Παρά τη φανφάρα για τις «σημαντικές» αναφορές στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, η πραγματικότητα για την ελληνική ενεργειακή πολιτική παραμένει στάσιμη και ασαφής. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, συμμετείχε με στόχο –υποτίθεται– την ενίσχυση των ελληνικών συμφερόντων, όμως το τελικό αποτύπωμα της ελληνικής παρουσίας περιορίζεται σε γενικόλογες διακηρύξεις και ρητορικές περί «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και «υποθαλάσσιων καλωδίων».
Η αναφορά στην ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης, έργο στρατηγικής σημασίας, γίνεται χωρίς καμία δέσμευση για χρονοδιάγραμμα ή χρηματοδοτικό πλαίσιο. Η ΕΕ, για ακόμη μια φορά, καταφεύγει σε ευχολόγια και γενικολογίες, αποφεύγοντας να θίξει με τόλμη τον ρόλο τρίτων χωρών που παρεμποδίζουν ουσιαστικά τέτοιες κρίσιμες ενεργειακές υποδομές.
Η νέα «Ομάδα Κρούσης» για την Ενεργειακή Ένωση –παρουσιαζόμενη ως καινοτόμα πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Μητσοτάκη– δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από έναν ακόμη ευρωπαϊκό μηχανισμό ατέρμονων διαβουλεύσεων, με συνεδριάσεις αόριστου περιεχομένου και μακρινές ημερομηνίες που καθυστερούν κάθε ουσιαστική αντίδραση στις πραγματικές ανάγκες των κρατών-μελών.
Την ίδια ώρα, οι «ανισότητες στις τιμές ενέργειας» που η ελληνική πλευρά δήθεν έθεσε στο τραπέζι, είναι χρόνια, συστημικές και χωρίς ουσιαστική πρόβλεψη αντιμετώπισης. Ούτε ένα πρακτικό μέτρο, ούτε μία νέα ευρωπαϊκή πολιτική δεν προέκυψε από το Συμβούλιο για την ελάφρυνση των νοικοκυριών ή την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας.
Το κείμενο των συμπερασμάτων μοιάζει περισσότερο με ακαδημαϊκή έκθεση παρά με στρατηγικό σχέδιο δράσης. Η Ενεργειακή Ένωση της ΕΕ παραμένει ένα ατελές οικοδόμημα και η Ελλάδα, αντί να ηγείται, σέρνεται πίσω από γενικόλογες επισημάνσεις και πολιτικές χειρονομίες χωρίς ουσία.