Στις 6 Μαρτίου, ενώ στο Κοινοβούλιο εξελίσσονταν οι έντονες συζητήσεις γύρω από την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης, με αφορμή τη τραγωδία των Τεμπών, ταυτόχρονα πληροφορηθήκαμε για την εξέλιξη ενός εξαιρετικά σημαντικού έργου, της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, η οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες. Δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το ιταλικό ερευνητικό πλοίο Levoli Relume, το οποίο βρισκόταν στην Κρήτη για τις απαιτούμενες έρευνες, αναχώρησε και κατευθύνθηκε προς τη Μεσίνα στην Ιταλία, ενώ ο ΑΔΜΗΕ αποφάσισε να αναστείλει τις πληρωμές προς τη γαλλική εταιρεία Nexans, υπεύθυνη για την κατασκευή του έργου «Great Sea Interconnector», λόγω αβεβαιοτήτων γύρω από την προοπτική υλοποίησής του.
Η διστακτικότητα της ελληνικής πλευράς απέναντι στην ολοκλήρωση του έργου σχετίζεται με την αναμενόμενη αντίδραση της Τουρκίας, η οποία μέσω απειλών και διπλωματικών μεθοδεύσεων πιέζει για την έμμεση αποδοχή των τουρκικών θέσεων σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες στην περιοχή, ώστε να επιτρέψει την έγκριση των απαραίτητων ερευνών και την έκδοση των NAVTEX για τις περιοχές που η Άγκυρα θεωρεί δικές της. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχτεί τις τουρκικές απαιτήσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τις ελληνικές εδαφικές θέσεις.
Το πρόβλημα αυτό είχε φανεί από την περασμένη Άνοιξη, όταν η Τουρκία, μέσω της παρουσίας των φρεγατών της, εμπόδισε το ερευνητικό σκάφος να κινηθεί εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων, προκαλώντας μια σύντομη, αλλά έντονη διπλωματική κρίση. Η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε τότε ότι η κατάσταση εκτονώθηκε μέσω διμερών επαφών, χωρίς ωστόσο να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στις εργασίες. Αυτή η κρίση οδήγησε τη Κυπριακή Δημοκρατία να εκφράσει σοβαρές αμφιβολίες για την ολοκλήρωση του έργου, με την Κύπρο να διστάζει να αναλάβει το οικονομικό ρίσκο που συνεπάγεται η συνέχιση της προσπάθειας.
Αντίθετα, η Ελλάδα παρέμεινε (και σωστά) πεπεισμένη για την ολοκλήρωση του έργου και ανέλαβε ένα σημαντικό μέρος του οικονομικού ρίσκου. Υποθέτοντας, ίσως, ότι έχει λάβει «εγγυήσεις» για εξωτερικές παρεμβάσεις και διαμεσολαβήσεις, με στόχο την επίτευξη κάποιου συμβιβασμού με την Τουρκία. Υπάρχει η πιθανότητα η Τουρκία να έχει δώσει κάποια υποτυπώδη υπόσχεση για την επίλυση της κατάστασης, για λόγους δικούς της. Ωστόσο, είναι εξίσου πιθανό ότι οι χώρες που ενδεχομένως παρείχαν τις εγγυήσεις αυτές, όπως οι ΗΠΑ ή η κυβέρνηση Μπάιντεν, να μην συμμετέχουν πλέον στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής ή ότι η νέα αμερικανική ηγεσία να έχει ζητήσει να μην υπάρξουν ενέργειες που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν την ένταση στην περιοχή. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να υπερεκτιμήθηκε η βούληση του Ισραήλ ή και άλλων ευρωπαϊκών χωρών να προχωρήσουν το έργο με οποιοδήποτε κόστος, προσφέροντας επιπλέον εγγυήσεις ασφαλείας.
Όπως είναι φυσικό, τα κράτη δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στις υποσχέσεις ή εγγυήσεις τρίτων για την υλοποίηση των εθνικών τους στόχων. Ωστόσο, η πρακτική διαφέρει από τη θεωρία, καθώς η Ελλάδα έχει πληρώσει ακριβά στο παρελθόν την εμπλοκή της σε κινήσεις υψηλού ρίσκου χωρίς να έχει λάβει υπόψη τις πραγματικές συνέπειες και χωρίς να διαθέτει την ικανότητα ή την πολιτική βούληση να κλιμακώσει τη σύγκρουση, εάν χρειαστεί. Επομένως, και σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει στο έργο μόνο όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, χωρίς να ρισκάρει ανοιχτές αντιπαραθέσεις με την Τουρκία. Ωστόσο, όσον αφορά την χρηματοδότηση του καλωδίου, η καθυστέρηση στην υλοποίηση του έργου πιθανότατα θα αναγκάσει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας.
Ο ρεαλισμός, ως θεωρία της διεθνούς πολιτικής, υποστηρίζει ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, να εμπλακούμε σε μια πολεμική σύγκρουση. Ακόμα και αν τελικά επικρατήσουμε, τα προβλήματά μας δεν θα επιλυθούν, αλλά μάλλον θα βρεθούμε σε έναν πόλεμο φθοράς, με το έργο της διασύνδεσης να παραμένει απραγματοποίητο για δεκαετίες. Ωστόσο, ο ρεαλισμός μας διδάσκει επίσης ότι η συνεχής πολιτική κατευνασμού – η οποία βασίζεται στις υποχωρήσεις και συμβιβασμούς – οδηγεί με βεβαιότητα σε πόλεμο και μάλιστα υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Αν και ο ρεαλισμός αποτελεί μια από τις πιο αξιόπιστες μεθόδους ανάλυσης των διεθνών προβλημάτων, παραμένει μια δομικά απαισιόδοξη θεωρία και συχνά δεν προσφέρει σαφείς λύσεις.
Σίγουρα θα υπάρξουν κόμματα που θα κατηγορήσουν την πολιτική της κυβέρνησης για υποχωρητικότητα. Όμως, όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν στο παρελθόν χειρίστηκαν τα εθνικά ζητήματα με την ίδια αυτοσυγκράτηση και διστακτικότητα, χωρίς εξαιρέσεις, ακόμα και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, με την μοναδική εξαίρεση του καθεστώτος Ιωαννίδη, που έλαβε εγκληματικές αποφάσεις, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Όλα αυτά τα κόμματα απέτυχαν να κατανοήσουν πλήρως τη φύση και την ένταση της τουρκικής απειλής και δεν προετοίμασαν επαρκώς τη χώρα για το μέλλον. Πιθανόν να υπάρχουν και πολιτικές δυνάμεις που θα θεωρήσουν εθνικό καθήκον την άμεση, αποφασιστική αναμέτρηση με την Τουρκία. Εξάλλου, το έχουμε βιώσει στο παρελθόν και δυστυχώς, κάθε φορά που το θυμικό υπερίσχυσε της λογικής, τα αποτελέσματα δεν ήταν ευνοϊκά για τη χώρα.
Είναι αλήθεια ότι μπορούν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα από την ιστορία, όπου η ελληνική ψυχή και το θάρρος κατατρόπωσαν τους ψυχρούς υπολογισμούς των αντιπάλων, αλλά δεν μπορούμε να «τζογάρουμε» βασιζόμενοι αποκλειστικά σε ηρωικές πράξεις, υπερφυσικές ικανότητες ή απροσδόκητες παρεμβάσεις από «από μηχανής σωτήρες».
Υπάρχει πάντα και η προσέγγιση «πάμε και όπου βγούμε», με την ελπίδα ότι η αξιόμαχη ναυτική μας δύναμη, παρά τα πεπαλαιωμένα πλοία, θα υπερισχύσει, ενώ τα σύγχρονα Rafale και οι πυραύλοι Meteor θα μπορούσαν να είναι το κρίσιμο στοιχείο που θα ανατρέψει το αποτέλεσμα, με τον αντίπαλο να παρακολουθεί αμήχανος τη συντριβή του. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση είναι επικίνδυνη και δεν αποτελεί λύση που βασίζεται σε πραγματιστικούς υπολογισμούς.
Επιπλέον, δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στην ευνοϊκή υποστήριξη τρίτων χωρών. Η Ευρώπη, και κυρίως η Γαλλία, που βρίσκονται σε μία οικονομική και γεωπολιτική κρίση, προφανώς δεν θα ήθελαν να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο με την Τουρκία, που ενισχύεται στρατηγικά, ενώ ήδη αναζητά στρατιωτική βοήθεια από άλλες χώρες. Το Ισραήλ, επίσης, μετά από δύο χρόνια σφοδρής στρατιωτικής προσπάθειας και με το βλέμμα στραμμένο στο Ιράν, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμο να εμπλακεί σε μια νέα σύγκρουση. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η στάση τους πιθανότατα θα είναι αδιάφορη, προτείνοντας μια λύση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων, αλλά δεν εγγυάται τη σταθερότητα και την ασφάλεια της περιοχής. Δεν γνωρίζουμε αν ο πρώην Πρόεδρος Τραμπ, για παράδειγμα, θα ήταν διατεθειμένος να αναλάβει το ρίσκο της είσπραξης του 50% των ελληνικών υποθαλασσίων πόρων, όπως φαίνεται να πράττει με την Ουκρανία, έναντι ασαφών εγγυήσεων ασφαλείας.
Μέχρι σήμερα, επιλέγουμε τη στρατηγική της αναβολής των κρίσιμων εθνικών αποφάσεων, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν σε συγκρουσιακά αποτελέσματα για το αβέβαιο μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο, υποθέτουμε ότι ο παράγοντας χρόνος εργάζεται υπέρ μας σε επίπεδο σχετικής ισχύος – στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής και τεχνολογικής – ενώ η μετριοπάθεια και η επιθυμία για ειρηνικές λύσεις κυριαρχούν στην πλευρά του αντιπάλου. Ωστόσο, και οι δύο αυτές εκτιμήσεις είναι προφανώς λανθασμένες. Ιδιαίτερα για την αργή και περιορισμένη ενδυνάμωσή μας, την ευθύνη για την οποία φέρουμε αποκλειστικά εμείς, τόσο οι κυβερνώντες όσο και εκείνοι που επιλέγουν τους κυβερνήτες μας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τίθεται το ερώτημα: υπάρχει λύση; Η απάντηση δεν είναι μονολεκτική ούτε βέβαιη. Η σύμπλευση με τα συμφέροντα τρίτων, ακόμα και με ανισοβαρή ανταλλάγματα, φαίνεται να αποτελεί τον μόνο ρεαλιστικό δρόμο. Το ουσιώδες όμως είναι η βαρύτητα των εγγυήσεων αυτών των τρίτων και η πραγματική τους βούληση να εμπλακούν ενεργά, αν απαιτηθεί, αναλογικά με τα προσδοκώμενα κέρδη τους. Οι διεθνείς σχέσεις σήμερα είναι, περισσότερο από ποτέ, καθαρά συναλλακτικής φύσης, και, ίσως πάντα ήταν, αλλά πλέον επικρατεί μια ωμή πραγματικότητα, χωρίς υπεκφυγές και με λιγότερη αναφορά στις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Για να επιτύχεις όμως ένα καλό “deal”, χρειάζεσαι ισχυρά «χαρτιά». Το είπε ξεκάθαρα ο οικοδεσπότης στον καλεσμένο του στο Οβάλ Γραφείο: για να πετύχεις κάτι σημαντικό, πρέπει να προσέλθεις με καλά «χαρτιά» στα χέρια σου – και ίσως και με το σωστό κοστούμι. Αυτά τα «χαρτιά» περιλαμβάνουν ισχυρές αμυντικές, διπλωματικές και οικονομικές δυνατότητες, πολιτική βούληση και αξιοπιστία, καθώς και εθνική συνοχή. Αν όλα αυτά υπάρχουν σε ικανοποιητικό βαθμό και η ισχύς σου είναι μεγαλύτερη ή τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη του αντιπάλου, τότε μπορείς να απαιτήσεις ή ακόμα και να μπλοφάρεις. Αν όχι, αποχωρείς κακήν-κακώς και επιστρέφεις όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, ίσως με τη «οὐρά στα σκέλια». Παράλληλα, δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι η θητεία του Προέδρου Τραμπ είναι τετραετής και μη ανανεώσιμη, και αν και δεν αποκλείεται, η επιρροή του τύπου απομονωτισμού που επικράτησε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του να διαρκέσει περισσότερο, αυτό δεν είναι δεδομένο.
Αυτές οι παρατηρήσεις όμως δεν αφορούν μόνο την Ουάσιγκτον. Η Ευρώπη, αν και συχνά μας απογοητεύει, δεν μπορεί να αφεθεί να παρακολουθεί αμέτοχη καθώς η Άγκυρα αναβαθμίζει τη θέση της και προσπαθεί να παίξει μόνη της στο γεωπολιτικό «παιχνίδι». Υπάρχουν επίσης και άλλοι περιφερειακοί παίκτες που, αν και δεν κάνουν θόρυβο, διαθέτουν επιρροή, πόρους και μέσα. Οι στρατηγικές τους προσεγγίσεις διαμορφώνονται με βάση τα κοινά συμφέροντα που προβάλλονται και, κυρίως, με την ισχύ (και ιδιαίτερα την στρατιωτική) που μπορεί να φέρει κάποιος στον τραπέζι. Ωστόσο, καλό είναι να μην περιμένουμε θαύματα και σωτήρες από κανέναν. Τα πάντα εξαρτώνται από το πόσο δυνατοί είμαστε οι ίδιοι και πόσο καλά μπορούμε να διαπραγματευτούμε στο διεθνές σκηνικό.
Το πιθανότερο σενάριο είναι στο τέλος της ημέρας να απομείνουμε μόνοι στο πεδίο της σύγκρουσης απέναντι από τον μακροχρόνιο αντίπαλο. Ουδείς μπορεί να εξασφαλίσει τη μορφή και τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, που για μένα φαίνεται αναπόφευκτη λόγω των τουρκικών απεριόριστων διεκδικήσεων. Ούτε φυσικά μπορεί να εξασφαλιστεί το αποτέλεσμα καίτοι τα γραφεία στοιχημάτων μάλλον δεν θα μας χαρακτήριζαν (σήμερα) ως «φαβορί» για τη νίκη. Εμείς, σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να ενισχύσουμε σοβαρά την ισχύ και αποτροπή μας. Και η καλύτερη αποτροπή είναι η βεβαιότητα ότι αμφότεροι θα επανέλθουμε πολλές δεκαετίες πίσω με τρίτα μέρη να εκμεταλλεύονται την σημαντική αμοιβαία αποδυνάμωση μας. Αν πείσουμε τους γείτονες για την ικανότητα μας και τη βούληση μας να αλλάξουμε αμφότεροι δεκαετία (προς τα πίσω), τότε η αποτροπή μας θα έχει λειτουργήσει.
Όσο για το δε καλώδιο, μάλλον θα συνεχίσουμε να σχοινοβατούμε «παίζοντας καθυστερήσεις», ευελπιστώντας τρίτα μέρη να προτείνουν μια μεσοβέζικη για αμφότερους (Ελλάδα-Τουρκία) λύση που με «δημιουργική ασάφεια» να σώζει τα προσχήματα χωρίς να εξασθενίζει τις παγιωμένες αντιδιαμετρικές θέσεις μας και μεταφέροντας τη σύγκρουση για αργότερα. Μάλλον θα ήταν η καλύτερη λύση υπό τις σημερινές συνθήκες. Βέβαια, για εμάς ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι πάντα μια «μετωπική» σύγκρουση μεταξύ μας.