Είναι η Ελλάδα μια σχετικά ακριβή χώρα με βάση με το επίπεδο των μισθών της; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θα επιχειρεί να απαντήσει έκθεση της ΤτΕ και να συνδράμει τις προσπάθειες της κυβέρνησης για χαμηλότερες τιμές. Με βάση τα προκαταρκτικά συμπεράσματα από την έρευνα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και έχουν περιέλθει σε γνώση του «ΟΤ», έχουν εντοπιστεί μια σειρά από σοβαρά εμπόδια στη δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων αλλά και μεγάλη συγκέντρωση σε νευραλγικούς κλάδους, η οποία νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό.
Τα παραπάνω έρχονται επίσης με φόντο τα αποτελέσματα της παγκόσμιας έκθεσης ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (International Institute for Management Development) της Ελβετίας, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα έχασε έδαφος και υποχώρησε στην 49η θέση το 2023 από την 46η που κατέλαβε το 2021!
«Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρές στρεβλώσεις που υπονομεύουν την αναπτυξιακή δυναμική των ελληνικών επιχειρήσεων και την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού», σημειώνει χαρακτηριστικά κορυφαίο στέλεχος της κεντρικής τράπεζας.
Το παρελθόν… ξαναχτυπά
Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φρόντισε … δια της πλαγίας οδού να ανατρέψει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που αποδεδειγμένα παρήγαγαν αποτελέσματα. Και παραμένουν ως έχουν μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως λέει, είναι η ανατροπή μεταρρυθμίσεων που είχαν γίνει την περίοδο 2010 – 2014 για την εξοικονόμηση φαρμακευτικής δαπάνης.
Ενδεικτικά αναφέρει πως η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε –για δικούς της λόγους- να υπολογίζει την τιμή των φαρμάκων με βάση την χαμηλότερη στην Ευρωζώνη των 19 χωρών, και όχι των «27» όπως ήταν μέχρι τότε. Κάτι που υποστηρίζει πως εκτόξευσε τις τιμές των φαρμάκων κατά 15% και μαζί την φαρμακευτική δαπάνη κατά 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, αν ληφθούν υπόψη και άλλες μεταρρυθμίσεις που ανετράπησαν.
Άλλη μια σοβαρή στρέβλωση σύμφωνα με την ΤτΕ είναι η «επανεμφάνιση» φόρων υπέρ τρίτων, οι οποίοι επιβαρύνουν προϊόντα και υπηρεσίες και αυξάνουν τις τελικές τιμές, εις βάρος του καταναλωτή. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του φόρου 2% που επιβάλλεται σε όσα προϊόντα ενσωματώνουν σκληρό δίσκο, όπως τα κινητά τηλέφωνο, τα tablets και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και αποδίδεται στην εταιρεία προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών.
Πρόκειται για έναν φόρο που αποτελεί ευρωπαϊκή πρωτοτυπία και έρχεται να επιβαρύνει με περιττά λειτουργικά έξοδα τις επιχειρήσεις, επηρεάζοντας αναπόφευκτα την τιμολογιακή πολιτική τους. «Τα συγκεκριμένα προϊόντα βρίσκονται στην καρδιά της τεχνολογικής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας και φυσικά δεν σχετίζονται με τα πνευματικά δικαιώματα όταν κάποιο κατάστημα αναπαράγει μουσική», σημειώνει με έμφαση το στέλεχος της ΤτΕ.
Υπερβολική δύναμη σε… λίγους
Την ίδια στιγμή, η δεσπόζουσα θέση που διατηρούν κάποιες επιχειρήσεις σε νευραλγικούς κλάδους νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό και συντηρεί τις τιμές σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα. Για παράδειγμα, η εν εξελίξει έρευνα της ΤτΕ έχει εντοπίσει και προβλήματα όσον αφορά στις πληρωμές των προμηθευτών από τους λιανεμπόρους τροφίμων.
Όπως λένε πηγές της ΤτΕ, υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις όσον αφορά στην εξόφληση των μικρότερων προμηθευτών, οι οποίοι υποκύπτουν στην διαπραγματευτική δύναμη των πολύ ισχυρότερων εμπορικών εταίρων τους, οι οποίοι παρακάμπτουν –μέσω διμερών συμφωνιών- ετεροβαρών εταίρων, την ευρωπαϊκή οδηγία που επιβάλλει την εξόφληση των προμηθευτών σε 60 ημέρες.
«Προσπαθούμε να εντοπίσουμε και να καταδείξουμε τις δυνάμεις που οδηγούν κάποιους ομίλους να ποδηγετούν την αγορά, εις βάρος, σε τελική ανάλυση, της οικονομίας», υπογραμμίζουν.
Στο σημείο αυτό, δεν παραλείπουν να επισημάνουν και την κατάσταση που διαμορφώνεται στον υψηλά συγκεντρωμένο τραπεζικό κλάδο, λέγοντας πως δρομολογείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω της ενδυνάμωσης και συγχώνευσης μικρότερων τραπεζών. «Χρειαζόμαστε μείωση των περιθωρίων μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και των επιτοκίων καταθέσεων, τα οποία είναι από τα υψηλότερα, αν όχι τα υψηλότερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Και αυτό μπορεί να προέλθει μόνο από την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό κλάδο.
Όχι στον εφησυχασμό
Κύκλοι προσκείμενοι στον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα επισημαίνουν ότι με απλές παρεμβάσεις και με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις μπορεί να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, να συγκρατηθούν οι τιμές και να βελτιωθεί έτσι και το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
«Δεν πρέπει να χαθεί το μομέντουμ. Τώρα είναι η ευκαιρία να προχωρήσουμε στις απαραίτητες τομές και να εκμεταλλευτούμε το γεγονός πως η Ελλάδα μπαίνει ξανά στο ραντάρ ισχυρών ξένων επενδυτών, όπως φάνηκε και από την υψηλή ζήτηση για την διάθεση των ποσοστών του ΤΧΣ στις συστημικές τράπεζες», επισημαίνουν.
Υπογραμμίζουν πως το διεθνές περιβάλλον είναι εύθραυστο με δυο πολεμικά μέτωπα σε πλήρη εξέλιξη, Ουκρανία και Γάζα και την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα να διασαλεύει το παγκόσμιο εμπόριο. Για αυτό δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. Αντίθετα, όπως λένε, χρειάζεται διαρκής εγρήγορση ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η πρόοδος που έχει επιτύχει η χώρα και να κερδίσει παραπάνω βαθμίδες στην επενδυτική αξιολόγηση.
Η έκθεση της ΤτΕ, η οποία θα είναι επικαιροποίηση υφιστάμενης που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο θα είναι έτοιμη σε περίπου ένα μήνα από σήμερα.
Πληθωρισμός και επιτόκια δείχνουν την αλήθεια για την ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα το 2023, μετρούμενος ως Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), επιβραδύνθηκε στο 4,2%, από 9,3% το προηγούμενο έτος 2022. Αυτό σημαίνει ότι το γενικό επίπεδο των τιμών (αντιπροσωπευτικό καλάθι αγαθών και υπηρεσιών), συνέχισε να αυξάνεται και το 2023, με ηπιότερο όμως ρυθμό από το 2022.
Εκείνο που έχει σημασία και χρειάζεται να προσεχθεί είναι ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού, δηλαδή η ετήσια μεταβολή του ΕνΔΤΚ εξαιρουμένων των κατηγοριών της ενέργειας, των τροφίμων, των ποτών και του καπνού, επιταχύνθηκε στο 5,3%, από 4,6% το 2022. Το αποτέλεσμα της επιτάχυνσης του πυρήνα πληθωρισμού στο 5,3% το 2023 από 4,6% το 2022, υποδεικνύει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις διευρύνθηκαν και σε άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, πλην της ενέργειας και των τροφίμων (π.χ. υπηρεσίες και μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά). Επίσης τους τελευταίους τρεις μήνες του 2023 ο ΕνΔΤΚ ακολούθησε εκ νέου ανοδική τροχιά, με αποτέλεσμα να υπερβεί τα αντίστοιχα επίπεδα που καταγράφηκαν στην Ευρώπη.
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, αλλά και η επιτάχυνσή του το τελευταίο τρίμηνο του 2023, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη των τιμών της ενέργειας, οι οποίες κατέγραψαν πτώση ύψους 13,4% κατά μέσο όρο πέρυσι, με τον ρυθμό μείωσης να επιβραδύνεται σημαντικά τους τελευταίους μήνες του έτους. Αυτό αποτυπώνεται κυρίως στους δείκτες τιμών της στέγασης, νερού, ηλεκτρικού, αερίου και άλλων καυσίμων και των μεταφορών. Ο μεν πρώτος, από αύξηση 25,0% το 2022 μειώθηκε κατά 8,8% το 2023, ο δε δεύτερος, από αύξηση 13,6% το 2022 ενισχύθηκε κατά 1,5% το 2023.
Επιπρόσθετα, οι τιμές σε ορισμένες κατηγορίες όπως στα τρόφιμα – και μάλιστα σε βασικά είδη όπως τα γαλακτοκομικά και το ελαιόλαδο – αλλά και στις υπηρεσίες συνεχίζουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, διατηρώντας τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα (Δεκέμβριος 2023: 3,7%).
Συγκεκριμένα ο πληθωρισμός στην κατηγορία των τροφίμων διατηρήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα και το 2023 (11,6% από 11,7% το 2022), επιβαρύνοντας ιδιαίτερα τον προϋπολογισμό νοικοκυριών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια (η βαρύτητα των τροφίμων σε αυτά τα νοικοκυριά είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τα νοικοκυριά που ανήκουν σε υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια), καθιστώντας αναγκαίες τις στοχευμένες παρεμβάσεις εκ μέρους των ασκούντων την οικονομική πολιτική.
Η αύξηση της διαφοράς επιτοκίου χορηγήσεων-καταθέσεων
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία το εννεάμηνο του 2023 η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε, λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω της αύξησης του ύψους των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Τα έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 96,5% (από 5,297 δις ευρώ σε 10,411 δις ευρώ) ενώ τα καθαρά έσοδα κατά 58,9% (από 3,988 σε 6,335 δις ευρώ). Αρνητική επίδραση στην κερδοφορία είχαν η μείωση των καθαρών εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις, λόγω μη επαναλαμβανόμενων κερδών του προηγούμενου έτους και δευτερευόντως η αύξηση των λειτουργικών εξόδων (βλ. Πίνακα 1).

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Γραφήματος 1, η αύξηση των εσόδων από τόκους προέρχεται πρωτίστως και ουσιαστικώς από τη συνεχιζόμενη αύξηση της διαφοράς μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και του αντίστοιχου των καταθέσεων (spread). Από τον Ιούνιο του 2022 η διαφορά συνεχώς αυξάνει και από 3,45% το Σεπτέμβριο του 2023 φθάνει στο 5,89%. Δεδομένου ότι οι καταθέσεις αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αγγίζοντας το 85,0% (227,3 δις ευρώ το Σεπτέμβριο 2023) γίνεται αντιληπτό το πως παράγονται τα κέρδη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως και μοναδικά για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι τράπεζες και να διεκπεραιώσουν διάφορες υποχρεώσεις τους εις βάρος όμως των καταθετών, της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων και γενικά της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι ελληνικές τράπεζες στρέφονται στην αύξηση διαφόρων προμηθειών, προκειμένου να αντικαταστήσουν μέρος των κερδών που είχαν προέλθει από την αύξηση των επιτοκίων. Η ελληνική κυβέρνηση απλά παρατηρεί τις εξελίξεις!
