17 Ιουλίου, 2025
Οικονομία

Όταν η διαφθορά γίνεται κανονικότητα

Μια κοινωνία εγκλωβισμένη στον μιθριδατισμό της παρακμής

Η φράση «Έλα, μωρέ, και τι έγινε;» αποτελεί μια αδυσώπητη και ταυτόχρονα τραγική συμπύκνωση των δεκαετιών παθογενειών που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία και το κράτος. Η επικράτηση της εξοικείωσης με τη διαφθορά, την παραβατικότητα, τον νεποτισμό, την ξενοκρατία και την αναξιοκρατία έχει βαθμιαία οδηγήσει σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Μια διαρκής απαξίωση της νομιμότητας και της προσπάθειας, σε συνδυασμό με την ήσσονα προσπάθεια που διαπερνά όλο το φάσμα των θεσμών, έχουν φέρει το κράτος σε κρίσιμο σημείο, με την ίδια την κοινωνία να κινδυνεύει να αφεθεί στην κατάρρευση και το έθνος να φλερτάρει με τον αφανισμό του.

Η σημερινή περίοδος, που χαρακτηρίζεται από τη διακυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται να σηματοδοτεί μια ακόμα πιο ανησυχητική οπισθοδρόμηση. Σε αντίθεση με την απλή ανοχή ή αδιαφορία, η παρακμή πλέον όχι μόνο γίνεται αποδεκτή, αλλά εμφανίζεται ως σημείο προόδου και υγείας της κοινωνίας. Χαρακτηριστική εικόνα αυτής της νοσηρής κατάστασης αποτέλεσε η προ ημερών φιέστα για τα 13 χρόνια της «Ομάδας Αλήθειας» — μιας βιομηχανίας προπαγάνδας που έχει αποδεδειγμένα δεσμούς με το κυβερνητικό σύστημα. Σε έναν χώρο υψηλών προσώπων, στο VIP Lounge του ΟΑΚΑ, υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν δημόσια μια «επιτυχία» που για πολλούς αποτελεί παρωδία της πολιτικής ηθικής.

Αυτή η δημόσια επίδειξη αυτοεπικρότησης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη βαρύτητα των σκανδάλων και των τραγωδιών που βαραίνουν την κυβέρνηση. Υποκλοπές, το φιάσκο της Novartis, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το έγκλημα στα Τέμπη και πολλές ακόμα υποθέσεις, που δοκιμάζουν συθέμελα την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, αντιμετωπίζονται με αδιανόητη αλαζονεία και ατιμωρησία. Ο δημόσιος λόγος δεν περιλαμβάνει ίχνος ντροπής ή συγγνώμης. Αντίθετα, η κυβέρνηση φαίνεται να επιχειρεί να κρύψει ή να υποβαθμίσει τις ευθύνες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όλα είναι μεμονωμένα περιστατικά σε ένα πλαίσιο που δήθεν ξεπερνά τα ελληνικά όρια.

Πέρα από την κυβερνητική στάση, σοβαρό ζήτημα εγείρει η ανοχή που επιδεικνύουν σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και από την ίδια την ελίτ της χώρας. Η απάθεια ή η συνενοχή απέναντι σε αυτές τις παθογένειες δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο, αλλά καθίσταται παράγοντας που επιτείνει τη διάβρωση του δημοσίου βίου. Οι πολίτες που διαθέτουν υγιείς ηθικές και δημοκρατικές αξίες βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα να αποδεχθούν ή να απορρίψουν αυτή τη νοοτροπία. Δεν επιτρέπεται να αφήσουν χώρο για το «έλα, μωρέ, και τι έγινε;», όταν έρχονται αντιμέτωποι με αποκαλύψεις που φωτίζουν την εγκληματική συμπεριφορά όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης και έχουν υποχρέωση να υπηρετούν τον νόμο.

Ο «μιθριδατισμός» στην ανοχή, η δηλητηρίαση της κοινωνικής συνείδησης απέναντι στην ηθική παρακμή, ξεκίνησε από την κορυφή. Πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές και ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, παρά τις επανειλημμένες καταγγελίες και τις δικαστικές διενέργειες, παραμένουν στις θέσεις τους, συχνά χωρίς καμία παραίτηση ή απολογία. Οι λίγες εξαιρέσεις που καταγράφονται δεν αρκούν να αποτρέψουν το γενικό μήνυμα ατιμωρησίας και απαξίωσης των νόμων που έχει σταλεί προς όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Αυτή η κατάσταση έχει διεισδύσει βαθιά στην κοινωνία και εν πολλοίς έχει νομιμοποιηθεί στα μάτια πολλών, που πλέον αντιμετωπίζουν ως φυσιολογικό αυτό που είναι στην ουσία απόλυτα ανήθικο και καταστροφικό. Για να ανακοπεί η πορεία προς τον γκρεμό, επιβάλλεται οι Έλληνες να αντισταθούν συλλογικά και ατομικά στην αδράνεια και την ανοχή. Η ηθική αναγέννηση και η θεσμική αναζωογόνηση απαιτούν συνεχή και αδιάλειπτο αγώνα κατά των φαινομένων διαφθοράς, παρανομίας και αναξιοκρατίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, από την πολιτική και τη δικαιοσύνη έως την οικονομία και την πνευματική ηγεσία.

Η αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρξει ξεκάθαρη στάση μηδενικής ανοχής και απόρριψης της παρακμής που έχει εισχωρήσει ως «κανονικότητα». Η ελληνική κοινωνία οφείλει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της και να διεκδικήσει ένα κράτος που δεν θα νοείται ως πεδίο ευκαιριακής εκμετάλλευσης αλλά ως χώρος δικαίου, σεβασμού και συλλογικής προόδου.

Η διαφθορά ως σύμπτωμα παρακμής του Ελληνισμού

Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στις προεκλογικές περιόδους συνήθως δεν είχαμε αντιπαραθέσεις επί προγραμματικών θέσεων, ούτε εξαγγελίες των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα, αλλά έξαρση αντιπαραθέσεων και καταγγελιών για θέματα διαφθοράς, με τους πολίτες να αηδιάζουν με όσα ακούν και κάποιους πιθανόν να οδηγούνται σε αποχή εξ αυτού του λόγου. Σίγουρα οι προεκλογικές καταγγελίες πολλές φορές είναι υπερβολικές ή και αστήρικτες, αλλά, επειδή δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, θα πρέπει οι μεν καταγγελίες να απασχολήσουν τη Δικαιοσύνη, η δε εκάστοτε κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες για την κατά το δυνατόν μείωση των περιστατικών διαφθοράς με θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

Θυμάμαι μια ομιλία στις 5/5/2014, στη Θεσσαλονίκη, του τότε γενικού γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο υπουργείο Δικαιοσύνης Γ. Σούρλα, ο οποίος, σε μια αποκαλυπτική αλλά και μελαγχολική ομιλία του, είχε τονίσει ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά από άποψη μεγέθους ήταν πταίσμα εν σχέσει με όσα ακολούθησαν, κι αναφέρθηκε στα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου, των εξοπλισμών, του λαθρεμπορίου καυσίμων, της νοθείας καυσίμων κ.λπ. Καυτηρίασε το γεγονός ότι στο Κοινοβούλιο ψηφίζονται τροπολογίες, των οποίων οι βουλευτές αγνοούν το περιεχόμενο και ευνοούν μεγάλα συμφέροντα (διαγραφή προστίμων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ σε εταιρίες συγκεκριμένων επιχειρηματιών), και μίλησε για τον αγώνα που γίνεται καθημερινά για την καθιέρωση κανόνων διαφάνειας, τονίζοντας ότι μια τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση θα συμβάλει στη βελτίωση του κλίματος, με παύση της ατιμωρησίας των επίορκων πολιτικών μέσω της σύντομης παραγραφής, ενώ μελαγχολικά είχε επισημάνει ότι στην κοινωνία υπάρχει πλέον έκπτωση αξιών κι ότι χρειάζεται παλλαϊκός συναγερμός για να αντιστραφεί το κλίμα. Στο βιβλίο του «Ήθος στην πολιτική – Νοθευμένη δημοκρατία» (εκδόσεις Παπαζήσης), παρουσιάζει το χρονικό των μεγαλύτερων σκανδάλων της Μεταπολίτευσης και περιγράφει πώς οι συνάδελφοί του στο Κοινοβούλιο του έκοψαν την «καλημέρα» όταν τόλμησε να καταθέσει ερώτηση στη Βουλή ζητώντας έλεγχο του Κοσκωτά.

Στο βιβλίο μου με τίτλο «Με το βλέμμα στο μέλλον» (εκδ. Ιανός, 2014), στο κεφάλαιο «Η διαχρονική παθογένεια της διαφθοράς στην Ελλάδα» (σ. 28-35), με ιστορική αναδρομή και στοιχεία αναλύω πώς και γιατί η γενίκευση της διαφθοράς σηματοδοτούσε διαχρονικά παρακμή του Ελληνισμού, γιατί, όπως έλεγε ο Πολύβιος, «ήδη γαρ κατά την Ελλάδα της δωροδοκίας επιπολαζούσης και μηδένα μηδέν δωρεάν πράττειν», συμπεριλαμβάνοντας και προτάσεις για βελτίωση της κατάστασης με την ίδρυση σε κάθε νομό «επιτροπών κατά της διαφθοράς» με συμμετοχή εκπροσώπων επιστημονικών συλλόγων και προσωπικοτήτων που, πέρα από καταγγελίες, θα υπέβαλλαν προτάσεις στην εκτελεστική εξουσία για περιορισμό τουλάχιστον του φαινομένου μέσω νομοθετικών πρωτοβουλιών και μεταρρυθμίσεων με εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης.

Να αναφρεθεί ότι από τον Τρωικό Πόλεμο ακόμα αναφέρονται περιστατικά διαφθοράς, δεδομένου ότι ο Αγαμέμνων κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από κάποιον νέο για να μην τον πάρει μαζί του, με αντάλλαγμα μια όμορφη φοράδα, ενώ δωροδοκούνταν και το Μαντείο των Δελφών, που μερικές φορές έδινε κατά παραγγελία χρησμούς και στον Φίλιππο υπεδείκνυε «αργυραίς λόγχες μάχου και πάντων κρατήσεις». Επίσης, όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η διαφθορά ήταν κλασικό σύμπτωμα εκφυλισμού και παρακμής του Ελληνισμού.

Περίοδο παρακμής διανύει και σήμερα ο Ελληνισμός, γι’ αυτό έχουμε και πληθώρα καταγγελιών για διαφθορά. Ο πολιτικός κόσμος, αντί να επιδίδεται σε πόλεμο καταγγελιών ή λάσπης, πρέπει να προχωρήσει σε θέσπιση κανόνων διαφάνειας στη δημόσια ζωή. Κι επειδή σημασία έχει το «διά ταύτα», νομίζω ότι για να βελτιωθεί η κατάσταση χρειάζονται ισχυρή πολιτική βούληση και εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης με αντικειμενικά κριτήρια (όπως ήταν, π.χ., η καθιέρωση συστήματος αντικειμενικής εκτίμησης αξίας ακινήτων). Χρειάζεται να αγρυπνούν καθημερινά οι ανεξάρτητοι επιστημονικοί φορείς, να παρακολουθούν τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και όχι μόνο να καταγγέλλουν τυχόν παρεκτροπές, αλλά και να υποβάλλουν προτάσεις για βελτίωση της κατάστασης.

Επιβάλλεται το Κοινοβούλιο να ελέγχει πραγματικά την εκτελεστική εξουσία, αρνούμενο να ψηφίζει νομοσχέδια και τροπολογίες το περιεχόμενο των οποίων αγνοεί, τροπολογίες με τις οποίες είχαμε φτάσει στο σημείο να αποποινικοποιείται φωτογραφικά η παραβατική συμπεριφορά «επωνύμων», ενώ είχε ψηφιστεί πριν από χρόνια και τροπολογία «ντροπής» για το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την οποία κρατικός λειτουργός αν δεχόταν δώρο για ενέργειά του σε έκφραση ευγνωμοσύνης αυτό δεν αποτελούσε ποινικό αδίκημα, νομιμοποιώντας έτσι τα «φακελάκια ευγνωμοσύνης». Και βέβαια, η διάταξη ίσχυσε λόγω ανάκλησης μόνο για 20 μέρες, αλλά, ως ευεργετική, μάλλον κάλυψε κάποιες εκκρεμούσες στη Δικαιοσύνη υποθέσεις…

Οι πολιτικοί μας, αν είχαν διαβάσει Θουκυδίδη, θα καταλάβαιναν πόσο το παράδειγμα του ηγέτη ανασύρει την κοινωνία από το τέλμα και την εξυψώνει, γι’ αυτό πέρα από το νόμιμο οφείλουν να σέβονται και το ηθικό, το ότι πρέπει να λειτουργούν καθημερινά ως «λυχνία επί όρους κειμένη» και με το προσωπικό τους ήθος να ανεβάζουν το επίπεδο της πολιτικής ζωής.

Δεν φτάνει να είναι κάποιος έντιμος, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να μη δέχεται να συνυπάρχει με ανέντιμους. Αν οι έντιμοι δήλωναν στις ηγεσίες των κομμάτων ότι δεν δέχονται να συνυπάρχουν σε ψηφοδέλτια με αμφιβόλου ήθους συνυποψηφίους, θα είχαμε θεαματική βελτίωση της κατάστασης.