Μία διεθνής επιστημονική έρευνα, υπό την ηγεσία της Δρ Βασιλικής Μουσλοπούλου, κύριας ερευνήτριας στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), παρουσιάζει μια νέα μεθοδολογία για την εκτίμηση του σεισμικού κινδύνου, βασισμένη στην ανάλυση της επαναληψιμότητας ισχυρών σεισμών (μεγαλύτερων των 6 Ρίχτερ) σε ενεργά ρήγματα σε όλο τον πλανήτη. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διεθνές περιοδικό Journal of Geophysical Research – Solid Earth, βασίζεται σε μια παγκόσμια βάση δεδομένων που συντάχθηκε από τους επιστήμονες της έρευνας και περιλαμβάνει περίπου 900 μεγάλους σεισμούς, καταγεγραμμένους σε ιστορικό και προϊστορικό χρόνο, με χρονικό ορίζοντα έως και 80.000 έτη πριν, σε πέντε διαφορετικές τεκτονικά ενεργές ζώνες – συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Η ερευνητική αυτή προσπάθεια επικεντρώνεται στη διερεύνηση της έννοιας της «σεισμικής ωριμότητας» (ή σεισμικής ωρίμανσης) των ενεργών ρηγμάτων και επιδιώκει την καλύτερη κατανόηση της μελλοντικής πιθανής συμπεριφοράς τους. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η επικεφαλής της μελέτης, Δρ Βασιλική Μουσλοπούλου, στόχος δεν είναι η πρόβλεψη του επόμενου σεισμού – κάτι που παραμένει έως σήμερα ανέφικτο από τη σύγχρονη επιστήμη των σεισμών – αλλά η ενίσχυση της αξιοπιστίας των μοντέλων εκτίμησης του σεισμικού κινδύνου σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι σεισμολόγοι γνωρίζουν καλά ότι οι ισχυροί σεισμοί προκαλούνται εξαιτίας της θραύσης πετρωμάτων κατά μήκος ενεργών ρηγμάτων και ότι τα μεγαλύτερα γεγονότα (Μ>6) συχνά δημιουργούν ρηγματώσεις στην επιφάνεια, αφήνοντας έντονα γεωμορφολογικά σημάδια. Αυτά τα σημάδια καταγράφουν τις προηγηθείσες σεισμικές δραστηριότητες, παρέχοντας ένα “αρχείο” από προηγούμενους σεισμούς που οι επιστήμονες μπορούν να μελετήσουν. Και αυτή ακριβώς είναι η κατεύθυνση που ακολουθεί η μελέτη της Δρ Μουσλοπούλου.

Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, ορίζονται δύο βασικές παράμετροι: ο σεισμικός κύκλος – δηλαδή η χρονική απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών ισχυρών σεισμών στο ίδιο ρήγμα – και ο ρυθμός επανάληψης, δηλαδή η συχνότητα εμφάνισης τέτοιων γεγονότων. Αυτές οι παράμετροι, μαζί με την έκταση των αποτυπωμάτων στην επιφάνεια, επιτρέπουν τον υπολογισμό της πιθανότητας εμφάνισης μελλοντικών σεισμών. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Δρ Μουσλοπούλου, “γνωρίζοντας τον χρόνο του τελευταίου μεγάλου σεισμού σε ένα ρήγμα και το μέσο μήκος του σεισμικού κύκλου, αποκτούμε ενδείξεις για το πότε ενδέχεται να συμβεί ο επόμενος”.
Η εφαρμογή της μεθόδου βασίζεται τόσο στην αξιοποίηση σύγχρονων γεωσεισμολογικών τεχνικών όσο και της παλαιοσεισμολογίας – ενός κλάδου που στοχεύει στην εξαγωγή πληροφοριών από γεωλογικά χαρακτηριστικά και στρώματα που διατηρούν τις ενδείξεις των μεγάλων σεισμών, συχνά με ασύλληπτο διάρκεια— έως 80.000 χρόνια πριν. Η χρήση αυτών των μεθόδων διευρύνει δραματικά το χρονικό φάσμα μελέτης, μακριά από τα περιορισμένα πλαίσια δεκαετιών των οργάνων και των ιστορικών αρχείων.

Η παγκόσμια έκταση αυτής της έρευνας είναι ιδιαίτερα αξιοθαύμαστη. Επιστήμονες από Ελλάδα, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία συνέβαλαν στη συλλογή αξιόπιστων σεισμικών δεδομένων από πέντε τεκτονικά ενεργές περιοχές. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ρηγμάτων δεν έχει φτάσει ακόμη στην «ωριμότητα» που απαιτείται για την πρόκληση νέου ισχυρού σεισμού. Ιδιαίτερα, στην Καλιφόρνια υπάρχει σημαντική καθυστέρηση θραύσεων σε σύγκριση με τον αναμενόμενο ρυθμό – κατάσταση που θέτει υποψίες για αυξημένη μελλοντική δραστηριότητα.
Επιπλέον, η μελέτη αναδεικνύει τη σημασία της αξιοποίησης του μέσου ρυθμού επανάληψης προϊστορικών σεισμών ως εργαλείο πρόβλεψης ιστορικών σεισμών, που σε πολλές περιπτώσεις παρήγαγαν πολύ κοντινά αποτελέσματα μεταξύ προβλέψεων και πραγματικότητας. Αυτό επεκτείνει τη δυνατότητα χρήσης απλών στατιστικών εργαλείων τα οποία, σε συνδυασμό με τις παλαιοσεισμολογικές ενδείξεις, δίνουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.
Για την Ελλάδα ιδιαίτερα, όπου υπάρχει ισχυρή σεισμικότητα και μεγάλο ρήγμα συχνότητας, τα παλαιοσεισμολογικά δεδομένα παραμένουν περιορισμένα και αφορούν περιορισμένο ποσοστό των ρηγμάτων. Ωστόσο, αυτά τα δεδομένα συνέβαλαν ουσιαστικά στα παγκόσμια συμπεράσματα. Η Δρ Μουσλοπούλου επισημαίνει πως τα ελληνικά ρήγματα φαίνεται να ακολουθούν το παγκόσμιο πρότυπο επαναληψιμότητας – με εξαίρεση την Καλιφόρνια – ενώ σχεδόν όλοι οι ιστορικοί ισχυροί σεισμοί στη χώρα σημειώθηκαν σε χρονικά διαστήματα συμβατά με τον αναμενόμενο σεισμικό κύκλο.

Περαιτέρω, τονίζει ότι οι ερευνητές πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους σε ρήγματα που δεν έχουν δώσει ακόμη μεγάλα σεισμικά γεγονότα, καθώς αυτά είναι πιο πιθανό να εξελιχθούν σε κρίσιμη φάση σε μεταγενέστερο χρόνο. Η συλλογή δεδομένων τόσο σε χερσαίες όσο και υποθαλάσσιες ζώνες, κοντά σε μεγάλα αστικά κέντρα και όπου υπάρχει μεγάλο μήκος ρήγματος, είναι κρίσιμη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανότητα μελλοντικών ισχυρών σεισμών, χωρίς όμως να στοχεύει σε συγκεκριμένες προβλέψεις.
Η νέα προσέγγιση αμφισβητεί τη μονότονη χρήση των καλιφορνέζικων μοντέλων για όλες τις περιοχές, καθώς οι συνθήκες μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Η μελέτη, μάλιστα, προτείνει ως νέα βάση εκτίμησης τη χρήση του πλήρους σεισμικού κύκλου αντί της χρήσης μόνο του τελευταίου σεισμού – κάτι που μπορεί να ενισχύσει την ακρίβεια και την προσαρμοστικότητα των προβλέψεων.
Οι προεκτάσεις της έρευνας δεν περιορίζονται στο επιστημονικό πεδίο. Μπορεί να επηρεάσουν πολιτικές και πρακτικές όπως η πολιτική δόμηση, όπου οι νέες πληροφορίες για τον σεισμικό κίνδυνο μπορούν να οδηγήσουν σε προσαρμογή συντελεστών και κανόνων για ασφαλέστερα κτίρια. Το ίδιο ισχύει και για τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη σεισμική επικινδυνότητα για τον προσδιορισμό ασφαλίστρων.
Η μελέτη έτυχε θετικής υποδοχής από διεθνή σεισμολόγους. Έχει προκαλέσει συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα και ανοίγει διάλογο για την ανάγκη επανεξέτασης των παραδοσιακών προτύπων, παράγοντας αντίλογο στην κυριαρχία των καλιφορνέζικων μοντέλων ως καθολικών.
Η αναγνώριση δεν περιορίζεται σε σχολιασμό: πολλοί συνάδελφοι από ΗΠΑ, Νέα Ζηλανδία και Ιαπωνία αναγνώρισαν τη δουλειά των Ελλήνων επιστημόνων και τη σημασία της για την κατανόηση των σεισμών. Η συλλογή δεδομένων από περιοχές με διαφορετική τεκτονική συμπεριφορά επιβεβαίωσε τη δυνατότητα ανίχνευσης ουσιαστικών συσχετίσεων μεταξύ γεωλογικών δεδομένων και σεισμικού κινδύνου. Το επιστημονικό αυτό επίτευγμα ενισχύει το κύρος καταξιωμένων ερευνητών από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και αναδεικνύει τη χώρα μας σε ηγετικό παίκτη στην παγκόσμια έρευνα για την πρόληψη καταστροφικών σεισμικών γεγονότων.
Η μελέτη της Δρ Μουσλοπούλου και της ομάδας της δεν αποτελεί απλά ένα άρθρο σε ένα επιστημονικό περιοδικό. Είναι μια κάλεσμα για αναθεώρηση των μοντέλων ερμηνείας σεισμικού κινδύνου και την ενίσχυση της πρόβλεψης με βάση ιστορικά και γεωλογικά δεδομένα σε μεγάλες κλίμακες. Εκπροσωπεί μία καινοτόμο προπ[οδομή και μια υποδειγματική εφαρμογή της επιστήμης προς όφελος της δημόσιας ασφάλειας, καινοτομία και πολιτικής προστασίας παγκοσμίως. Δεν είναι πλέον επαρκές να αναλύουμε μόνο τα τελευταία γεγονότα: απαιτείται μια συνεκτική και διευρυμένη μεθοδολογία ανάλυσης σεισμών που συνδυάζει το παρελθόν και το παρόν, προκειμένου να προστατεύσουμε την κοινωνία μας και να προετοιμάσουμε τον κόσμο για όσα έρχονται.