Κάλπη: Η απόφαση του Εκλογοδικείου για την καθαίρεση τριών βουλευτών των «Σπαρτιατών» δεν προκάλεσε μόνο θεσμικό σεισμό· άνοιξε και ένα παράθυρο για μια πολιτικά επικίνδυνη –κατά ορισμένους, προσχεδιασμένη– εκτροπή. Στον απόηχο των εξελίξεων, το Μέγαρο Μαξίμου αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αναγνωρίσει το αυτονόητο: ότι το όριο της δεδηλωμένης πλειοψηφίας στη Βουλή είναι οι 151 βουλευτές και όχι οι 149.
Αλλά μήπως αυτός ήταν απλώς ο θόρυβος για να κρυφτεί η πραγματική είδηση;
Το Σύνταγμα είναι σαφές – αλλά αγνοείται
Το άρθρο 53 του Συντάγματος, στην παράγραφο 2, αναφέρει ρητά ότι βουλευτική έδρα που κενώνεται εντός του τελευταίου έτους της κοινοβουλευτικής περιόδου μπορεί να μείνει κενή μόνο εφόσον οι κενές έδρες δεν ξεπερνούν το ένα πέμπτο του συνόλου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή σε όλη την υπόλοιπη τριετία, η αναπληρωματική εκλογή είναι υποχρεωτική.
Η παρούσα Βουλή διανύει το δεύτερο έτος της. Άρα, βάσει του Συντάγματος, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ή περιθώριο εξαίρεσης. Η λογική «οι έδρες παραμένουν κενές» μπορεί να βολεύει πολιτικά, αλλά είναι –τουλάχιστον– αμφισβητήσιμη συνταγματικά.
Το Εκλογοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να προχωρήσει η αναπλήρωση, επειδή το πρόβλημα αφορά την ίδια την κομματική υπόσταση των “Σπαρτιατών” – λόγω της επιρροής Κασιδιάρη. Η απόφαση αυτή, όσο και αν ενδεχομένως εδράζεται σε κρίση σκοπιμότητας, παραβλέπει την πρόνοια του Συντάγματος για αναπληρωματική εκλογή σε περίπτωση κενού, ιδίως όταν αυτό το κενό προκύπτει πολύ πριν από το «παράθυρο» του τελευταίου έτους.
Αντί, λοιπόν, να αναπληρωθούν οι θέσεις είτε με υποψηφίους άλλων συνδυασμών είτε –κατά μία άλλη εκδοχή– μέσω επανάληψης των εκλογών στις συγκεκριμένες περιφέρειες (Νότια Αθήνα, Β’ Θεσσαλονίκης, Β’ Πειραιά), επιλέγεται η παραμονή των εδρών ως κενές. Κανένα άρθρο του Συντάγματος δεν προβλέπει κάτι τέτοιο – εκτός αν σκοπίμως παρερμηνευθεί.
Το “τυρί” των 149 και η “φάκα” των τοπικών εκλογών
Η φασαρία περί «149 ή 151» λειτούργησε ως αντιπερισπασμός. Η πραγματική μάχη δεν αφορά τη δεδηλωμένη –που, έτσι κι αλλιώς, υπάρχει– αλλά την αποφυγή νέας προσφυγής στις κάλπες, έστω και σε τρεις εκλογικές περιφέρειες.
Και γιατί αυτός ο φόβος; Επειδή, όπως εύστοχα επισημαίνουν νομικοί κύκλοι, τίποτα δεν εμποδίζει τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να συμμετάσχουν σε τέτοιες εκλογές. Μόνο το κόμμα που κρίθηκε παραβατικό θα αποκλειόταν. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν οι «Σπαρτιάτες» δικαιούνται αναπλήρωση – δεν δικαιούνται. Το ερώτημα είναι γιατί να στερηθούν και οι υπόλοιποι ψηφοφόροι την εκπροσώπησή τους;
Κάθε καθυστέρηση ή άρνηση να στηθούν κάλπες σε αυτές τις περιφέρειες στερεί από 300.000 και πλέον πολίτες τη φωνή τους στο κοινοβούλιο. Αν αυτό δεν είναι ζήτημα δημοκρατίας, τότε τι είναι;
Φόβος για την αντισυστημική ψήφο
Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται το βαθύτερο πολιτικό κίνητρο. Το σύστημα φοβάται ότι σε μια περίοδο κοινωνικής έντασης, ακρίβειας, ανασφάλειας και αποστροφής προς την πολιτική, οι κάλπες μπορεί να στείλουν… λάθος μήνυμα. Όχι προς τους Σπαρτιάτες, αλλά προς το σύνολο των “αντισυστημικών” ή “θυμωμένων” πολιτών που πιθανόν να εκφραστούν είτε μέσω κομμάτων είτε μέσω ανεξάρτητων υποψηφιοτήτων.
Η πιθανότητα αυτές οι τρεις εκλογικές περιφέρειες να δώσουν απρόβλεπτα ή δυσάρεστα για το πολιτικό σύστημα αποτελέσματα είναι ένας κίνδυνος που κάποιοι απλώς δεν θέλουν να αναλάβουν. Προτιμούν να κρατήσουν κενές τις έδρες – έστω και με συνταγματικό τίμημα.
Και ίσως αυτό εξηγεί γιατί κανείς από τους προβεβλημένους συνταγματολόγους δεν τολμά να θίξει το θέμα δημοσίως. Η σιωπή τους είναι εκκωφαντική – κι ενδεχομένως ενδεικτική του φόβου που προκαλεί η πιθανή επιστροφή του εκλογικού σώματος στις κάλπες, χωρίς “προστατευτικό δίχτυ”.