17 Νοεμβρίου, 2025
Dislike Εθνικά Πρωτοσέλιδα

Προδοσία εν κρύπτω – Συζητούν μείωση εθνικών συνόρων στο Αιγαίο!

Σενάρια διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα για περιορισμό των ελληνικών χωρικών υδάτων προκαλούν πολιτική και διπλωματική αναταραχή – Οι ανησυχίες, οι δηλώσεις και οι υπόγειες διεργασίες

Έντονο κύμα ανησυχίας έχει προκαλέσει στην Αθήνα, αλλά και σε διπλωματικούς κύκλους της Ευρώπης και του Ισραήλ, η πληροφορία ότι Έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι φέρονται να συζητούν με την Τουρκία ενδεχόμενο περιορισμού των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο — από τα 12 ναυτικά μίλια, που προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας, στα 9. Εάν επαληθευτεί, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε πρωτοφανή ανατροπή του νομικού καθεστώτος κυριαρχίας της Ελλάδας, ανοίγοντας επικίνδυνους δρόμους για το μέλλον της εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.

Η αποκάλυψη προήλθε από τον Ισραηλινό αναλυτή Babak Taghvaee, ο οποίος ανέφερε δημοσίως ότι έχει πληροφορίες για διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε κυβερνητικούς αξιωματούχους της Ελλάδας και της Τουρκίας, με αντικείμενο τη μείωση του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων. Σε ανάρτησή του, ο Taghvaee προειδοποιεί ότι μια τέτοια απόφαση θα αποτελούσε καίριο πλήγμα στην κυριαρχία και την αποτρεπτική ισχύ της χώρας, καθώς «θα εξέπεμπε μήνυμα αδυναμίας προς τον αυταρχικό ηγέτη της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν».

Στην ανάλυσή του, ο Ισραηλινός ειδικός κάνει σκληρή σύγκριση, λέγοντας ότι «η Τουρκία υπό ισλαμική διακυβέρνηση δεν διαφέρει από τη Συρία της HTS/Αλ Κάιντα ή το Ιράν των Αγιατολάχ· κατανοεί μόνο τη γλώσσα της δύναμης και όχι των πολιτικών υποχωρήσεων». Προειδοποιεί μάλιστα ότι η παραμικρή υποχώρηση από τις πάγιες ελληνικές θέσεις θα εκληφθεί από την Άγκυρα ως πρόσκληση για περαιτέρω αναθεωρητισμό. «Μην υπονομεύετε την ασφάλεια και την προστασία του ελληνικού λαού», γράφει χαρακτηριστικά, καλώντας την Αθήνα να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να διατηρεί πλήρη κυριαρχία στα 12 ναυτικά μίλια γύρω από την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά.

Οι πληροφορίες αυτές ήρθαν στο φως σε μια περίοδο έντονης διπλωματικής κινητικότητας ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, με πιο πρόσφατη τη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν. Το περιεχόμενο των συνομιλιών παραμένει ασαφές, ενώ δεν έχει δοθεί επίσημη ενημέρωση για το αν ετέθη θέμα αιγιαλίτιδας ζώνης ή οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, τροφοδοτεί φήμες και υποψίες, καθώς η διαφάνεια γύρω από τέτοιες διαπραγματεύσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Η ανησυχία επιτείνεται από την προγενέστερη τοποθέτηση της γενικής διευθύντριας του ΕΛΙΑΜΕΠ, Μαρίας Γαβουνέλη, η οποία σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ είχε μιλήσει ανοικτά για το ενδεχόμενο «διαπραγμάτευσης στα 8 ή στα 9 ναυτικά μίλια». Είχε προσθέσει ότι «οι δύο υπουργοί Εξωτερικών κρατούν αυτή τη διαπραγμάτευση πάρα πολύ κοντά τους» και ότι «στην πραγματικότητα μιλάνε οι δυο τους». Η δήλωση αυτή, που τότε πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, αποκτά σήμερα νέα σημασία, καθώς συνδέεται με το σενάριο που φέρνει στο φως ο Ισραηλινός αναλυτής.

Η κα Γαβουνέλη είχε αναφέρει ακόμη ότι «όταν κάνεις διαπραγμάτευση, κάνεις και υποχωρήσεις», επισημαίνοντας ότι «ο καθορισμός του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι μεν μονομερής πράξη σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά στην πράξη γίνεται αντικείμενο συζήτησης». Η αναφορά αυτή προκάλεσε τότε έντονες αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε ότι νομιμοποιεί πολιτικά την ιδέα μερικής εκχώρησης κυριαρχίας, ιδίως όταν προέρχεται από πρόσωπο που συνδέεται με το think tank που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης.

Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο, ενώ στο Αιγαίο παραμένει στα 6, με τη δυνατότητα επέκτασης να παραμένει μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα σύμφωνα με τη Σύμβαση του Montego Bay (1982). Η Τουρκία, η οποία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση, έχει κηρύξει από το 1995 ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια συνιστά αιτία πολέμου (casus belli).

Η Ελλάδα, από την πλευρά της, ουδέποτε έχει αποδεχθεί να τεθεί σε διαπραγμάτευση το ζήτημα του εύρους των χωρικών της υδάτων, θεωρώντας το θέμα κυριαρχικής φύσεως και όχι «διεθνούς διαφοράς». Η οποιαδήποτε μεταβολή του εύρους των 12 ναυτικών μιλίων, υποστηρίζουν νομικοί, θα σήμαινε πρακτική παραίτηση από κυριαρχικά δικαιώματα κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο και θα δημιουργούσε δεδικασμένο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Ελλάδας σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.

Στρατιωτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η διαφορά μεταξύ 9 και 12 ναυτικών μιλίων δεν είναι απλώς αριθμητική, αλλά γεωπολιτική. Η επέκταση στα 12 μίλια θα αύξανε κατά περίπου 43% την ελληνική κυριαρχία επί του θαλάσσιου χώρου, περιορίζοντας σημαντικά τη δυνατότητα επιχειρησιακής παρουσίας του τουρκικού ναυτικού στο Αιγαίο. Αντίστροφα, ο περιορισμός στα 9 μίλια θα ισοδυναμούσε με μερική αποδοχή των τουρκικών αξιώσεων περί “μη πλήρους ελληνικού ελέγχου” και θα έθετε σε αμφισβήτηση τον θαλάσσιο και εναέριο χώρο της χώρας.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι πληροφορίες αυτές έχουν αρχίσει να προκαλούν αντιδράσεις, με την αντιπολίτευση να ζητά επίσημες διευκρινίσεις για τη στάση της κυβέρνησης και το εάν πράγματι συζητείται με την Άγκυρα το ζήτημα των χωρικών υδάτων. Ειδικοί του Διεθνούς Δικαίου τονίζουν ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη αποτελεί τμήμα του εθνικού εδάφους και ότι οποιαδήποτε συζήτηση για τροποποίηση του εύρους της πρέπει να γίνεται με κοινοβουλευτικό έλεγχο και πλήρη διαφάνεια.

Η κατάσταση στο Αιγαίο παραμένει εύθραυστη. Η Τουρκία εξακολουθεί να εγείρει αναθεωρητικές διεκδικήσεις για νησιά, θαλάσσιες ζώνες και αποστρατιωτικοποίηση, ενώ η Ελλάδα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη ρητορική της «ήρεμης δύναμης» και την ανάγκη προστασίας της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι φήμες για ενδεχόμενες παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις γύρω από το εύρος των χωρικών υδάτων θολώνουν επικίνδυνα το τοπίο και θέτουν επί τάπητος το ερώτημα:

Πόσο “ήπια” μπορεί να είναι μια εξωτερική πολιτική όταν το αντικείμενό της είναι η ίδια η κυριαρχία;

Η ελληνική κυβέρνηση καλείται να απαντήσει με σαφήνεια και διαφάνεια. Οι θαλάσσιες γραμμές της χώρας δεν είναι τεχνικό ζήτημα, αλλά σύνορα εθνικής ύπαρξης. Οποιαδήποτε παραχώρηση, έστω και προσωρινή, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το τέλος μιας ιστορικής σταθεράς που θεμελιώνει το δικαίωμα της Ελλάδας να ορίζει, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, το μέγεθος της ίδιας της κυριαρχίας της.

Casus Belli: Η «άρση» μιας απειλής ή η προετοιμασία μιας νέας υποχώρησης;

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επαναφέρει επίμονα στις δηλώσεις του το αίτημα για άρση της απειλής πολέμου (casus belli) από την Τουρκία. Το έκανε μάλιστα και από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «η Τουρκία πρέπει να άρει την απειλή πολέμου εναντίον της Ελλάδας που εξακολουθεί να πλανάται ως γκρίζο σύννεφο πάνω από τις σχέσεις μας». Πρόσθεσε ότι «έχουν περάσει τριάντα χρόνια, το casus belli πρέπει να αποσυρθεί. Δεν έχει θέση στις σχέσεις μεταξύ γειτόνων που διατηρούν φιλικές σχέσεις».

Όμως, πού ακριβώς βλέπει ο κ. Μητσοτάκης αυτές τις «φιλικές σχέσεις»; Στις τουρκικές έρευνες με το Nautical Geo και τα θαλάσσια πάρκα του Αιγαίου; Στις Navtex που δεσμεύουν περιοχές μέχρι το Καστελόριζο; Στα σχέδια ηλεκτρικής διασύνδεσης μέσω Κάσου; Ή μήπως στις τουρκολιβυκές συμφωνίες που καταπατούν την ελληνική και την αιγυπτιακή ΑΟΖ; Και βεβαίως, πώς μπορεί να μιλά κανείς για φιλικές σχέσεις, όταν η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει παράνομα έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Η ιστορία του casus belli ξεκινά το 1995, όταν η ελληνική Βουλή επικύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία επιτρέπει σε κάθε κράτος να επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά του ύδατα μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια σε όλες τις ακτές του. Η Ελλάδα, αξιοποιώντας το δικαίωμά της αυτό, θα μπορούσε να πράξει το ίδιο στο Αιγαίο, όπως το έχουν πράξει σχεδόν όλα τα παράκτια κράτη του πλανήτη. Η Άγκυρα, όμως, αντέδρασε άμεσα. Την ίδια χρονιά, η τουρκική Εθνοσυνέλευση ενέκρινε ψήφισμα που εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση να θεωρήσει «αιτία πολέμου» οποιαδήποτε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν των 6 ναυτικών μιλίων.

Έκτοτε, επί τρεις δεκαετίες, η Ελλάδα δεν άσκησε το δικαίωμά της, φοβούμενη την τουρκική απειλή. Μόνη εξαίρεση, η μερική επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο Πέλαγος – μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο. Εκεί, ασφαλώς, η Ιταλία δεν απείλησε με casus belli.

Σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης επανέρχεται στο θέμα συνδέοντάς το με τον Κανονισμό SAFE της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προβλέπει χρηματοδότηση ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για αμυντικά προγράμματα. Ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι μια χώρα που απειλεί με πόλεμο κράτος-μέλος της Ένωσης δεν μπορεί να συμμετάσχει σε τέτοιο πρόγραμμα. Το ερώτημα, όμως, είναι άλλο: μήπως η επίμονη αυτή ρητορική περί άρσης του casus belli δεν αποσκοπεί στην εθνική αποτροπή, αλλά στη διευκόλυνση της τουρκικής συμμετοχής στο ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα;

Γιατί, αν η Τουρκία πρέπει να «συμμορφωθεί» προκειμένου να συμμετάσχει στο SAFE, θα πρέπει να κάνει μια «χειρονομία καλής θέλησης» – να άρει δηλαδή την απειλή πολέμου. Και τότε, εύλογα, τίθεται το ερώτημα: τι θα ζητήσει ως αντάλλαγμα;

Η απάντηση φαίνεται προφανής. Η Άγκυρα, αν προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, θα απαιτήσει από την Αθήνα τη διαβεβαίωση ότι, παρά την άρση του casus belli, η Ελλάδα δεν πρόκειται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Μια τέτοια «διαβεβαίωση» μπορεί να λάβει τη μορφή μνημονίου, συμφωνίας ή ακόμα και ενός μυστικού πρωτοκόλλου. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να παρουσιάσει μια «διπλωματική επιτυχία» για εσωτερική κατανάλωση, ενώ στην πράξη θα έχει δεσμευθεί σε μια σιωπηρή αποκήρυξη κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η Τουρκία, από την πλευρά της, θα έχει επιτύχει διπλό στόχο: θα εμφανιστεί ως «υπεύθυνος εταίρος» της Ε.Ε. και θα αποκτήσει πρόσβαση στη χρηματοδότηση του SAFE, εξασφαλίζοντας κονδύλια για εξοπλισμούς που ενδεχομένως θα στραφούν στο μέλλον κατά της Ελλάδας ή της Κύπρου.

Ακόμη κι αν, υποθετικά, ο Ερντογάν δεχθεί να «αποσύρει» το casus belli, είναι εξαιρετικά απίθανο να το πράξει χωρίς ανταλλάγματα. Και η ελληνική πλευρά, εγκλωβισμένη στη λογική του κατευνασμού, ίσως αποδεχθεί έναν «συμβιβασμό» που θα διατηρεί τη θεμελιώδη ανισορροπία υπέρ της Άγκυρας.

Γιατί αν η Ελλάδα είχε προχωρήσει από το 1995 στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, σήμερα το 71,5% της θάλασσας του Αιγαίου θα ανήκε στην ελληνική επικράτεια, η Τουρκία θα κατείχε μόλις 8,8%, και τα υπόλοιπα 19,7% θα ήταν διεθνή ύδατα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη και τα διεθνή ύδατα θα περιβάλλονταν από ελληνικές ακτές, καθιστώντας τα ουσιαστικά τμήμα της ελληνικής ΑΟΖ, χωρίς να απαιτείται καν οριοθέτηση με την Τουρκία.

Αυτό ακριβώς φοβάται η Άγκυρα – και αυτό αποφεύγει να αντιμετωπίσει η Αθήνα. Η επέκταση των χωρικών υδάτων δεν είναι πράξη επιθετικότητας, αλλά άσκηση νόμιμου, κυριαρχικού δικαιώματος που προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. Παρ’ όλα αυτά, τριάντα χρόνια μετά, η Ελλάδα εξακολουθεί να αυτοπεριορίζεται, διατηρώντας τα θαλάσσιά της σύνορα στα 6 ναυτικά μίλια – όριο που καθορίστηκε το 1936.

Η «άρση της απειλής πολέμου» μπορεί, λοιπόν, να ηχήσει ως μια διπλωματική επιτυχία. Στην πράξη, όμως, εάν συνοδευτεί από παραίτηση ή «δέσμευση μη επέκτασης», θα αποτελεί ένα βαθύ στρατηγικό λάθος. Γιατί τότε, η Ελλάδα θα έχει αποδεχθεί εμμέσως ότι για να μη δεχθεί απειλή πολέμου, οφείλει να μην ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Αυτό θα ήταν, με άλλα λόγια, η επισημοποίηση της υποταγής στον φόβο. Και κάθε φορά που η Αθήνα μιλά για «ήρεμα νερά» και «διακήρυξη των Αθηνών», η Άγκυρα απλώς αναγνωρίζει πως η πολιτική του κατευνασμού λειτουργεί. Γιατί, όσο η Ελλάδα ζητά την άρση του casus belli χωρίς να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, τόσο η απειλή του παραμένει – όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη.