18 Ιουλίου, 2025
Οικονομία

Πώς καταστράφηκε η ελληνική γεωργία με τα ευρωπαϊκά λεφτά

Την ώρα που η κοινή γνώμη και ο δημόσιος διάλογος μονοπωλούνται από την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, ένα ακόμη σκάνδαλο διαχείρισης δημόσιων και κοινοτικών πόρων, η ευρύτερη εικόνα της διαχρονικής κατασπατάλησης και των διαρθρωτικών αποτυχιών του ελληνικού κράτους μένει στο παρασκήνιο. Η επιλεκτική εστίαση σε ένα μόνο περιστατικό αποκαλύπτει μια τάση αποπροσανατολισμού από το συνολικό “δάσος” της κακοδιαχείρισης, της διαπλοκής και της θεσμικής ανεπάρκειας, που διατρέχει την οικονομική ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών.

Από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 και την ένταξη στο ευρώ το 2001, η Ελλάδα βίωσε διαδοχικά κύματα ευρωπαϊκών ενισχύσεων, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν καταλύτη για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα και την αναβάθμιση της υπαίθρου. Ωστόσο, η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων, και κυρίως των πόρων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), ακολούθησε μια στρεβλή τροχιά.

Η ΚΑΠ υπήρξε η παλαιότερη και σημαντικότερη πολιτική της Ε.Ε., με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας, τη στήριξη των αγροτών, τη σταθερότητα των αγορών και την επάρκεια τροφίμων σε λογικές τιμές. Στην Ελλάδα, όμως, παρά τις ευκαιρίες, επικράτησε η λογική της επιδότησης χωρίς παραγωγική αναδιάρθρωση. Οι μηχανισμοί στήριξης, που αποσκοπούσαν στη σταθεροποίηση εισοδημάτων και τιμών, μετατράπηκαν σταδιακά σε εργαλείο συντήρησης μιας επίπλαστης ευημερίας.

Όπως καταγράφουν έγκριτες μελέτες, το ποσοστό των επιδοτήσεων προς τον πρωτογενή τομέα εκτοξεύτηκε από το 16,3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 1980 στο 48,6% το 1998, εκ των οποίων μόλις το 6,1% προήλθε από τον εθνικό προϋπολογισμό. Το υπόλοιπο 42,5% προήλθε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό εγγυήσεων (FEOGA). Το αποτέλεσμα ήταν η διατήρηση εισοδημάτων χωρίς αύξηση παραγωγικότητας, καθώς τα κεφάλαια σπανίως διοχετεύθηκαν σε αναγκαίες δομικές αλλαγές.

Η στήριξη των τιμών και η διανομή επιδοτήσεων απέτρεψαν την πραγματική μεταρρύθμιση του αγροτικού τομέα. Το κράτος και οι αγροτικοί φορείς, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιρισμών, δεν αξιοποίησαν τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό ή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, διατηρήθηκαν οι χρόνιες παθογένειες: κατακερματισμός εκμεταλλεύσεων, αναχρονιστικά παραγωγικά μοντέλα, γήρανση του ανθρώπινου δυναμικού, ανεπάρκεια τεχνολογικής ενσωμάτωσης και αδύναμη σύνδεση με την αγορά.

Η αποτυχία διαφαίνεται και από το διαρκώς αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα σε αγροτικά προϊόντα. Παρά τις χρηματοδοτήσεις, η χώρα εξαρτάται από τις εισαγωγές, ενώ η διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής αλλοιώθηκε, με υπερπαραγωγή σε συγκεκριμένα προϊόντα και εγκατάλειψη άλλων. Οι επενδύσεις σε υποδομές, έρευνα και ανάπτυξη ήταν περιορισμένες, οδηγώντας σε παραγωγική στασιμότητα.

Ενδεικτική είναι και η αποτυχία του συνεταιριστικού κινήματος. Παρά τους διαθέσιμους πόρους και τις θεσμικές ευκαιρίες, το μεγαλύτερο μέρος των συνεταιρισμών οδηγήθηκε σε υπερχρέωση, κακοδιαχείριση και απαξίωση. Οι επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν, πολλές φορές, για σκοπούς πελατειακής φύσης, ενώ ο κρατικός παρεμβατισμός υπονόμευσε κάθε έννοια υγιούς αγροτικής επιχειρηματικότητας.

Μια ακόμα σημαντική παράμετρος υπήρξε η υποκατάσταση της εθνικής αγροτικής πολιτικής από την ΚΑΠ, χωρίς την απαραίτητη ενσωμάτωση στις τοπικές ανάγκες. Οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, που εφαρμόστηκαν ως μέτρο ανανέωσης του αγροτικού πληθυσμού, οδήγησαν σε ταχεία μείωση των ενεργών αγροτών, χωρίς παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας ή δημιουργία νέων ευκαιριών για τους νέους.

Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, είναι πιθανό η εκσυγχρονιστική διάθεση να αμβλύνθηκε τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από την πλευρά του συνεταιριστικού κινήματος και των αγροτών, λόγω της σχετικής ευημερίας που εξασφάλιζαν οι προστατευτικοί μηχανισμοί της ΚΑΠ. Κι αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τη χιονοστιβάδα χρεών των αγροτικών συνεταιρισμών και των συνεταιριστικών ενώσεων!

Είναι μελαγχολική η διαπίστωση ότι μολονότι από την εφαρμογή της ΚΑΠ επί 45 χρόνια η ελληνική γεωργία είναι αυτή που ευνοήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, την ίδια περίοδο προκλήθηκαν και μερικά έντονα αρνητικά αποτελέσματα, όπως π.χ. στρέβλωση της σύνθεσης της αγροτικής παραγωγής, απομόνωση των παραγωγών από τις δυνάμεις της αγοράς, συνεχής αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων, κλπ. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της πλαστής ευημερίας που δημιουργούσαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις.

Έτσι, παρέμειναν ολοένα και πιο εφιαλτικές οι κύριες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής γεωργίας, όπως ο κατακερματισμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η αναποτελεσματική οργάνωση, η χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και εξοπλισμού, η δυσμενή ηλικιακή και εκπαιδευτική διάρθρωση του ανθρώπινου δυναμικού και η περιορισμένη έρευνα και ανάπτυξη, η μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την αποτελεσματική προώθηση των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής. Αυτές οι συνέπειες των διαρθρωτικών αδυναμιών του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα (στασιμότητα, χαμηλή παραγωγικότητα, φθίνουσα τάση στην απασχόληση, χαμηλό επίπεδο επενδύσεων) δεν αντιμετωπίστηκαν με αποτέλεσμα να μη τροφοδοτείται η ανάπτυξη της παραγωγής και η βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος.

Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, όσο σοβαρή κι αν είναι, έρχεται ως τελευταίο επεισόδιο σε μια μακρά ιστορία αποτυχίας στρατηγικού σχεδιασμού, απορρόφησης πόρων χωρίς όραμα και θεσμικής εκτροπής. Η οικονομική ιστορία της Ελλάδας μετά τη μεταπολίτευση έχει σημαδευτεί από την κατασπατάληση κοινοτικών κονδυλίων, τα φαινόμενα διαπλοκής και την απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι μεμονωμένο γεγονός αλλά ένα “πεύκο” μέσα στο “δάσος” των διαχρονικών οικονομικών και θεσμικών παθογενειών.