31 Οκτωβρίου, 2025
Πολιτισμός

Ποιος, τελικά, υπερασπίζεται τα Γλυπτά του Παρθενώνα;

- Το Βρετανικό Μουσείο προκάλεσε, αλλά η ελληνική απάντηση πάσχει από επιλεκτική ευαισθησία

Σε μια στιγμή που το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα κορυφώνεται, το Βρετανικό Μουσείο πυροδοτεί σφοδρές αντιδράσεις με την απόφασή του να παραθέσει φιλανθρωπικό δείπνο ακριβώς μέσα στην αίθουσα Duveen – τον χώρο όπου εκτίθενται τα ίδια τα Γλυπτά.

Η εικόνα των πολιτιστικών θησαυρών να πλαισιώνουν τραπέζια δεξιώσεων με σαμπάνιες και πολυτελή σέρβις, μετατρέπει ένα διαχρονικό αίτημα ιστορικής αποκατάστασης σε μια σκηνοθεσία δημοσίων σχέσεων. Εκεί που θα περίμενε κανείς σιωπή και δέος, ακούστηκαν ποτήρια να τσουγκρίζουν.

Μπροστά στην παγκόσμια κατακραυγή, εμφανίζεται με δημόσια ανάρτησή της η Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη, σύζυγος του Έλληνα πρωθυπουργού, εκφράζοντας την «έντονη δυσαρέσκειά» της για την επιλογή του Μουσείου, την οποία χαρακτηρίζει «το λιγότερο άστοχη».

Η παρέμβαση αυτή, όμως, γεννά εύλογα ερωτήματα: Με ποια θεσμική ιδιότητα απευθύνεται σε έναν διεθνή πολιτιστικό φορέα; Ποια ακριβώς είναι η αρμοδιότητά της να εκφράζει δημόσιες θέσεις για ζητήματα πολιτιστικής διπλωματίας, όταν δεν φέρει κανέναν επίσημο ρόλο σχετικό με τον πολιτισμό;

Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται αν κανείς ανατρέξει στο πρόσφατο παρελθόν. Πού ήταν αυτή η ευαισθησία όταν επιδείξεις μόδας διεθνών οίκων, όπως του Dior, στήνονταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, μετατρέποντας τον Ιερό Βράχο σε σκηνικό προβολής;

Όταν φωτογραφίσεις με μοντέλα ντυμένα με «χλαμύδες» χρησιμοποίησαν τον αρχαιοελληνικό συμβολισμό ως φολκλόρ φόντο; Ή όταν η ίδια η κυρία Μητσοτάκη έδωσε το «παρών» στην τελετή απονομής του βραβείου Pritzker στην Αρχαία Αγορά, έναν χώρο όπου άλλοτε δίδασκε ο Σωκράτης και σήμερα δέχεται προσκεκλημένους εκδηλώσεων υψηλής προβολής;

Λίγες ώρες μετά την ανάρτηση της συζύγου του πρωθυπουργού, ήρθε και η αντίδραση του Υπουργείου Πολιτισμού. Η υπουργός Λίνα Μενδώνη χαρακτήρισε την κίνηση του Βρετανικού Μουσείου «προσβλητική» και επισήμανε ότι ενέργειες όπως δείπνα ή επιδείξεις μόδας εντός μουσείων «θέτουν σε κίνδυνο τα εκθέματα». Η δήλωση, όμως, ήρθε καθυστερημένα, πυροδοτώντας την εντύπωση ότι το υπουργείο κινήθηκε εκ των υστέρων, ακολουθώντας την πρωτοβουλία της Πρώτης Κυρίας – και όχι καθοδηγώντας τη θεσμική απάντηση της χώρας.

Το δίπολο είναι ξεκάθαρο και εξίσου ενοχλητικό. Από τη μία, το Βρετανικό Μουσείο εμπορεύεται την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, μετατρέποντας τα Γλυπτά σε σκηνικό πολυτελών εκδηλώσεων. Από την άλλη, η ελληνική πλευρά, που διατρανώνει την προσήλωσή της στην προστασία του πολιτισμού, υιοθετεί συχνά την ίδια λογική της εργαλειοποίησης της ιστορικής μνήμης, χρησιμοποιώντας μνημεία για επιδείξεις, δημόσιες σχέσεις και προβολή στο Instagram.

Το ερώτημα που απομένει είναι απλό και αμείλικτο: Ποιος τελικά υπερασπίζεται πραγματικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα; Εκείνοι που τα αξιοποιούν ως φόντο για δεξιώσεις, ή εκείνοι που τα χρησιμοποιούν ως σύμβολα επικοινωνιακής ευαισθησίας, όποτε το επιβάλλει η συγκυρία; Όταν η πολιτιστική κληρονομιά γίνεται σκηνογραφία της εξουσίας, τότε το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποιοι έχουν τα Γλυπτά, αλλά και ποιοι τα εκμεταλλεύονται.