Η βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης μιας χώρας και η ενίσχυση της εκπαίδευσης θεωρούνται από πολλούς ως οι βασικοί πυλώνες για τη μείωση της εγκληματικότητας. Ωστόσο, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα οπτική που προκαλεί προβληματισμό: μπορεί αυτές οι θετικές αλλαγές να οδηγήσουν, παραδόξως, σε αύξηση της εγκληματικότητας; Η θεωρία της δραστηριότητας ρουτίνας, που ανέπτυξαν οι Λώρενς Ε. Κοέν και Μάρκους Φέλσον, υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, ακόμα και αν είναι προς το καλύτερο, μπορούν να επηρεάσουν τις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για εγκληματικές πράξεις.
Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ο δυτικός κόσμος, και ιδιαίτερα η Αμερική, γνώρισε σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές προόδους. Η εκπαίδευση έγινε πιο προσιτή, με τις γυναίκες να συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο, ενώ τα ποσοστά φτώχειας και ανεργίας μειώθηκαν αισθητά. Παρά την αισιοδοξία που συνόδευε αυτές τις εξελίξεις, η εγκληματικότητα παρουσίασε ανησυχητική αύξηση. Αυτό το φαινομενικά αντιφατικό φαινόμενο ώθησε τους Κοέν και Φέλσον να διατυπώσουν τη θεωρία τους, η οποία εστιάζει στο πώς οι αλλαγές στη ρουτίνα των ανθρώπων μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα εγκληματικότητας.
Για παράδειγμα, η μείωση της ανεργίας μπορεί να έχει απρόσμενες συνέπειες. Ένας άνθρωπος που βρίσκει εργασία μετά από μακρά περίοδο ανεργίας βγαίνει από το σπίτι του για να εργαστεί, αφήνοντας την κατοικία του εκτεθειμένη σε πιθανές διαρρήξεις. Ταυτόχρονα, η μετακίνησή του σε δημόσιους χώρους τον καθιστά πιο ευάλωτο σε εγκλήματα όπως κλοπές ή ληστείες. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε άτομο που αλλάζει τη ρουτίνα του θα πέσει θύμα εγκλήματος. Ωστόσο, σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι μαζικές αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες ενός πληθυσμού, που προκύπτουν από οικονομικές ή κοινωνικές βελτιώσεις, μπορούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για εγκλήματα κατά της περιουσίας, της σωματικής ακεραιότητας ή ακόμα και της προσωπικής ελευθερίας.
Η θεωρία των Κοέν και Φέλσον αναδεικνύει τρεις βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την πιθανότητα διάπραξης ενός εγκλήματος: την ύπαρξη ενός δράστη με διάθεση να παρανομήσει, έναν κατάλληλο στόχο και την απουσία ενός ικανού φύλακα. Η παρουσία ή η απουσία αυτών των παραγόντων μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τα επίπεδα εγκληματικότητας σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή χρονική περίοδο. Για παράδειγμα, ένας δράστης μπορεί να έχει το κίνητρο να διαπράξει ένα έγκλημα, αλλά η πραγματοποίησή του εξαρτάται από την ευκαιρία. Αυτή η ευκαιρία μπορεί να προκύψει από την καθημερινή ρουτίνα του θύματος, όπως όταν ένα σπίτι μένει αφύλακτο ή όταν ένα άτομο κινείται σε περιοχές με χαμηλή επιτήρηση.

Η εύρεση του «κατάλληλου στόχου» αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της θεωρίας. Παρά τις πολλές έρευνες που έχουν διεξαχθεί για το προφίλ θυμάτων και δραστών, δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το ποιες είναι πιο ακριβείς. Ωστόσο, αν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ληφθούν προληπτικά μέτρα, όπως η καλύτερη φύλαξη περιουσιών ή η αποφυγή εκθέσεως σε επικίνδυνες καταστάσεις, οι «κατάλληλοι στόχοι» μπορούν να μειωθούν σημαντικά, περιορίζοντας τις ευκαιρίες για εγκληματικές πράξεις.
Η έννοια του «ικανού φύλακα» παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Η παρουσία φυλάκων, είτε μέσω τυπικού κοινωνικού ελέγχου, όπως η αστυνόμευση σε περιοχές υψηλής εγκληματικότητας, είτε μέσω άτυπου ελέγχου, όπως οι περιπολίες κατοίκων σε γειτονιές κατά την περίοδο των διακοπών, μπορεί να μειώσει σημαντικά τις ευκαιρίες για εγκλήματα. Ακόμα και ένας γονέας που συνοδεύει το παιδί του λειτουργεί ως φύλακας, προστατεύοντας το από πιθανούς κινδύνους.
Η θεωρία της δραστηριότητας ρουτίνας προσεγγίζει το έγκλημα ως ένα περιστασιακό γεγονός, που εξαρτάται λιγότερο από την προσωπικότητα ή την κοινωνικοποίηση του δράστη και περισσότερο από τις συνθήκες που δημιουργούνται από τις καθημερινές δραστηριότητες. Τα μέτρα που προτείνει επικεντρώνονται στην πρόληψη μέσω της αλλαγής των ρουτινών, με στόχο τη μείωση των ευκαιριών για εγκληματικές πράξεις. Οι ερευνητές Τζον Εκ και Ρόναλντ Κλαρκ επέκτειναν αυτή την προσέγγιση, προτείνοντας 25 τεχνικές πρόληψης εγκλημάτων σε τοπικό επίπεδο, επηρεασμένοι από τις θεωρίες εξουδετέρωσης των Γκρέσαμ Σάικς και Ντέηβιντ Μάτσα.
Παρά την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της θεωρίας σε περιοχές όπου εφαρμόστηκε, δεν λείπουν οι επικρίσεις. Ορισμένοι επισημαίνουν ότι τα μέτρα πρόληψης μπορεί να οδηγήσουν σε μετατόπιση της εγκληματικότητας, είτε σε άλλες περιοχές είτε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Επιπλέον, η θεωρία κατηγορείται ότι εστιάζει σε επιφανειακούς παράγοντες, παραβλέποντας τις βαθύτερες αιτίες του εγκλήματος, όπως οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Ένα ακόμα σημείο κριτικής είναι ότι θεωρεί τον άνθρωπο ως ορθολογικό ον με πλήρη ελευθερία βούλησης, παραβλέποντας κοινωνικούς, οικονομικούς και συναισθηματικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις του.
Επιπρόσθετα, η έμφαση σε αυστηρότερα μέτρα επιτήρησης και η αλλαγή της ρουτίνας με σκοπό την πρόληψη του εγκλήματος εγείρουν ηθικά ζητήματα. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μια κουλτούρα που θεωρεί το θύμα υπεύθυνο για την εγκληματική πράξη, επειδή δεν κατάφερε να την αποτρέψει. Παράλληλα, τέτοια μέτρα μπορεί να περιθωριοποιήσουν ορισμένες κοινωνικές ομάδες ή υποκουλτούρες, ενώ ενδέχεται να ενισχύσουν τον φόβο θυματοποίησης, δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας.
Η θεωρία της δραστηριότητας ρουτίνας προσφέρει μια διαφορετική οπτική για την κατανόηση της εγκληματικότητας, αναδεικνύοντας τη σημασία των καθημερινών συνηθειών και των ευκαιριών που αυτές δημιουργούν. Παρά τις προκλήσεις και τις κριτικές, παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για την πρόληψη του εγκλήματος, υπενθυμίζοντας ότι ακόμα και οι θετικές κοινωνικές αλλαγές μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.
Ηλεκτρονικές πηγές:
- Christian Wickert, Routine Activity Theory (RAT), SozTheo
- Martin A. Andresen, Olivia K. Ha, Routine activity theory, CRIMRXIV
- Μαρία Κουτσανδριά, Θεωρία Δραστηριότητας Ρουτίνας (RAT) και έγκλημα, OFFLINEPOST