Μετά από πενήντα δύο χρόνια, το «Πολυτεχνείο» εξακολουθεί να διχάζει και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει να διχάζει στο διηνεκές έναν λαό για τον οποίο ο διχασμός μοιάζει να είναι η προσφιλής του ενασχόληση.
Η Eλλάδα παραμένει, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Σεφέρη, η χώρα των παράλληλων μονολόγων· και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ένας ιδιότυπος, αιχμηρός μονόλογος για το «Πολυτεχνείο» έρχεται από τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον μαρξιστή, δημοσιογράφο, συγγραφέα, πολυμαθή, πολυγραφότατο, ανατρεπτικό και πνευματώδη μαχητικό διανοούμενο της κομμουνιστικής αριστεράς.
Ο Ραφαηλίδης, στο έργο του, στέκεται με ειρωνικά αλλά και ψύχραιμα εργαλεία απέναντι στην εξέγερση του 1973. Θυμίζει πως ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, γνωστός – κατά τη σκληρή διατύπωσή του – και ως «πίθηκος», υπήρξε «πολύ άτυχος». Διορίστηκε Πρωθυπουργός στις 8 Οκτωβρίου 1973 για να «εκτονώσει την κατάσταση» και να κατασιγάσει τα πάθη μετά την εξέγερση της νομικής, και ενάμιση μήνα αργότερα εκδηλώνεται η εξέγερση του πολυτεχνείου.
Ο Μαρκεζίνης εμφανίζεται ως εκείνος που ήρθε υποτίθεται για να ελέγξει το κλίμα, αλλά βρέθηκε μπροστά σε μια έκρηξη που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1973 με την κατάληψη του ιδρύματος και κορυφώθηκε τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, όταν τα Τανκς έσπασαν την πύλη και κατέστειλαν τη φοιτητική εξέγερση, την οποία ο Ραφαηλίδης χαρακτηρίζει αυθόρμητη, αυτοκαθοδηγούμενη και χωρίς κομματική καθοδήγηση.
Περιγράφει τις τρεις εκείνες ημέρες ως μια κλιμακούμενη κίνηση: Αρχικά οι φοιτητές, στη συνέχεια πλήθη λαού που κατακλύζουν τον γύρω χώρο, περισσότερο – όπως σημειώνει – για να συμπαρασταθούν βουβά στους νέους, παρά για να αντισταθούν οργανωμένα στη Χούντα. Το μήνυμα προς το καθεστώς ήταν σαφές και ταυτόχρονα αιματηρό. Υπήρξαν νεκροί που «έπεσαν» όχι με τον τρόπο του ηρωικού έπους, αλλά από αδέσποτες σφαίρες, από πυρά που έριχναν «στο ψαχνό» οι επίστρατοι, με στόχο την τρομοκράτηση.
Ο Ραφαηλίδης δηλώνει πως ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η εξέγερση του πολυτεχνείου ονομάστηκε «έπος». Κατά τη δική του ανάγνωση, αυτή η αυθόρμητη και κατά βάση παθητική αντίσταση στη Χούντα έχει περισσότερο λυρικό παρά επικό χαρακτήρα. Η εικόνα των τανκς που επελαύνουν κατά νεαρών άοπλων του θυμίζει περισσότερο νυχτερινό γκραν γκινιόλ παρά σκηνή έπους.
Στις συνέπειες της εξέγερσης στέκεται με την ίδια απομυθοποιητική διάθεση. Υποστηρίζει ότι η σημαντικότερη συμβολική της κληρονομιά είναι πως η ημερομηνία της πτώσης της, η 17η Νοεμβρίου, χάρισε το όνομά της στην οργάνωση «17 Νοέμβρη». Επισημαίνει ακόμη ότι το «έπος» του πολυτεχνείου δημιούργησε, σχεδόν κατά λάθος, μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο ηρωισμός, όπως λέει, εξαντλήθηκε στην εκφώνηση από το ραδιόφωνο των φοιτητών των συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής. Την ίδια στιγμή, σημειώνει ότι πολλοί είχαν την ευκαιρία, μέσα στο πολυτεχνείο, να βάλουν υποψηφιότητα για μελλοντικοί πολιτικοί.
Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της φοιτητικής εξέγερσης, ο Ραφαηλίδης θεωρεί ότι από εκεί ξεκινά ο δρόμος που τους οδηγεί στη Βουλή, στην πολιτική σκηνή, στο παρασκήνιο και, όπως γράφει, στην εν γένει «ελληνική πολιτική αθλιότητα». Από αυτή τη διαπίστωση αντλεί και την ειρωνική υπόνοια ότι, αν είναι να ανανεωθεί πράγματι η πολιτική ζωή, ίσως να χρειαστεί ένα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο «πολυτεχνείο», μέχρι να πέσουν οι «πολλές δημοκρατικότατες χουντίτσες» που, κατά τη γνώμη του, προέκυψαν από τη διάλυση της μεγάλης χούντας.
Συνεχίζοντας την κριτική του, ο Ραφαηλίδης στέκεται και στο πώς το γεγονός εντάχθηκε στη Μεταπολιτευτική Μνήμη. Θεωρεί, με τη γνωστή του οξύτητα, ότι μόνο ευτυχές μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός πως δεν κατέληξε η 17η Νοεμβρίου να γίνει και τρίτη επίσημη εθνική γιορτή, δίπλα στην 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου. Κατά την άποψή του, η ύπαρξη τριών εθνικών επετείων για ένα έθνος «που τείνει να γίνει κανένα» θα μας έκανε «ρεζίλι» όχι μόνο στους βασανιστές της ΕΣΑ αλλά και στους «συμπαθέστατους σκύλους».
Υποστηρίζει επίσης ότι το «έπος του πολυτεχνείου» λειτούργησε ως ισχυρό αντιστασιακό άλλοθι για όσους, επί επτά χρόνια, είχαν λουφάξει και ξαφνικά, εν μιά νυκτί, εμφανίστηκαν ως αντιστασιακοί, προστατευμένοι από την ανωνυμία της μάζας που τους περιέβαλλε. Καταλήγει, πάντως, ότι η υπερβολική ποίηση και ο κομπασμός γύρω από ένα έπος που για εκείνον είναι ελάχιστα επικό άρχισε με τον χρόνο να ξεφουσκώνει, αφήνοντας χώρο για πιο νηφάλιες αναγνώσεις.
Όλα αυτά τα έγραφε ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην «ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830–1974», που κυκλοφόρησε το 1993 από τις εκδόσεις του εικοστού πρώτου. Και έχει σημασία ότι αυτή η τόσο αιχμηρή αποδόμηση της καθιερωμένης αφήγησης δεν προέρχεται από κάποιον δεξιό ή «αντι-αριστερό» λόγο, αλλά από έναν συνεπή μαρξιστή διανοούμενο, με βαθιά σχέση με την κομμουνιστική αριστερά.

Σε ένα εντελώς διαφορετικό ύφος, αλλά με την ίδια επίγνωση της ιστορικής βαρύτητας του γεγονότος, στέκεται απέναντι στο πολυτεχνείο ο Σταύρος Λυγερός. Ο σημερινός δημοσιογράφος, με μακρά διαδρομή στον χώρο, το 1973 φοιτούσε στο μαθηματικό του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπήρξε μέλος της συντονιστικής επιτροπής κατά την εξέγερση.
Στο βιβλίο του «η εξέγερση του πολυτεχνείου – μια ξεχασμένη κατάθεση» (εκδόσεις πατάκη, 2023) επιχειρεί μια προσωπική και ταυτόχρονα συλλογική αποτίμηση εκείνων των ημερών. Τη χαρακτηρίζει ως «συλλογική εκτόξευση στον ουρανό της ανιδιοτέλειας», έναν «πρωτοφανή οργασμό δημιουργίας», μια έμπρακτη υπέρβαση της αλλοτρίωσης και, τελικά, ως το ουσιαστικότερο μάθημα πολιτικής και ηθικής που θα μπορούσε να λάβει μια ολόκληρη γενιά.
Για τον Λυγερό, στις τρεις μέρες του Νοέμβρη ο χρόνος απέκτησε μια «αφάνταστη πυκνότητα», ικανή να ενηλικιώσει ανήλικους και ενήλικες. Στην προσέγγισή του, η εξέγερση δεν είναι ούτε «έπος» με την κλασική έννοια ούτε, όμως, απλώς ένα συμβάν λυρικής συγκίνησης.
Είναι κάτι που συνδυάζει βαθιά ηθική φόρτιση και πολιτικό ριζοσπαστισμό, μια έντονη εμπειρία ελευθερίας που δεν χωρά εύκολα σε σχήματα, ούτε σε κομματικές «γραμμές». Υπό αυτή την έννοια, τα μεταγενέστερα σχόλια – είτε υπερβολικά ηρωοποιητικά είτε ισοπεδωτικά – μοιάζουν, όπως γράφει, περιττά και ανούσια μπροστά στη ζωντανή εμπειρία όσων συμμετείχαν.
Ως επίλογο σε αυτή τη διασταύρωση αφηγήσεων για το πολυτεχνείο, έρχεται μια ακόμη φράση από το βιβλίο «πολυτεχνείο 1973 – το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει» (επιμέλεια–κείμενα ιερώνυμος Λύκαρης, εκδόσεις Καστανιώτη, 2023).
Εκεί επισημαίνεται ότι η εξέγερση του πολυτεχνείου είναι από εκείνα τα κομβικά γεγονότα της ιστορίας που, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να τα φέρει «στα μέτρα του κόμματος», στο τέλος θα αποτύχει, κινδυνεύοντας να γελοιοποιηθεί. Η επισήμανση αυτή λειτουργεί ως προειδοποίηση απέναντι σε κάθε απόπειρα μονοπώλησης της μνήμης και εργαλειοποίησης ενός ιστορικού γεγονότος που ξεπερνά τις κομματικές ταμπέλες.
Μέσα σε αυτό το μωσαϊκό αντιφατικών αφηγήσεων – από την ειρωνική αποδόμηση του Ραφαηλίδη μέχρι τη βιωματική εξιδανίκευση του Λυγερού και την προειδοποίηση του Λύκαρη για τον κίνδυνο γελοιοποίησης όσων επιχειρούν να «συρρικνώσουν» το γεγονός στα μέτρα τους –
Το Πολυτεχνείο παραμένει ένα πεδίο διαρκούς σύγκρουσης μνήμης και ερμηνειών. Και κάπου εκεί, σχεδόν ψιθυριστά, ακούγεται η φράση: «εδώ πολυτεχνείο;» σαν να τίθεται το ερώτημα αν ακούει κανείς, στο χειρότερο, όπως λέγεται, κομμάτι του ελληνισμού, σε μια Ελλάδα που συνεχίζει να ζει, να διχάζεται και να διαφωνεί πάνω σε ένα γεγονός που θα έπρεπε ίσως να αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς.

