ΑΟΖ: Μία αιφνιδιαστική διπλωματική εξέλιξη τοποθετεί την Ελλάδα, την Κύπρο, την Τουρκία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη στο ίδιο τραπέζι διαλόγου, στο πλαίσιο διεθνούς διάσκεψης που θα έχει ως αντικείμενο την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και τον ορυκτό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου.
Η πρόταση για τη συγκρότηση του σχήματος φέρεται να ανήκει στον Ταγίπ Ερντογάν και, προς γενική έκπληξη, έγινε αποδεκτή από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, σηματοδοτώντας ένα βήμα που θα μπορούσε να μεταβάλει ριζικά τα δεδομένα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Η ταχύτητα με την οποία κινήθηκε η κυβέρνηση δεν είναι συνηθισμένη για τα ελληνικά δεδομένα. Συνήθως, οι αποφάσεις αυτού του είδους λαμβάνονται κατόπιν μακρών διεργασιών, και όταν παρατηρείται τέτοια σπουδή, σχεδόν πάντοτε προϋποτίθεται εξωτερική πίεση ή συντονισμένη καθοδήγηση.
Έτσι, μόλις μία ημέρα μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού στη Βουλή για τη δημιουργία «Φόρουμ Παρακτίων Κρατών» της Ανατολικής Μεσογείου, το υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να υλοποιήσει την ιδέα, δρομολογώντας διαβουλεύσεις για τη διαμόρφωση πενταμερούς σχήματος με τη συμμετοχή Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας, Αιγύπτου και Λιβύης.
Κυβερνητικές πηγές διέρρευσαν ότι το υπό σύσταση «Φόρουμ» θα ασχοληθεί με το μεταναστευτικό, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τη διασυνδεσιμότητα μέσω ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών υποδομών, τις οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών και την πολιτική προστασία.
Εντυπωσιακό ωστόσο είναι ότι από την πρώτη στιγμή κατονομάστηκαν μόνον οι πέντε αυτές χώρες, χωρίς καμία αναφορά στα υπόλοιπα παράκτια κράτη της Ανατολικής Μεσογείου — το Ισραήλ, τη Συρία και τον Λίβανο — γεγονός που προκαλεί εύλογα ερωτήματα για τη στόχευση και το εύρος της πρωτοβουλίας.
Το παρασκήνιο αυτής της εξέλιξης δεν είναι άγνωστο. Ήδη από τις 16 Ιουνίου, η εφημερίδα «Εστία» είχε αποκαλύψει ότι η Ουάσιγκτον επεξεργάζεται σχέδιο για την προώθηση διεθνούς διαιτησίας στο Αιγαίο υπέρ των τουρκικών θέσεων. Η αποστολή είχε ανατεθεί, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στον στενό συνεργάτη του Ντόναλντ Τραμπ, Ρίτσαρντ Γκρενέλ, ο οποίος ενεργεί σε συνεννόηση με τον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα, Τόμ Μπάρακ, και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες φέρονται να έχουν συγκροτήσει έναν «άξονα επιρροής» που καθοδηγεί τις διεργασίες για τη δημιουργία της πενταμερούς, η οποία εμφανίζεται ως «φόρουμ συνεργασίας», αλλά ουσιαστικά προετοιμάζει το έδαφος για την επιβολή διεθνούς διαιτησίας εκτός του πλαισίου του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Η ελληνική διπλωματία, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία, φαίνεται να ακολουθεί αυτό το αμερικανοτουρκικό σχέδιο, ενδεχομένως χωρίς να έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών. Ήδη παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών μιλούν για τη δυνατότητα το σχήμα αυτό να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, αντιμετωπίζοντας ως δεδομένη την αποδοχή του από τις συμμετέχουσες χώρες.
Η αποδοχή αυτή, όμως, προϋποθέτει την de facto εξίσωση Ελλάδας και Τουρκίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε μια στιγμή που το τουρκολιβυκό μνημόνιο παραμένει σε ισχύ, το casus belli δεν έχει ανακληθεί και η Άγκυρα επιμένει στη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα.
Η ίδια η ιδέα της πενταμερούς θυμίζει την πρόταση που είχε διατυπώσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, περί «Διασκέψεως της Ανατολικής Μεσογείου» με σκοπό την εξεύρεση «κοινού εδάφους».
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει κατά πόσον μπορεί πράγματι να υπάρξει κοινό έδαφος με μία χώρα που αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου, παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και διατηρεί στρατεύματα κατοχής στο νησί.
Στην πραγματικότητα, η πενταμερής αυτή συνιστά το πρώτο στάδιο ενός σχεδίου που αποσκοπεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε διεθνή διαιτησία, υπό όρους που δεν θα καθοριστούν από το Δίκαιο της Θάλασσας αλλά από πολιτικές ισορροπίες.
Με την πολυμερή μορφή του διαλόγου επιχειρείται να αρθεί το εμπόδιο της διμερούς διαπραγμάτευσης με την Τουρκία και να παρουσιαστεί ως συλλογική πρωτοβουλία συνεργασίας, πίσω από την οποία όμως θα υποκρύπτεται η πίεση για «συνεκμετάλλευση» στο Αιγαίο και η επανεκκίνηση συνομιλιών για το Κυπριακό υπό νέους όρους.
Όπως είχε αποκαλύψει η «Εστία», ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ έχει ήδη συζητήσει το σχέδιο με τον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα, Τόμ Μπάρακ, την αναμενόμενη νέα πρέσβειρα στην Αθήνα, Κίμπερλυ Γκίλφοϋλ, και τον Χακάν Φιντάν. Οι πρώτες συζητήσεις επικεντρώνονται στη δημιουργία ενός πιο δομημένου πλαισίου διαλόγου Ελλάδας–Τουρκίας, με την προοπτική να οδηγηθεί η διαφορά σε διεθνή διαιτησία.
Αυτό θα σηματοδοτούσε την εγκατάλειψη της παραδοσιακής ελληνικής θέσης υπέρ της Χάγης και την είσοδο σε μια διαδικασία χωρίς σαφές νομικό υπόβαθρο, όπου όλα τα ενδεχόμενα λύσης θα παραμένουν ανοικτά, ακόμη και εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Η χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία. Μετά τις επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Ιράν και την αναδιάταξη δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, η Ουάσιγκτον επιδιώκει μια συνολική διευθέτηση στην περιοχή, με την Τουρκία να αναλαμβάνει αναβαθμισμένο ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα, υποκαθιστώντας το Ιράν.
Η Άγκυρα έχει ήδη διευρύνει την επιρροή της στη Συρία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν ότι η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα ενίσχυε την περιφερειακή ισορροπία υπό τουρκική αιγίδα.
Η επιτάχυνση των διαδικασιών, επομένως, εντάσσεται στη γενικότερη αμερικανική στρατηγική επαναχάραξης της αρχιτεκτονικής ασφαλείας στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, βλέποντας την Τουρκία ως αναγκαίο εταίρο για τη μεταπολεμική σταθερότητα της περιοχής, θεωρούν επιβεβλημένο να «κλείσει» το ελληνικό ζήτημα, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται επώδυνες υποχωρήσεις για την Αθήνα.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, η Ελλάδα δείχνει να βαδίζει εκούσια προς έναν διάλογο που μπορεί να καταλήξει σε δεσμεύσεις χωρίς αντίκρισμα, σε απώλεια διπλωματικών ερεισμάτων και σε σταδιακή εκχώρηση πρωτοβουλιών.
Το πρώτο βήμα έχει ήδη γίνει: το τραπέζι έχει στρωθεί, οι πέντε χώρες έχουν προσκληθεί, και η ατζέντα είναι διαμορφωμένη. Το ερώτημα πλέον είναι αν η χώρα αντιλαμβάνεται ότι, πίσω από το πρόσχημα της «συνεννόησης», ανοίγει η πόρτα για μια διευθέτηση που ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου για τις επόμενες δεκαετίες.

