17 Νοεμβρίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Ποιος είναι τελικά ο «ψευτοπατριώτης»;

Μια έκφραση που έχει καταστεί πλέον σχεδόν μόνιμο μοτίβο στον πολιτικό λόγο του Πρωθυπουργού επανήλθε πρόσφατα στη δημόσια σφαίρα: «ψευτοπατριώτες» και «πατριώτες του καναπέ». Χρησιμοποιήθηκε για ακόμη μία φορά από το βήμα της Βουλής, στο πλαίσιο της συζήτησης για την εξωτερική πολιτική, προκειμένου να απαξιωθούν όσοι εκφράζουν ενστάσεις ή κριτική απέναντι στις επιλογές της κυβέρνησης στα εθνικά ζητήματα. Ωστόσο, η πραγματικότητα την οποία αυτοί οι «πατριώτες του καναπέ» επισημαίνουν, παραμένει αναμφισβήτητη – και, δυστυχώς, ιδιαίτερα δυσοίωνη.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά συνεχών υποχωρήσεων σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα. Τέτοιας έκτασης εθνικές απώλειες δεν έχουν σημειωθεί από την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη. Τότε, τα Ίμια αποτέλεσαν την αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων που διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο αμφισβήτησης κυριαρχίας στο Αιγαίο. Σήμερα, το σκηνικό επαναλαμβάνεται – μόνο που αυτή τη φορά δεν απαιτείται ούτε καν προσχηματική σύγκρουση· η υποχώρηση γίνεται σχεδόν αμαχητί.

Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της χώρας καλλιεργείται ένα κλίμα ηττοπάθειας, ενίοτε ντυμένο με τον μανδύα του ρεαλισμού, το οποίο παρουσιάζει την ενίσχυση της τουρκικής επιρροής ως κάτι το αναπόφευκτο – σχεδόν φυσικό. Και είναι αλήθεια πως η Τουρκία έχει καταφέρει, υπό την ηγεσία Ερντογάν, να ισχυροποιήσει τη θέση της στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον. Όμως το ερώτημα δεν είναι τι κάνει η Άγκυρα, αλλά τι κάνει η Αθήνα.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σαφή δείγματα αποδυνάμωσης. Οι σχέσεις με τη Ρωσία έχουν διαρραγεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην υφίσταται πλέον κανενός είδους δίαυλος επικοινωνίας. Παράλληλα, οι παραδοσιακοί δεσμοί με τον αραβικό κόσμο έχουν χαλαρώσει, αν δεν έχουν εντελώς εκλείψει. Ακόμη και η Αίγυπτος, με την οποία είχε υπογραφεί το 2020 συμφωνία μερικής οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών, έχει μετακινηθεί πλέον πιο κοντά στην Τουρκία – εξέλιξη που αποδίδεται σε ελληνικούς δισταγμούς στην περιοχή της Κάσου, όπου υπήρχε επικάλυψη με το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Στο μέτωπο των ΗΠΑ, η σχέση δείχνει να έχει παγώσει, παρά την έντονη φιλοαμερικανική στάση των τελευταίων ετών. Και στην Ευρώπη, οι εξελίξεις τρέχουν εις βάρος των ελληνικών θέσεων: η τουρκική αμυντική βιομηχανία, η 11η στον κόσμο, εισέρχεται σταδιακά στο σύστημα ευρωπαϊκής άμυνας, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή της στο υπό διαμόρφωση πρόγραμμα SAFE. Ο ίδιος ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν – ηγέτης της χώρας με την οποία η Ελλάδα διατηρεί τις στενότερες αμυντικές σχέσεις – συναντήθηκε ιδιαιτέρως με τον Ταγίπ Ερντογάν στη Διάσκεψη του Σαρμ ελ-Σεΐχ και πρότεινε ανοιχτά τη συμμετοχή της Τουρκίας στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης.

Όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα απομόνωσης για την Ελλάδα. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που υπογράφηκε το 2019, μπορεί να είναι νομικά ανυπόστατο, όμως παραμένει αναρτημένο στον ΟΗΕ. Και αν εκείνη τη χρονιά υπήρχε κάποια υποτυπώδης επαφή με τη διοίκηση Χάφταρ στην Ανατολική Λιβύη, σήμερα δεν υπάρχει καμία παρουσία της Ελλάδας σε καμία από τις δύο λιβυκές οντότητες – την ώρα που η Άγκυρα ενισχύει τις σχέσεις της και με τις δύο.

Στο πρακτικό επίπεδο, η ελληνική ανικανότητα να υλοποιήσει ακόμη και ένα έργο όπως η πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου σύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, λόγω των τουρκικών παρεμβάσεων, μαρτυρά όχι μόνο αδυναμία άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και γενικευμένη οπισθοχώρηση.

Σε αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, ποιος είναι ο πραγματικός «πατριώτης του καναπέ»; Εκείνος που επισημαίνει με ανησυχία τις εξελίξεις και ασκεί τεκμηριωμένη κριτική ή εκείνος που επιχειρεί να αποκρύψει τις αστοχίες και τα αδιέξοδα πίσω από χαρακτηρισμούς και επικοινωνιακά τεχνάσματα;

Η εξωτερική πολιτική δεν είναι θέμα ρητορικής, αλλά πράξεων. Και οι πράξεις δείχνουν ότι η Ελλάδα, αντί να ενισχύει τη διεθνή της θέση, τη βλέπει να αποδυναμώνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς. Αν αυτή είναι η νέα εθνική στρατηγική, τότε ίσως ήρθε η ώρα να την επανεξετάσουμε – μακριά από χαρακτηρισμούς και διχαστικά σχήματα.

Tου Εὐθ. Π. Πέτρου