Περισσότεροι από τους μισούς συνταξιούχους στην Ελλάδα, συγκεκριμένα το 57,1%, λαμβάνουν μηνιαίες συντάξεις που δεν ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ μεικτά. Από αυτούς, σχεδόν το 38,2% περιορίζεται σε συντάξεις έως 700 ευρώ, ενώ το 19,7% παίρνει ποσά κάτω των 500 ευρώ. Τα δεδομένα αυτά αποτυπώνουν την δύσκολη οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει η πλειονότητα των συνταξιούχων, αναδεικνύοντας τα περιορισμένα περιθώρια του υφιστάμενου συνταξιοδοτικού συστήματος σε μια χώρα που έχει περάσει από πολλές οικονομικές κρίσεις.
Τον Σεπτέμβριο του 2024, το ασφαλιστικό σύστημα κατέβαλε συνολικά 4.637.740 συντάξεις, με το ποσό αυτό να αναδεικνύει το μέγεθος της δαπάνης για την υποστήριξη των συνταξιούχων. Από αυτές, οι 2.845.291 αφορούσαν κύριες συντάξεις, οι 1.359.748 επικουρικές και οι 432.701 προέρχονταν από μερίσματα. Η συνολική δαπάνη για τις συντάξεις έφτασε τα 2,65 δισεκατομμύρια ευρώ, περιλαμβάνοντας κρατήσεις φόρων, εισφορές υγείας και συνεισφορές προς τον ΑΚΑΓΕ.
Ηλικιακή κατανομή και ανισότητες
Η μεγαλύτερη ομάδα συνταξιούχων είναι ηλικίας 71-80 ετών (35,7%), ενώ ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα 51-70 ετών με ποσοστό 35,5%. Σημαντικό είναι το ποσοστό των συνταξιούχων άνω των 81 ετών, που φτάνει το 25,8%, υπογραμμίζοντας τις αυξημένες ανάγκες σε υποστήριξη και υγειονομική περίθαλψη για αυτή την ηλικιακή κατηγορία. Αντιθέτως, μόλις το 1,4% των συνταξιούχων είναι κάτω των 25 ετών, περιλαμβάνοντας κυρίως άτομα που επιδοτούνται λόγω απώλειας γονέων ή άλλων ειδικών συνθηκών.
Οι συνταξιούχοι ηλικίας 61-70 ετών λαμβάνουν κατά μέσο όρο τις υψηλότερες συντάξεις, γεγονός που αντανακλά τη μεγαλύτερη διάρκεια της επαγγελματικής τους πορείας και τα υψηλότερα εισοδήματα που ενδέχεται να απέκτησαν κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.
Γεωγραφική κατανομή συντάξεων
Η γεωγραφική κατανομή των συνταξιούχων αποκαλύπτει ότι η πλειονότητα συγκεντρώνεται στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας. Στην Αττική καταβάλλονται 1.756.666 συντάξεις, οι οποίες αντιστοιχούν στο περίπου 38% του συνολικού αριθμού. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Κεντρική Μακεδονία, με 752.087 συντάξεις, ενώ η Θεσσαλία ακολουθεί με 307.229 συντάξεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Περιφέρεια Ηπείρου, η οποία έχει τη μεγαλύτερη αναλογία ποσών σύνταξης προς ΑΕΠ, φτάνοντας το 25,2%. Αυτό υποδηλώνει την έντονη εξάρτηση της τοπικής οικονομίας από τις συντάξεις. Αντίθετα, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου καταγράφει τη χαμηλότερη αναλογία, 12,3%, λόγω της υψηλότερης τουριστικής δραστηριότητας και του μεγαλύτερου ΑΕΠ στην περιοχή.
Ανισότητες μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα
Εντυπωσιακή είναι η διαφορά που παρατηρείται στα ποσά των νέων συντάξεων μεταξύ των πρώην εργαζομένων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Οι νέες συντάξεις γήρατος στον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 741,69 ευρώ, ενώ στον δημόσιο τομέα φτάνουν τα 1.134,37 ευρώ, παρουσιάζοντας διαφορά 392 ευρώ.
Αυτή η διαφορά αποκαλύπτει τις σημαντικές ανισότητες στο συνταξιοδοτικό σύστημα, οι οποίες συνδέονται με τις εισφορές, το επίπεδο αποδοχών και την ασφάλιση κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής πορείας. Παράλληλα, αναδεικνύει την ανάγκη για πολιτικές που θα μειώσουν το χάσμα αυτό, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη δικαιοσύνη και ισότητα στους συνταξιούχους.
Συμπεράσματα
Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνουν τη σύνθετη πραγματικότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Η πλειονότητα των συνταξιούχων λαμβάνει χαμηλές συντάξεις, οι γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες παραμένουν έντονες, και το χάσμα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα διευρύνεται. Αυτό καθιστά αναγκαία την εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της δικαιοσύνης του συστήματος.