Σε μια εποχή που η γεωπολιτική παίζεται και στο πεδίο του πολιτισμού, η Ελλάδα μοιάζει να επιμένει να πρωταγωνιστεί σε μια ιδιότυπη εθνική αμνησία. Αντί να υπερασπιστεί τις ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των δικών της πολιτών, σπεύδει να αποκαθιστά μνημεία του οθωμανικού παρελθόντος με τρόπο σχεδόν… εορταστικό, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο στην τουρκική προπαγάνδα να τα αξιοποιήσει ως «σημεία πολιτιστικής αναφοράς» της οθωμανικής τους λάμψης.
Πάρτε για παράδειγμα τους Μπεκτασήδες δερβίσηδες — μια ετερόδοξη θρησκευτική κοινότητα, που άντεξε ανά τους αιώνες εν μέσω καταπίεσης, μετασχηματισμού και εξαναγκαστικών εξισλαμισμών. Στοιχεία χριστιανικά, μουσουλμανικά και τοπικά αναμειγμένα, αποκαλύπτουν μια δραματική ιστορία επιβίωσης και πολιτισμικής αντίστασης. Κι όμως, αυτοί οι πληθυσμοί, κάποτε θύματα της κατασταλτικής μηχανής του οθωμανικού κράτους, σήμερα παρουσιάζονται από την Άγκυρα περίπου ως… φυσικοί του κληρονόμοι!
Μικρές κοινότητες Μπεκτασήδων εξακολουθούν να ζουν στην ελληνική Θράκη, με κυριότερο επίκεντρο τον Έβρο. Η τουρκική πολιτική απέναντί τους υπήρξε κατά το παρελθόν ασφυκτικά πιεστική — επιχείρησε τη βίαιη ενσωμάτωσή τους στο πλαίσιο της «τουρκικής μειονότητας». Όταν όμως έγινε φανερό πως δεν καταπίνεται εύκολα η διαφορετικότητα των Αλεβιτών, των Πομάκων και των Μπεκτασήδων, η Άγκυρα άλλαξε τακτική. Πλέον τους παρουσιάζει ως «πολύχρωμα κομμάτια» του ίδιου μεγάλου τουρκικού παζλ.
Και η Ελλάδα; Αντί να αναγνωρίσει και να στηρίξει την πολιτισμική πολυπλοκότητα των μουσουλμάνων πολιτών της, επιλέγει να παραμένει άφωνος θεατής. Ακόμα χειρότερα, δείχνει να συμμετέχει ενεργά στη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης, προχωρώντας μεθοδικά στην αναστήλωση μνημείων που συνδέονται όχι με απλές θρησκευτικές εκφράσεις, αλλά με την ίδια την οθωμανική κατάκτηση και καταπίεση του ελληνικού πληθυσμού.
Πρόσφατο παράδειγμα: ο τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη. Αναστηλώθηκε και παραδόθηκε στο κοινό, χωρίς κανέναν απολύτως ιστορικό προσδιορισμό για το τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτό το μνημείο. Θα ειπωθεί άραγε ποτέ ότι πρόκειται για μνημείο μιας εποχής επιβολής και αλλοίωσης της τοπικής ταυτότητας, ή θα αρκεστούμε στα βολικά κλισέ περί «διαπολιτισμικής συνύπαρξης» και «πολυπολιτισμικότητας»;
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ελληνικό κράτος συνεχίζει να “τιμά” με δημόσια κονδύλια και τον ναύαρχο του οθωμανικού στόλου Χαμζά Μπέη, ο οποίος το 1430 συνέβαλε καθοριστικά στην άλωση της Θεσσαλονίκης. Πώς; Με την πλήρη αναστήλωση του τεμένους του στο κέντρο της πόλης! Η ελληνική Πολιτεία, δηλαδή, χρηματοδοτεί την αναβίωση του μνημείου ενός ανθρώπου που συνέδεσε το όνομά του με σφαγές και κατακτήσεις. Πόσο πιο εθελόδουλο μπορεί να γίνει ένα κράτος;
Όλα αυτά, τη στιγμή που η Τουρκία δεν κρύβει τις προθέσεις της. Η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε τζαμί, οι τουριστικοί οδηγοί της γείτονος διαφημίζουν οθωμανικά μνημεία της Ελλάδας ως μέρος της «οθωμανικής πολιτιστικής ακτινοβολίας» και το δόγμα «μία γλώσσα, μία θρησκεία, μία ταυτότητα» επανέρχεται διαρκώς στην τουρκική δημόσια σφαίρα.
Η Ελλάδα, λοιπόν, φαίνεται να είναι η μόνη χώρα στα Βαλκάνια που αναστηλώνει με τόσο ζήλο τα σύμβολα της ίδιας της υποδούλωσής της, αρνούμενη πεισματικά να αρθρώσει ιστορικό λόγο και πολιτιστική αφήγηση με αυτοσεβασμό και επίγνωση. Σε έναν κόσμο όπου η πολιτιστική διπλωματία είναι ισχυρό όπλο, η ελληνική Πολιτεία επιλέγει να είναι άοπλη — και πρόθυμα αφημένη στους σχεδιασμούς των άλλων.