17 Νοεμβρίου, 2025
Οικονομία

Παλαιτσάκης (ΝΙΚΗ): «Πίσω από τα “success stories” της κυβέρνησης κρύβεται ένα κρυφό μνημόνιο διαρκείας»

Οικονομική επιτυχία ή επικοινωνιακή αυταπάτη; Οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης προβλήθηκαν ως τεκμήριο μιας Ελλάδας που «αναπτύσσεται, μειώνει τη φορολογία και αυξάνει τα εισοδήματα». Όμως, όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος και οικονομολόγος Γιώργος Παλαιτσάκης, μέλος της Θεματικής Ομάδας Οικονομίας της ΝΙΚΗΣ, η πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις απέχει έτη φωτός από την κυβερνητική αφήγηση. Οι αριθμοί μπορεί να μην ψεύδονται, αλλά χρησιμοποιούνται —όπως σημειώνει— «για να ειπωθούν τα μεγαλύτερα ψέματα».

Ο Παλαιτσάκης αναλύει τα στοιχεία πίσω από τις κυβερνητικές ανακοινώσεις και αποδομεί ένα προς ένα τα λεγόμενα «θετικά μέτρα». Η εικόνα που προκύπτει είναι ενός προϋπολογισμού χτισμένου πάνω σε υπεραποδόσεις φόρων, εξάντληση της μεσαίας τάξης, διάλυση της παραγωγικής βάσης και διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η κυβέρνηση διαφημίζει τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και τη μείωση της φορολογίας για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Ωστόσο, η πραγματική πίεση μεταφέρεται στις έμμεσες μορφές φορολόγησης. Ο ΦΠΑ, ο φόρος κατανάλωσης, οι ειδικοί φόροι στα καύσιμα και στην ενέργεια αποδίδουν πλέον πάνω από το 60% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Πρόκειται για τους πιο άδικους φόρους, γιατί πλήττουν δυσανάλογα τους οικονομικά ασθενέστερους, εκείνους που καταναλώνουν σχεδόν ολόκληρο το εισόδημά τους. «Οι φτωχοί πληρώνουν τον λογαριασμό των επιδομάτων και των “φοροελαφρύνσεων” των πλουσίων», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, τα έσοδα από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν το 2024 κατά πάνω από 2,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2023, παρά την υποτιθέμενη «αποπληθωριστική πορεία». Το φαινόμενο εξηγείται απλά: οι τιμές παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και η αγοραστική δύναμη μειώνεται. Έτσι, η ίδια κατανάλωση αποδίδει περισσότερους φόρους. Πρόκειται, όπως εξηγεί ο Παλαιτσάκης, για ένα «κρυφό μνημόνιο διαρκείας» που μεταφέρει τον δημοσιονομικό κίνδυνο από το κράτος στον πολίτη.

Στο ίδιο πλαίσιο, η κυβέρνηση εμφανίζει την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων ως ένδειξη ισχυρής ανάπτυξης. Όμως, πίσω από τα νούμερα κρύβεται η στασιμότητα της εγχώριας παραγωγής και η αποβιομηχάνιση. Το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει βαθιά ελλειμματικό: η Ελλάδα εισάγει πολύ περισσότερα απ’ όσα εξάγει — τρόφιμα, πρώτες ύλες, τεχνολογία — και η όποια αύξηση εξαγωγών οφείλεται κυρίως στην επανεξαγωγή καυσίμων ή στην τουριστική κίνηση. «Δεν υπάρχει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, δεν υπάρχει βιομηχανική πολιτική. Μιλάμε για μια οικονομία που ζει από τα δανεικά του Ταμείου Ανάκαμψης και από τις τουριστικές ροές», τονίζει ο Παλαιτσάκης.

Εξίσου προβληματική είναι η εικόνα των επενδύσεων. Οι προβλέψεις για αύξηση 10,2% το 2026 θεωρούνται, όπως λέει, «σενάριο επιστημονικής φαντασίας». Οι επενδύσεις δεν γεννιούνται από εσωτερική δυναμική, αλλά στηρίζονται αποκλειστικά στα ευρωπαϊκά κονδύλια, με ημερομηνία λήξεως. Όταν αυτά τελειώσουν, η «ανάπτυξη» θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Παράλληλα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν από την ακρίβεια, το ενεργειακό κόστος, τη γραφειοκρατία και την απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης.

Η αγορά εργασίας δεν προσφέρει καλύτερη εικόνα. Παρά τη ρητορική περί «μείωσης της ανεργίας», ένας στους πέντε νέους παραμένει χωρίς δουλειά, ενώ όσοι εργάζονται αντιμετωπίζουν μισθούς πείνας και εξοντωτικά ωράρια. Το περίφημο «ευέλικτο οκτάωρο» έχει μετατραπεί σε νομιμοποιημένη εργασιακή εξουθένωση. Οι αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις απορροφώνται αμέσως από τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής, ακυρώνοντας κάθε θετικό αποτέλεσμα. Όπως επισημαίνει ο κ. Παλαιτσάκης, «όταν οι τιμές τρέχουν πιο γρήγορα από την ανάσα μας, κάθε αύξηση μισθού είναι απλώς λογιστική».

Η κοινωνική διάσταση της κρίσης είναι ακόμα πιο οδυνηρή. Η Ελλάδα παραμένει πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην παιδική φτώχεια, με ένα στα τέσσερα παιδιά να μεγαλώνει σε συνθήκες ανέχειας. «Αυτό δεν είναι στατιστική, είναι ντροπή για ένα κράτος που θέλει να λέγεται σύγχρονο», σχολιάζει ο οικονομολόγος. Πίσω από κάθε ποσοστό, κρύβεται μια οικογένεια που δεν τα βγάζει πέρα, ένας συνταξιούχος που μετρά τα φάρμακά του, μια μητέρα που υπολογίζει το γάλα των παιδιών της σταγόνα-σταγόνα.

Μέσα σε αυτή τη σκοτεινή πραγματικότητα, η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, αυτή η «επιτυχία» στηρίζεται στα πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή σε νέα λιτότητα. Το κράτος εισπράττει περισσότερα απ’ όσα δαπανά, αφαιρώντας ρευστότητα από την οικονομία και στεγνώνοντας τα νοικοκυριά. Τα πλεονάσματα που παρουσιάζονται ως δημοσιονομική σταθερότητα, στην πράξη είναι το αποτέλεσμα μιας διαρκούς φορολογικής αιμορραγίας.

Η συνολική εικόνα, σύμφωνα με τον κ. Παλαιτσάκη, δείχνει μια Ελλάδα «νοικοκυρεμένη στα γραφήματα, αλλά εξαντλημένη στην πραγματικότητα». Η υπερφορολόγηση, η ακρίβεια και η εργασιακή ανασφάλεια έχουν οδηγήσει σε μαζική απογοήτευση και κοινωνική σιωπή. Οι πολίτες αισθάνονται ότι το κράτος τούς εγκατέλειψε και η κυβέρνηση απαντά με στατιστικές και PowerPoint. «Οι αριθμοί μπορεί να ευημερούν, αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν», υπογραμμίζει.

Η κυβέρνηση, σημειώνει, επιχειρεί να διατηρήσει τεχνητά την εικόνα επιτυχίας ενόψει των επόμενων εκλογών. Ωστόσο, τα στοιχεία του προϋπολογισμού προεξοφλούν νέα πίεση στα εισοδήματα και βαθύτερη ύφεση στην πραγματική οικονομία. Το χρέος των νοικοκυριών προς το Δημόσιο και τις τράπεζες έχει εκτοξευθεί, η ιδιωτική κατανάλωση συρρικνώνεται, και το διαθέσιμο εισόδημα πέφτει διαρκώς. «Όταν μια χώρα καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει και χρηματοδοτεί την κατανάλωση με δανεικά, η κατάρρευση είναι θέμα χρόνου», προειδοποιεί.

Η αποδόμηση της κυβερνητικής αφήγησης ολοκληρώνεται με μια προειδοποίηση: χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς ενίσχυση της εγχώριας δημιουργίας και χωρίς δικαιότερη φορολογική πολιτική, η Ελλάδα δεν έχει βιώσιμη πορεία. Οι αριθμοί δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, ούτε τα πρωτογενή πλεονάσματα να αντικαταστήσουν την κοινωνική συνοχή.

Όπως καταλήγει ο Γιώργος Παλαιτσάκης, «οι κυβερνήσεις μπορούν να εξωραΐζουν την εικόνα όσο θέλουν, αλλά η οικονομία έχει τον δικό της αδυσώπητο νόμο: ό,τι δεν παράγεται, δεν μπορεί να διανεμηθεί». Και η σημερινή Ελλάδα, κουρασμένη από τα ψεύτικα «success stories», μοιάζει πιο κοντά από ποτέ στο να το καταλάβει.