20 Νοεμβρίου, 2025
Πρωτοσέλιδα

Όταν το κράτος σε θεωρεί πεθαμένο, αλλά σου στέλνει λογαριασμό: Η μαρτυρία ενός 80χρονου συνταξιούχου

- Η καταγγελία που εκθέτει ΕΟΠΥΥ, ΑΥΣ και υπουργείο Υγείας

Ένας 80χρονος συνταξιούχος μηχανικός, με ειλεοστομία από το 2012, καταγγέλλει ότι το υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΠΥΥ αποφάσισαν να κλείσουν τις «τρύπες» του συστήματος όχι χτυπώντας τη σπατάλη και τη ρεμούλα, αλλά στέλνοντας τον λογαριασμό στους πιο αδύναμους: στους χρόνιους πάσχοντες, στους ηλικιωμένους, στους ανθρώπους με αναπηρία. Και η προσωπική του ιστορία είναι ένα μικρό παράθυρο σε έναν ολόκληρο μηχανισμό αναλγησίας, γραφειοκρατικής αυθαιρεσίας και πολιτικής κυνικότητας.

Ο Βασίλειος Μελαδίνης, αρχιτέκτονας μηχανικός και χωροτάκτης, με μακρά επαγγελματική και συνδικαλιστική διαδρομή, δηλώνει ότι από το 2012, μετά από επέμβαση στο Αρεταίειο, ζει με μόνιμη ειλεοστομία. Για να μπορέσει να ζήσει στοιχειωδώς αξιοπρεπώς, χρειάζεται κάθε μήνα συγκεκριμένα αναλώσιμα υλικά. Η διαδικασία ήταν σαφής: νοσοκομειακός γιατρός, συνταγογράφηση, εκτέλεση συνταγής μέσω ιδιωτικών εταιρειών logistics που συνεργάζονται με τον ΕΟΠΥΥ. Το κόστος για τον ασθενή; Μηδενικό. Ακόμη και στα μνημονιακά χρόνια, όταν οι κυβερνήσεις δοκίμαζαν κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο να φορτώσουν βάρη στους πολίτες, δεν τόλμησαν να αγγίξουν αυτό το κομμάτι. Οι στομιοφόροι, οι τραχειοστομικοί, οι βαρύτερα πάσχοντες, θεωρούνταν – έστω στα χαρτιά – μια «κόκκινη γραμμή».

Αυτό άλλαξε, όπως περιγράφει ο ίδιος, πριν από περίπου 15 μήνες, όταν επιβλήθηκε αιφνιδίως οριζόντια «συμμετοχή» 25% στα αναλώσιμα. Για τον ίδιο αυτό σημαίνει ότι κάθε μήνα πληρώνει 28,50 ευρώ από μια ήδη κουρεμένη, επανειλημμένα λεηλατημένη σύνταξη. Σε ετήσια βάση, πάνω από 340 ευρώ μόνο για τα υλικά που του επιτρέπουν να σταθεί όρθιος, να κυκλοφορεί, να ζει. Και δεν μιλάμε για «πολυτέλειες», αλλά για υλικά χωρίς τα οποία η καθημερινότητα μετατρέπεται σε μαρτύριο. Ο ίδιος σημειώνει ότι σε 16 χρόνια μνημονιακών και μεταμνημονιακών περικοπών, οι συνολικές απώλειες της σύνταξής του ξεπερνούν τις 260.000 ευρώ. Πάνω σε αυτό το ήδη διαλυμένο εισόδημα, ο ΕΟΠΥΥ – «υπό την εποπτεία» του υπουργείου Υγείας – έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα χαράτσι.

Πίσω όμως από τους αριθμούς, κρύβεται το πιο σκληρό πρόσωπο της εξουσίας: η περιφρόνηση. Όταν ο κ. Μελαδίνης επιχείρησε να επικοινωνήσει με το γραφείο του υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη για να εξηγήσει την κατάσταση, βρέθηκε αντιμέτωπος, όπως καταγγέλλει, με μια υπάλληλο που όχι μόνο δεν έδειξε καμία κατανόηση, αλλά του απάντησε με τρόπο που προσβάλλει κάθε έννοια διοικητικής δεοντολογίας. «Μηχανικοί είστε, λεφτά βγάζετε, να πληρώσετε και τίποτα…» φέρεται να του είπε, επικαλούμενη μάλιστα τη θητεία της στο ΤΣΜΕΔΕ, σαν να μιλούσε σε προνομιούχο φοροφυγά κι όχι σε έναν 80χρονο συνταξιούχο, με βαριά προβλήματα υγείας.

Η πρώτη επαφή, αντί να ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας, τον οδήγησε στη σιωπή. Όπως αναφέρει, αποφάσισε τότε να συνεχίσει να πληρώνει «ως υποτελής της ανεξέλεγκτης εξουσίας». Μέχρι που άκουσε στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ τη διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ να περιγράφει μια σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα του Οργανισμού, όπου «παρά τις δυσκολίες, όλα βαίνουν καλώς». Η αντίθεση ανάμεσα στη δική του εμπειρία και στο αποστειρωμένο αφήγημα της διοίκησης τον ώθησε να ξανασηκώσει το τηλέφωνο.

Αυτή τη φορά, απευθύνθηκε στο γραφείο του υφυπουργού. Εκεί, μια υπάλληλος τον παρέπεμψε σε υπηρεσιακό τηλέφωνο, όπου – όπως περιγράφει – μίλησε με την υπάλληλο Σαμαρά, η οποία έδειξε ενδιαφέρον και ζήτησε τα στοιχεία του. Στη συνέχεια, δέχθηκε τηλεφώνημα από την κ. Καλογήρου, που του ζήτησε να στείλει την καταγγελία του γραπτώς, ώστε να λάβει αριθμό πρωτοκόλλου. Κάπου εκεί, το σκηνικό αρχίζει να θυμίζει κακόγουστη φάρσα: η κ. Καλογήρου δηλώνει έκπληκτη όταν ο ίδιος αναφέρεται στη συνομιλία του με την κ. Σαμαρά, καθώς – όπως του είπε – η συνάδελφός της… έλειπε εκείνη την ημέρα από την υπηρεσία. Άρα κάποια άλλη υπάλληλος χρησιμοποίησε ψευδώς το όνομα συναδέλφου της.

Η γραφειοκρατική σύγχυση συνεχίζεται, όταν η κ. Καλογήρου φαίνεται να έχει καταλάβει ότι η καταγγελία αφορά «χαράτσι» που επέβαλε κάποια εταιρεία logistics, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για συμμετοχή που έχει επιβάλει ο ίδιος ο ΕΟΠΥΥ. Τελικά, τον παραπέμπει στον νομικό σύμβουλο του υπουργού, ο οποίος – στην πρώτη του επικοινωνία – αρνείται να δώσει ακόμη και το όνομά του. Με «ξύλινη γλώσσα» και εμφανή προσπάθεια αποποίησης ευθύνης, φέρεται να ενημερώνει τον κ. Μελαδίνη ότι η συμμετοχή 25% είναι «νόμος της Βουλής» και άρα «δεν ευθύνεται το υπουργείο». Όταν ο συνομιλητής του επιμένει, ο ίδιος διορθώνει: πρόκειται για «νόμο του ΕΟΠΥΥ». Και σε κάθε περίπτωση, όχι του υπουργού.

Ο καταγγέλλων απαντά με το αυτονόητο: ο ΕΟΠΥΥ υπάγεται στο υπουργείο Υγείας, άρα ο πολιτικός προϊστάμενος όχι μόνο γνωρίζει, αλλά μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να αλλάξει το πλαίσιο με μια απλή τροπολογία. Τότε, ο νομικός σύμβουλος καταφεύγει στο γνωστό καταφύγιο πολιτικού λόγου: ο υπουργός, λέει, «εργάζεται σκληρά» για την κατάργηση της συμμετοχής. Λόγια χωρίς καμία συγκεκριμένη δέσμευση, χωρίς χρονοδιάγραμμα, χωρίς εξήγηση γιατί, ενόσω «εργάζεται», οι ασθενείς συνεχίζουν να πληρώνουν από την τσέπη τους για να έχουν πρόσβαση σε υλικά που προηγουμένως χορηγούνταν δωρεάν.

Δεν είναι όμως μόνο τα αναλώσιμα. Ο κ. Μελαδίνης περιγράφει και την εμπειρία του από τις νοσηλείες του στο Αττικόν και το «Γεννηματάς» για καρκίνο στην αμυγδαλή, το 2019 και το 2020. Ως παλαιό μέλος του Κλάδου Υγείας Τεχνικών (ΚΥΤ) του ΤΣΜΕΔΕ, δικαιούται – όπως υποστηρίζει – μονόκλινο ή δίκλινο θάλαμο. Αντί γι’ αυτό, νοσηλεύτηκε σε τετράκλινα δωμάτια, μαζί με τρεις μετανάστες κάθε φορά. Για τον ίδιο, αυτό δεν είναι απλώς ένα ζήτημα άνεσης. Είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης υποβάθμισης: ενός «κράτους δικαίου» που επικαλείται μόνο στα λόγια ο κυβερνητικός λόγος, ενώ στην πράξη φλερτάρει με μια «σοβιετοποίηση» των υπηρεσιών υγείας, όπου ο πολίτης χάνει κάθε αίσθηση δικαιώματος και σεβασμού.

Μη βρίσκοντας ουσιαστική ανταπόκριση από το υπουργείο, ο κ. Μελαδίνης αποφασίζει να απευθυνθεί και στο Μέγαρο Μαξίμου. Στέλνει την καταγγελία του ηλεκτρονικά τόσο στον διευθυντή του γραφείου του πρωθυπουργού, όσο και στο ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο. Όπως αναφέρει, του ζητήθηκε μάλιστα να σταλεί ειδικά ώστε να φτάσει «στα χέρια του πρωθυπουργού» και όχι να διαβιβαστεί απλώς πίσω στο υπουργείο Υγείας. Ακολουθούν νέες τηλεφωνικές επικοινωνίες: ο νομικός σύμβουλος του υπουργού, αυτή τη φορά συστημένος με το όνομα Αθανασίου, επιχειρεί – σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα – να «στρογγυλέψει τις γωνίες» χωρίς να δώσει καμία ουσιαστική απάντηση, ενώ υπάλληλος του ΕΟΠΥΥ, ο κ. Γιαννακόπουλος, του προτείνει λύση που αγγίζει, όπως την περιγράφει ο ίδιος, τα όρια της παρανομίας.

Ο υπάλληλος του ΕΟΠΥΥ του λέει ότι όλη η υπόθεση είναι «παρεξήγηση» και ότι ο νοσοκομειακός γιατρός του δεν συμπλήρωσε σωστά τα «κουτάκια» της γνωμάτευσης στο Β’ πεδίο, όπου αναφέρονται οι «χρόνια πάσχοντες». Στην πράξη, του αφήνει να εννοηθεί ότι αν δηλωνόταν μια διαφορετική πάθηση – κατηγορία, όπως ο καρκίνος – το σύστημα θα τον ενέτασσε σε άλλη κατηγορία, χωρίς συμμετοχή. Ο κ. Μελαδίνης σχολιάζει δηκτικά ότι είτε ο συνομιλητής του αγνοούσε πως εκεί γράφονται οι ασθενείς με καρκίνο, είτε ουσιαστικά πρότεινε σε γιατρό και ασθενή να «πειράξουν» τα στοιχεία για να λυθεί το πρόβλημα. Ο ίδιος αρνείται να συμμετάσχει σε τέτοιες «τερατολογίες».

Από εκεί και πέρα, η υπόθεση μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο αναμονής. Η υπάλληλος του πρωθυπουργικού γραφείου, κ. Δέσποινα Πατσαβού, τον ενημερώνει ότι έχει «αναλάβει την υπόθεσή του», επαναλαμβάνει ότι θα «ασχοληθεί επισταμένως», επικαλείται τις γνωστές καθυστερήσεις και επικοινωνιακά κλισέ, ενώ όταν, μήνες μετά, ο πολίτης επανέρχεται, αποκαλύπτεται ότι όλο αυτό το διάστημα… δεν είχε καν καταλάβει ότι η καταγγελία αφορά πρωτίστως τον υπουργό Υγείας. Η υπόθεση παραπέμπεται τότε σε νομική σύμβουλο του πρωθυπουργικού γραφείου, αλλά, όπως καταγράφει ο ίδιος, στο «ραντεβού» της επόμενης εβδομάδας κανείς δεν απαντά στο τηλέφωνο.

Αν όλα αυτά περιγράφουν ένα πρόσωπο της κρατικής μηχανής βαθιά κυνικό και αδιάφορο, οι «χρήσιμες πληροφορίες» που συνοδεύουν την καταγγελία φωτίζουν μια ακόμη πιο σκοτεινή πλευρά: την οργανωμένη, χρόνια παθογένεια στη διαχείριση του υγειονομικού προϋπολογισμού. Ο κ. Μελαδίνης έχει στα χέρια του έγγραφο του ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με το οποίο εμφανίζεται… νεκρός από το 2005. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να ασφαλίζεται, να συνταγογραφείται, να πληρώνει. Το πληροφοριακό σύστημα ενός οργανισμού που διαχειρίζεται δισεκατομμύρια παρουσιάζει έναν ζωντανό άνθρωπο ως αποβιώσαντα εδώ και 20 χρόνια – και κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται.

Δεν είναι μόνο αυτό. Όπως αναφέρει, δεν υπάρχει καν ειδικός κωδικός διάγνωσης για την ειλεοστομία από οικογενή πολυποδίαση. Η πάθησή του «φιλοξενείται» αυθαίρετα σε άλλους κωδικούς, ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε συστήματος και της εταιρείας που εκτελεί τη συνταγή. Η αδιαφορία για την ακρίβεια των ιατρικών δεδομένων δεν είναι απλώς διοικητικό λάθος. Είναι έδαφος για καταχρήσεις, για «δημιουργική» διαχείριση των προϋπολογισμών, για αθέμιτα κέρδη στις πλάτες ασθενών που δεν έχουν ούτε φωνή, ούτε πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων.

Ο καταγγέλλων περιγράφει καταστάσεις που, αν επιβεβαιωθούν, συνιστούν ευθεία πρόκληση για τον ΕΟΠΥΥ, τον ΑΥΣ και το υπουργείο Υγείας. Εταιρεία που, όπως υποστηρίζει, χρεώνει έξι ειδικούς σωλήνες τραχειοστομίας τον μήνα ανά ασθενή, αλλά παραδίδει μόνο δύο. Τι συμβαίνει με τους υπόλοιπους τέσσερις; Επανεισάγονται; Ξαναχρεώνονται; Περνούν τα σύνορα σε γειτονικές χώρες και επιστρέφουν ως «καινούργιοι» με το ίδιο LOT; Κανείς δεν φαίνεται να έχει ελέγξει συστηματικά τέτοιες πρακτικές.

Παρόμοια ερωτήματα τίθενται και για την τιμολόγηση των ουρολογικών σάκων, των οποίων η τιμή ορίστηκε – όπως καταγγέλλει – αυθαίρετα στα 7 ευρώ, σχεδόν διπλάσια από την τιμή αντίστοιχων σάκων για ειλεοστομίες. Ποιος αποφάσισε αυτή την τιμή; Με ποια κριτήρια; Ποια εταιρεία ωφελείται; Πόσοι ασθενείς πληρώνουν, μέσω του συστήματος, την υπερκοστολόγηση αυτή; Η σιωπή των αρμοδίων, μέχρι σήμερα, είναι εκκωφαντική.

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο κ. Μελαδίνης και στον ρόλο του Ανώτατου Υγειονομικού Συμβουλίου (ΑΥΣ). Θεσμικά, πρόκειται για όργανο εξειδικευμένης γνωμοδότησης. Στην πράξη, όμως, περιγράφει έναν μηχανισμό όπου εταιρείες logistics καταθέτουν «αιτήματα» δήθεν κατ’ επιθυμία των ασθενών για επιπλέον υλικά, καταφέρνοντας να αυξήσουν έτσι τεχνητά τον τζίρο τους. Το ερώτημα είναι απλό: έχει ελεγχθεί ποτέ ποια εταιρεία, πόσο συχνά και με τι αιτήματα προσφεύγει στο ΑΥΣ; Έχει γίνει ποτέ σύγκριση ανάμεσα στα πραγματικά ιατρικά δεδομένα και στα αιτήματα που οδηγούν σε πρόσθετες χορηγήσεις; Αν όχι, τότε μιλάμε για μια «μαύρη τρύπα» στον προϋπολογισμό της δημόσιας υγείας, που μετατρέπεται κατόπιν σε πρόσχημα για νέα χαράτσια.

Στο φόντο όλων αυτών, ο κ. Μελαδίνης καταλήγει σε μια πολιτική διαπίστωση που ξεπερνά την προσωπική του περίπτωση. Η Ελλάδα, λέει, διαθέτει – αναλογικά – ένα από τα καλύτερα υγειονομικά budget στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, η ασυδοσία, η έλλειψη ελέγχων, η απληστία «κάποιων άλλων» και η γενικευμένη κραιπάλη στη διαχείριση των πόρων, εκτοξεύουν το clawback σε δυσθεώρητα ύψη. Και όταν οι εταιρείες αρνούνται ή αδυνατούν να πληρώσουν τα ποσά που τους αναλογούν, η «λύση» βρίσκεται εύκολα: το κόστος μετακυλίεται στα «γνωστά υποζύγια». Στους συνταξιούχους, στους χρόνια πάσχοντες, στα ΑμεΑ. Σε εκείνους δηλαδή που έχουν τις λιγότερες δυνατότητες αντίδρασης και τη πιο αδύναμη κοινωνική φωνή.

Η καταγγελία του Βασίλειου Μελαδίνη δεν έχει λάβει μέχρι σήμερα την πολιτική απάντηση που απαιτείται. Ούτε από τον υπουργό Υγείας, ούτε από το πρωθυπουργικό γραφείο. Αντιθέτως, όπως περιγράφει, αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως «ενόχληση» που πρέπει να διαχειριστεί επικοινωνιακά, παρά ως αφορμή να ελεγχθεί σε βάθος ένα σύστημα που συνδυάζει ψηφιακή προχειρότητα, διοικητική αυθαιρεσία και οικονομική επιβάρυνση των πιο ευάλωτων. Το ερώτημα είναι αν τα πολιτικά κόμματα, τα οποία επίσης έλαβαν γνώση της υπόθεσης, θα σηκώσουν το γάντι, θα ζητήσουν απαντήσεις στη Βουλή, θα απαιτήσουν έλεγχο και αλλαγές ή αν θα αρκεστούν σε μια ακόμη σιωπή.

Γιατί στην περίπτωση αυτή, το χαράτσι του 25% στα αναλώσιμα είναι ο καθρέφτης ενός κράτους που, αντί να χτυπά τη διαφθορά και τη σπατάλη εκεί που πραγματικά παράγεται, επιλέγει τον πιο εύκολο δρόμο: να σπρώξει ακόμη λίγο πιο κάτω, στον πάτο, εκείνους που δεν μπορούν να αμυνθούν. Και όσο δεν έρχεται μια καθαρή, δημόσια, πολιτική απάντηση, τόσο θα επιβεβαιώνεται η αίσθηση ότι οι αριθμοί έχουν μεγαλύτερη αξία από την αξιοπρέπεια ενός ηλικιωμένου ανθρώπου με ειλεοστομία, που ζητά απλώς να μην πληρώνει από το υστέρημά του για να μπορεί να ζει.

Exit mobile version