Τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπα με μια εικόνα που, όσο κι αν φαίνεται παράλογη, αποτελεί την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων. Στα χαρτιά, οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης εμφανίζουν για το 2026 πλεόνασμα που ξεπερνά τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ, μια ένδειξη ότι το σύστημα διατηρείται δημοσιονομικά ισχυρό και βιώσιμο. Την ίδια ακριβώς στιγμή, όμως, εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι στη χώρα ζουν με συντάξεις που δεν ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ – και συχνά δεν φτάνουν ούτε καν τα αναγκαία για να καλύψουν το κόστος μιας αξιοπρεπούς ζωής. Έξι στους δέκα περιορίζονται κάτω από αυτό το όριο, παλεύοντας με την ακρίβεια, τα φάρμακα, τους λογαριασμούς, τις βασικές καθημερινές ανάγκες.
Το παράδοξο αυτό δεν αποτελεί απλώς μια ψυχρή καταγραφή σε οικονομικές μελέτες. Αποτυπώνεται επίσημα στον κρατικό προϋπολογισμό του 2026 και επιβεβαιώνεται από την έκθεση «Ήλιος» του Αυγούστου, η οποία καταδεικνύει ότι οι αριθμοί μπορεί να ευημερούν, αλλά η κοινωνία δεν συμβαδίζει. Οι θετικοί δείκτες δεν μεταφράζονται σε ανάλογες απολαβές για εκείνους που έχουν εργαστεί επί δεκαετίες στηρίζοντας το σύστημα.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού παρουσιάζει 2,025 δισεκατομμύρια ευρώ πλεόνασμα για τους ΟΚΑ το 2026, με αύξηση εσόδων από εισφορές, αποτέλεσμα ανόδου μισθών και απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, αύξησης του κατώτατου μισθού, υλοποίησης της ψηφιακής κάρτας εργασίας και νέων μισθολογικών ρυθμίσεων στο Δημόσιο. Ταυτόχρονα, οι δαπάνες για συντάξεις αυξάνονται λόγω νέων απονομών και κοινωνικών παροχών, ωστόσο ακόμη κι έτσι το σύστημα εξακολουθεί να εμφανίζει θετικό ισοζύγιο.
Πίσω όμως από τους ισολογισμούς, η πραγματικότητα των συνταξιούχων είναι πολύ διαφορετική. Η μέση κύρια σύνταξη φτάνει τα 844 ευρώ και η επικουρική τα 196 ευρώ. Το 25,96% των δικαιούχων είναι άνω των 81 ετών, ενώ ακόμη ένα 36,01% βρίσκεται μεταξύ 71 και 80 ετών – ηλικιακές ομάδες με αυξημένες ανάγκες και μειωμένες δυνατότητες κάλυψής τους. Η πλειονότητα των συνταξιούχων ζει σε Αττική και Κεντρική Μακεδονία, με πάνω από 2,4 εκατομμύρια να προσπαθούν να αντεπεξέλθουν με συντάξεις μεταξύ 500 και 1.000 ευρώ.
Από τη μία λοιπόν, ταμεία που παρουσιάζουν πλεόνασμα. Από την άλλη, ηλικιωμένοι που μετρούν ακόμα και τα κέρματα για να αγοράσουν τα απαραίτητα. Μια αντίφαση που φωτίζει όχι μόνο τις ανισότητες του συστήματος, αλλά και την αναγκαιότητα μιας πολιτικής αναπροσαρμογής υπέρ όσων σήκωσαν το βάρος της εργασίας και της παραγωγής επί δεκαετίες. Γιατί η οικονομική βιωσιμότητα ενός ασφαλιστικού φορέα δεν μπορεί να θεωρείται επιτυχία, αν δεν εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή σε εκείνους για τους οποίους υποτίθεται ότι υπάρχει.

