Όταν μια κυβέρνηση επιλέγει να ολοκληρώνει τις εκκρεμότητές της με τρόπο που περισσότερο θυμίζει εσπευσμένη έξοδο, παρά προγραμματισμένη διοίκηση, τότε οι ενδείξεις δεν επιδέχονται πολλή ερμηνεία. Μια μεταμεσονύχτια τροπολογία, μια σπουδή για τη «διευθέτηση» της σχέσης πολιτικής και offshore εταιρειών, δεν μοιάζει με κανονικότητα αλλά με πολιτική μετάλλαξη: η ανομία εξευγενίζεται, θεσμοθετείται και πλασάρεται ως αναγκαία προσαρμογή. Αντί για δημοκρατική λογοδοσία, έχουμε μια νέα εκδοχή πολιτικής αδιαφορίας. Και σε αυτό, ο κ. Μητσοτάκης μοιάζει να διατηρεί ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα: να φτύνει, να απαξιώνει, και ύστερα να πετά επιδόματα – ψίχουλα ως αντίδωρο ανοχής.
Η κυνικότητα γίνεται πολιτική στρατηγική. Κι όταν το στυλ διοίκησης θυμίζει αυτοκρατορική αυλή, τότε η εξουσία απογειώνεται από το έδαφος της πραγματικότητας και αιωρείται πάνω από κάθε κανονιστικό φραγμό. «Μην ομιλείτε στον αυτοκράτορα», είναι το μήνυμα. Η απόσταση μεταξύ πολίτη και εξουσίας δεν γεφυρώνεται. Ηγέτης και λαός λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα, με διαφορετικούς κανόνες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, φτάνει στη Βουλή μια νέα ποινική δικογραφία. Προϊόν μήνυσης 370 συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών, στρέφεται κατά του πρωθυπουργού, του πρώην υπουργού Μεταφορών και των υφυπουργών που σχετίζονται με τον τομέα των Υποδομών. Η διαβίβαση της δικογραφίας αποτελεί μια ακόμη υπενθύμιση ότι η πολιτική δεν μπορεί επ’ άπειρον να διαφεύγει των συνεπειών. Όμως, δεν υπάρχει καμία ψευδαίσθηση ότι θα ακολουθήσει δικαστική συνέχεια. Ο αυτοκράτορας προστατεύεται. Το σύστημα αυτοσυντηρείται. Οι συμφωνίες δεν καταγγέλλονται, αλλά τιμώνται. Η ατιμωρησία είναι το πιο σταθερό θεσμικό κεκτημένο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Η συνταγματική αναθεώρηση φρόντισε να ενσωματώσει την ατιμωρησία ως θεσμική ιδιορρυθμία. Η Βουλή δεν είναι μόνο νομοθετικό σώμα αλλά και ασπίδα προστασίας για τα ισχυρά στελέχη της εξουσίας. Οι διακομματικές συμμαχίες, τα παλιά συμφωνητικά, οι άγραφες δεσμεύσεις και τα αμοιβαία κρυφά αποθέματα συντήρησης της πολιτικής ελίτ λειτουργούν ως αλυσίδα ασφαλείας για όλους. Ο ένας δεν αγγίζει τον άλλον. Γιατί όλοι ενδέχεται αύριο να χρειαστούν την ίδια ασυλία.
Μέσα σε αυτή τη δομή, ο πολίτης καλείται να χειροκροτήσει την πρόοδο, να ελπίζει στην «κανονικότητα», να αρκείται σε ψηφιακά pass και επιδόματα ανάγκης, να συνυπάρχει με το ψέμα και να συναινεί με την παθητικότητά του. Η αντιπολίτευση, εγκλωβισμένη σε σύνδρομα πολιτικής ορθότητας και σε φοβικά αντανακλαστικά, επιλέγει να αποφεύγει τη σύγκρουση. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δέχεται δημόσια επίθεση για δήθεν αναφορές σε «ξυλόλιο», και αντί να απαντήσει με σθένος, εγκλωβίζεται στη σιωπή, σε μια συμπεριφορά πολιτικής αιχμαλωσίας που δεν εμπνέει, ούτε αντιπροσωπεύει.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η εξουσία που ασκείται με αλαζονεία. Είναι και η αντιπολίτευση που αρνείται να την αμφισβητήσει με όρους σύγκρουσης. Όταν το κυρίαρχο δόγμα είναι η «ορθοσκέψη» –ένα μείγμα υποταγής, φόβου και διαχειριστικής μετριοπάθειας– τότε η πολιτική γίνεται ένα κλειστό κλαμπ συμμόρφωσης. Η πολιτική σήμερα δεν είναι δημιουργία αλλά επανάληψη. Είναι ένα ατέρμονο μαέστρομ, μια περιστροφική δύναμη που δεν οδηγεί πουθενά – μόνο ανακυκλώνει τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια λάθη, τις ίδιες μορφές αποτυχίας.
Μιλάμε για την αποτυχία της πολιτικής με την άνεση της απόστασης. Αναγνωρίζουμε το τέλμα, αλλά δεν τολμάμε να το διαρρήξουμε. Η αποδοχή της ηλιθιότητας έχει γίνει καθημερινό αντίδοτο στη μοναξιά του σκεπτόμενου πολίτη. Ένα ταγκό συναίνεσης και συνενοχής, όπου όλα τα κόμματα χορεύουν κάτω από το ρυθμό της πολιτικής ακινησίας. Και αυτή είναι η τελική νίκη του εξουσιαστικού μονοπωλίου: να καταστήσει την υποταγή φυσιολογική, την ήττα κανονικότητα, τη σιωπή προϋπόθεση συμμετοχής.
Σε αυτή τη δημοκρατία, οι πολιτικοί λόγοι –επίσημοι και ανεπίσημοι, ορθολογικοί και παρορμητικοί, εξουσιαστικοί και «αντισυστημικοί»– δεν λειτουργούν ως φορείς αλλαγής, αλλά ως θορυβώδεις παραλλαγές της ίδιας εσωτερικής σιωπής. Οι έννοιες ανακυκλώνονται, οι λέξεις εξαντλούνται, τα νοήματα γίνονται φαντασιακά. Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας μοιάζει χάρτινη, εύθραυστη. Αλλά μένει όρθια – όχι γιατί είναι ανθεκτική, αλλά γιατί προστατεύεται από δυνάμεις που έχουν συμφέρον να μην πέσει. Οι υπόγειες συμφωνίες, οι παλιές εξαρτήσεις, οι παρασκηνιακές δεσμεύσεις που φυλάσσονται σε θεσμικό «καταψύκτη» ενεργοποιούνται μόνο όταν απειληθεί η σταθερότητα του συστήματος.
Η μεγάλη ερώτηση λοιπόν παραμένει: ποιοι θα τολμήσουν να αποσυνδέσουν την πολιτική από αυτήν την προγραμματισμένη σήψη; Ποιοι θα αρνηθούν τη συμμόρφωση, τον βολικό πραγματισμό και τον ψευδεπίγραφο θεσμισμό της υποταγής; Γιατί, όσο δεν απαντάται αυτό το ερώτημα, το πολιτικό σύστημα θα παραμένει ασφαλές – όχι γιατί είναι ισχυρό, αλλά γιατί είναι καλά θωρακισμένο από την αδυναμία μας να το αλλάξουμε.