18 Νοεμβρίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Παράδοση και πρόοδος, δύο όψεις της ίδιας αναζήτησης

Στη δημόσια συζήτηση των καιρών μας, η αντιπαράθεση ανάμεσα στους συντηρητικούς και στους ανθρωπιστές – ή, όπως συχνά λέγεται, στους προοδευτικούς – εμφανίζεται πιο έντονη από ποτέ. Οι πρώτοι υψώνουν τη σημαία της παράδοσης, της πίστης στις ρίζες και στις αξίες που κράτησαν όρθια την κοινωνία μέσα στον χρόνο. Οι δεύτεροι προβάλλουν το όραμα ενός κόσμου ανοιχτού, δίκαιου και απαλλαγμένου από προκαταλήψεις, όπου η λογική και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια υπερισχύουν κάθε δόγματος. Κι όμως, αν κοιτάξει κανείς κάτω από την επιφάνεια της αντιπαράθεσης, θα δει πως και οι δύο πλευρές αναζητούν το ίδιο πράγμα: μια κοινωνία σταθερή, δίκαιη και ανθρώπινη.

Ο συντηρητικός τρόπος σκέψης στηρίζεται στην εμπιστοσύνη προς τη διαχρονική σοφία των θεσμών και των εθίμων. Η παράδοση, λένε, δεν είναι αλυσίδα που μας κρατά πίσω, αλλά νήμα που μας συνδέει με τη συσσωρευμένη εμπειρία των αιώνων. Ο Μπερκ το είχε πει εύστοχα: η ιστορία δεν είναι λάθος προς αποφυγή, αλλά σοφία προς αξιοποίηση. Έτσι, ο συντηρητισμός δεν σημαίνει άρνηση της προόδου, αλλά επιθυμία να προχωρήσουμε χωρίς να κόψουμε τις ρίζες που μας κρατούν όρθιους.

Από την άλλη, οι ανθρωπιστές βλέπουν την κοινωνία ως ένα διαρκές εργαστήριο βελτίωσης. Με πίστη στη λογική, στην επιστήμη και στα ανθρώπινα δικαιώματα, θεωρούν πως ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να διορθώνει τα λάθη του παρελθόντος και να προχωρά. Δεν απορρίπτουν κατ’ ανάγκην την παράδοση, αλλά επιμένουν πως τίποτε δεν είναι υπεράνω του κριτικού στοχασμού. Αν μια συνήθεια ή μια αντίληψη οδηγεί σε αποκλεισμούς ή μισαλλοδοξία, πρέπει να αναθεωρηθεί – όχι για να σβήσει η ιστορία, αλλά για να εξαγνιστεί.

Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει μια κοινή ρίζα: η αγωνία για το κοινό καλό. Οι μεν θέλουν να το διαφυλάξουν, οι δε να το διευρύνουν. Η διαφορά δεν είναι τόσο στον στόχο, όσο στη μέθοδο. Οι συντηρητικοί στηρίζονται στο χθες, οι ανθρωπιστές εμπνέονται από το αύριο· κι όμως, και οι δύο χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Η σταθερότητα χωρίς εξέλιξη καταντά στασιμότητα· η πρόοδος χωρίς θεμέλια γίνεται ρευστότητα χωρίς προσανατολισμό.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνικό. Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις γύρω από ζητήματα όπως η εκπαίδευση, τα δικαιώματα, ο ρόλος της θρησκείας ή η ταυτότητα του έθνους αποτυπώνουν αυτή τη διαχρονική σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Και δυστυχώς, σε μια εποχή όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ευνοούν τις κραυγές αντί για τον διάλογο, ο φανατισμός έχει γίνει εύκολη παγίδα. Κάθε πλευρά τείνει να βλέπει την άλλη ως απειλή – λησμονώντας ότι οι αξίες που υπερασπίζεται δεν θα είχαν καν υπάρξει αν κάποτε δεν συνυπήρξαν οι δύο αυτές δυνάμεις.

Στην Ελλάδα, η συζήτηση παίρνει ιδιαίτερο χρώμα. Είμαστε λαός που τιμά τις ρίζες του, που διατηρεί τη γλώσσα, την πίστη και τα έθιμά του, αλλά ταυτόχρονα λαός ανήσυχος, που αναζητά πάντα το νέο και το καλύτερο. Η ίδια η ιστορία μας είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση ανάμεσα στην παράδοση και στη νεωτερικότητα. Από τα σχολικά εγχειρίδια ως τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, από την τέχνη ως την πολιτική, το ερώτημα παραμένει: πώς παντρεύεται ο σεβασμός στο παρελθόν με την ανάγκη για εξέλιξη;

Δεν είναι τυχαίο πως νέοι Έλληνες δημιουργοί στρέφονται ξανά σε παραδοσιακές τέχνες, τραγούδια και τεχνικές, δίνοντάς τους νέα μορφή. Δεν τις αναπαράγουν μηχανικά – τις ανανεώνουν. Έτσι, η παράδοση παύει να είναι μουσειακό έκθεμα και γίνεται ζωντανό κύτταρο του σήμερα. Η προοδευτικότητα, από την άλλη, αποκτά βάθος όταν πατά σε σταθερές αξίες: τον σεβασμό, το μέτρο, τη δημοκρατία, την καλλιέργεια του πνεύματος.

Το ίδιο ισχύει και στην εκπαίδευση. Το σχολείο οφείλει να διδάσκει τις ρίζες, αλλά και να ανοίγει τους ορίζοντες. Να εμπνέει τους μαθητές με την ιστορία και τα ιδανικά των προγόνων, αλλά και να τους μαθαίνει να σκέφτονται ελεύθερα, να αμφισβητούν, να κατανοούν τον κόσμο γύρω τους. Δεν χρειάζεται να επιλέξουμε ανάμεσα στην εθνική ταυτότητα και στην οικουμενικότητα· μπορούμε να διδάξουμε και τα δύο. Ένα παιδί που γνωρίζει από πού έρχεται, έχει και την αυτοπεποίθηση να πορευτεί προς το άγνωστο.

Ίσως λοιπόν το ζητούμενο δεν είναι να νικήσει ο ένας ή ο άλλος. Η κοινωνία χρειάζεται και τις δύο φωνές: τη φωνή της μνήμης και τη φωνή της ανανέωσης. Αν μάθουμε να τις ακούμε όχι ως αντιπάλους αλλά ως συνοδοιπόρους, τότε μπορούμε να χτίσουμε ένα μέλλον που θα τιμά το παρελθόν του χωρίς να φυλακίζεται σ’ αυτό.

Η πρόοδος χωρίς ρίζες είναι ασταθής. Η παράδοση χωρίς ανανέωση μαραίνεται. Μαζί, όμως, μπορούν να δώσουν στην κοινωνία τον ρυθμό που χρειάζεται για να προχωρήσει σταθερά και ανθρώπινα. Γιατί στο τέλος της ημέρας, είτε συντηρητικοί είτε ανθρωπιστές, όλοι μοιραζόμαστε το ίδιο όραμα: έναν κόσμο που αξίζει να παραδώσουμε στους επόμενους λίγο καλύτερο απ’ ό,τι τον παραλάβαμε.

του Στάθη Βεργή