ήδη καλύψει το κενό. Η απάντηση θα δοθεί το φθινόπωρο. Μέχρι τότε, ο παλιός παίκτης παραμένει εντός γηπέδου. Με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στον αντίπαλο, αλλά και στην ιστορία.