Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια είναι δύο διαφορετικές αλλά συχνά συγχέονται έννοιες στην οικονομία. Ο πληθωρισμός αναφέρεται στη συνολική αύξηση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών μέσα σε μια οικονομία, ενώ η ακρίβεια περιγράφει τη σχέση μεταξύ των τιμών και των μισθών, δηλαδή το κατά πόσο το εισόδημα των πολιτών επαρκεί για να καλύψει το κόστος ζωής. Με άλλα λόγια, ενώ ο πληθωρισμός σημαίνει απλά ότι οι τιμές ανεβαίνουν, η ακρίβεια δείχνει πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι για τους ανθρώπους να ανταπεξέλθουν σε αυτή την άνοδο με βάση το εισόδημά τους.
Ο πληθωρισμός έχει σημαντικές και συχνά επιζήμιες συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία. Πρώτον, οδηγεί στην αύξηση των τιμών εις βάρος των πραγματικών μισθών και συντάξεων, με αποτέλεσμα την πτώση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν το ονομαστικό εισόδημα παραμένει σταθερό ή αυξάνεται οριακά, η αξία του μειώνεται, καθώς οι αυξημένες τιμές απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος.
Δεύτερον, η αύξηση του πληθωρισμού μπορεί να μειώσει την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας εντός της Ευρωζώνης, ιδίως όταν ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι υψηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο των άλλων κρατών-μελών. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικές διεθνώς, καθώς δεν μπορούν να αυξήσουν τους μισθούς με τον ίδιο ρυθμό, περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες παραγωγής και ανάπτυξης.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει και τις δύο αυτές συνέπειες ταυτόχρονα: την αύξηση των τιμών και την επιδείνωση της σχέσης τιμών προς μισθούς. Συγκεκριμένα, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, που είναι ο δείκτης που συγκρίνεται με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυξήθηκε τον Μάιο του 2025 κατά 3,3%, ενώ στην Ευρωζώνη ο αντίστοιχος μέσος όρος ήταν μόλις 1,9%. Αυτή η μεγαλύτερη αύξηση σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που επιβαρύνει την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και τις επιχειρήσεις.
Από αυτή την άποψη, η λύση της αύξησης των μισθών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν είναι βιώσιμη στην Ελλάδα. Το πραγματικό ωρομίσθιο έχει μειωθεί τόσο πολύ που η χώρα κατατάσσεται τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και πίσω από τη Βουλγαρία. Η αύξηση των μισθών σε τέτοιες συνθήκες θα κατέρρεε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, οδηγώντας σε κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επιδείνωση των εμπορικών ελλειμμάτων.
Τα στοιχεία για το 2024 είναι αποκαλυπτικά: το εμπορικό έλλειμμα ανήλθε στα 34,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 14,5% του ΑΕΠ, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε έλλειμμα 15,1 δισεκατομμυρίων ευρώ (6,4% του ΑΕΠ). Τα ελλείμματα αυτά μάλιστα αυξήθηκαν περαιτέρω στο πρώτο τετράμηνο του 2025, με το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να φτάνει τα 6,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης όπου ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στην άνοδο των μισθών και της ζήτησης, στην Ελλάδα προέρχεται από τη δραστηριότητα καρτέλ που περιορίζουν τον ανταγωνισμό και επιβάλλουν υψηλές τιμές. Σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά το 2024 – π.χ. στην Πολωνία κατά 19%, στην Κροατία κατά 14,2% και στη Βουλγαρία κατά 13,9% – γεγονός που ενίσχυσε τη ζήτηση και έδωσε βάση στον πληθωρισμό εκεί. Στην Ελλάδα, όμως, η πίεση στις τιμές δεν οφείλεται σε ανάλογη αύξηση εισοδημάτων, αλλά σε στρεβλώσεις της αγοράς και την υπερφορολόγηση, η οποία όχι μόνο αυξάνει τις τιμές (λόγω μετακύλισης φόρων στα προϊόντα), αλλά μειώνει περαιτέρω τους πραγματικούς μισθούς.
Όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, ο ρυθμός του 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025 στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική κατανάλωση, ενώ οι υπόλοιποι παράγοντες, όπως οι δημόσιες δαπάνες, οι ιδιωτικές επενδύσεις και το εμπορικό ισοζύγιο, ήταν αρνητικοί. Η ιδιωτική κατανάλωση με τη σειρά της χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων πολιτών, γεγονός που καθιστά τη χώρα μοναδική στην Ευρώπη με αρνητικό ρυθμό αποταμίευσης.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η αποταμίευση δεν ταυτίζεται με τις τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες μπορεί να αυξάνονται και λόγω δανεισμού ή πώλησης περιουσιακών στοιχείων, όπως κατοικίες. Τα ακίνητα αποτελούν επίσης μια μορφή αποταμίευσης, όμως η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά από το 87% στο 61%, δείχνοντας ότι οι πολίτες πωλούν περιουσίες για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες ξοδεύουν τις αποταμιεύσεις τους και πωλούν τα σπίτια τους για να επιβιώσουν, ενώ όσοι δεν διαθέτουν ούτε αποταμιεύσεις ούτε ακίνητα αναγκάζονται να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής στο εξωτερικό.
Παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού έχει επιβραδυνθεί, οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται σταθερά κάθε μήνα, επιβαρύνοντας τη μικρομεσαία τάξη και οδηγώντας την σε απόγνωση. Η καθημερινή αύξηση του κόστους των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ καθιστά όλο και πιο δύσκολη την αξιοπρεπή διαβίωση για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Από πολιτική άποψη, η ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει τη δραστηριότητα των καρτέλ, δεδομένου ότι τα στηρίζει έμμεσα λόγω διαπλοκής. Η ίδια συστημική κυβέρνηση, μαζί με την επίσης συστημική αξιωματική αντιπολίτευση, φέρουν σημαντικά χρέη που ξεπερνούν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, γεγονός που μπορεί να λειτουργεί ως μέσο εκβιασμού.
Αυτό εμποδίζει τη δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, απαραίτητου για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων. Τέτοιες επενδύσεις θα μπορούσαν να μειώσουν τις τιμές και να αυξήσουν τους μισθούς, οδηγώντας τελικά σε μείωση της ακρίβειας και εξισορρόπηση των ισοζυγίων πληρωμών.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός φαίνεται να «βολεύει» την κυβέρνηση, καθώς αυξάνει τα φορολογικά έσοδα χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν οι φορολογικοί συντελεστές. Οι υψηλότερες τιμές αυξάνουν τα έσοδα από ΦΠΑ και άλλα έμμεσους φόρους, ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζει πλεονάσματα που ικανοποιούν τους δανειστές και τους οίκους αξιολόγησης. Για παράδειγμα, ακόμη και μια άνοδος στις τιμές των καυσίμων λόγω γεωπολιτικών κρίσεων, όπως ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα μέσω του ΦΠΑ, χωρίς να αλλάξει η φορολογική πολιτική.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός επηρεάζει διαφορετικά τους πολίτες ανάλογα με το εισόδημά τους. Για τους υψηλόμισθους, όπως υπουργούς ή βουλευτές, η αύξηση των τιμών δεν έχει ουσιαστικά μεγάλη επίπτωση στην καθημερινή τους διαβίωση, απλώς περιορίζει την ικανότητα αποταμίευσης του πλεονάζοντος εισοδήματός τους. Αντίθετα, για τα φτωχότερα στρώματα, η αύξηση των τιμών δυσκολεύει την αξιοπρεπή επιβίωση και τους οδηγεί σε οικονομική στενότητα.
Ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων πολιτών στρέφεται προς αντισυστημικά κόμματα. Κάποιοι το κάνουν απλά ως μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στην υπάρχουσα κατάσταση, ενώ άλλοι επιλέγουν σοβαρές πολιτικές δυνάμεις που διαθέτουν ρεαλιστικά προγράμματα διακυβέρνησης και ικανά στελέχη, αναζητώντας λύσεις για την επιβίωση και τη βελτίωση της καθημερινής ζωής τους.