Η διπλωματική και ενεργειακή κρίση που εκτυλίσσεται τα τελευταία χρόνια στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και ειδικότερα η επιδείνωση των σχέσεων Ελλάδας – Λιβύης, εξελίσσεται σε ένα σοβαρό πλήγμα για τα ελληνικά εθνικά και οικονομικά συμφέροντα, με ασαφή προοπτική ανάκαμψης. Οι τουρκικές επιδιώξεις στον χώρο νότια της Κρήτης, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν σχεδόν ακραίο σενάριο κινδυνολογίας, πλέον προχωρούν γρήγορα και συστηματικά. Η Αθήνα φαίνεται αμήχανη και απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση, που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται και από τα εσωτερικά πολιτικά λάθη της ελληνικής κυβέρνησης.
Η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» σε νέα έκδοση
Τα γεγονότα των τελευταίων ετών θυμίζουν έντονα τη διαχρονική θεωρία των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, όπου αμφισβητούνται μεθοδικά και σταδιακά κυριαρχικά δικαιώματα, δημιουργώντας μια «γκρίζα» ζώνη αμφισβήτησης. Στην περίπτωση της Λιβύης, η αμφισβήτηση επεκτείνεται συνολικά στα θαλάσσια όρια μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, από τις εκβολές του Έβρου μέχρι το Καστελόριζο. Οι πρόσφατες κινήσεις της Τουρκίας – όπως η υποβολή χάρτη στην UNESCO που αμφισβητεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα και τα θαλάσσια πάρκα – επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα είναι συνολικό και βαθύ.
Οι ρίζες της κρίσης
Η ρίζα του προβλήματος δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά και εσωτερική. Το 2019, παρά τις έγκαιρες και επανειλημμένες προειδοποιήσεις από διακεκριμένους διεθνείς παράγοντες όπως ο Νίκος Χριστοδουλίδης (τότε υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου) και ο Αιγύπτιος υπουργός Άμυνας Μοχάμεντ Ζάκι, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν έλαβε ουσιαστικά μέτρα για να αποτρέψει τη σύναψη στρατιωτικών και ενεργειακών μνημονίων μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης. Τα μνημόνια αυτά περιελάμβαναν τη διαμόρφωση Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) που παρακάμπτουν νησιά του Αιγαίου και την ελληνική υφαλοκρηπίδα, συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης.
Το τρίτο μνημόνιο, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο του 2022 και αφορούσε την εκμετάλλευση λιβυκών υδρογονανθράκων από τον τουρκικό ενεργειακό κολοσσό TPAO, προκάλεσε σοκ στην ελληνική πλευρά. Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι οι εξελίξεις είχαν παγώσει εν όψει των προγραμματισμένων εκλογών στη Λιβύη – οι οποίες όμως ακόμη δεν έχουν πραγματοποιηθεί.
Οι εξελίξεις του 2025 και η «φάκα» των διαγωνισμών
Οι εξελίξεις του 2025 ανέδειξαν την κρισιμότητα της κατάστασης. Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Λιβύης (με έδρα την Τρίπολη) ανακοίνωσε διεθνή διαγωνισμό για την εκμετάλλευση 22 χερσαίων και θαλάσσιων οικοπέδων υδρογονανθράκων. Εδώ, η ελληνική κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ βιαστικά πανηγύρισαν, εστιάζοντας μόνο στο γεγονός ότι δύο από αυτά τα οικόπεδα απλώς εφάπτονται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως ορίζεται από τον νόμο 4001/2011, γνωστό ως «νόμος Μανιάτη». Ωστόσο, αυτή η αντίδραση αποδείχτηκε ότι ήταν μια παγίδα: η NOC (Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Λιβύης) προχωρούσε με προσεκτικά βήματα, ξεκινώντας με μια αρχική ανακοίνωση και προετοιμάζοντας τη δεύτερη φάση, που περιλαμβάνει και τα υπόλοιπα οικόπεδα.
Το πλήγμα ήρθε την περασμένη εβδομάδα όταν η ηγεσία της Ανατολικής Λιβύης (με έδρα τη Βεγγάζη) κύρωσε το μνημόνιο με την Τουρκία, αμφισβητώντας παράλληλα τους ελληνικούς διαγωνισμούς σε περιοχές κοντά στην Κρήτη. Η TPAO προετοιμάζεται να αξιοποιήσει τα δύο λιβυκά οικόπεδα, που αγγίζουν την ελληνική υφαλοκρηπίδα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ένα «δολίως» διαμορφωμένο σκηνικό συνεργασίας με ελληνικές εταιρείες, προκαλώντας έτσι νέες γεωπολιτικές και οικονομικές περιπλοκές.
Σε μια κίνηση που αναμένεται να οξύνει περαιτέρω τις ήδη τεταμένες ελληνολιβυκές σχέσεις, η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Λιβύης (NOC) υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου (TPAO) για γεωλογικές και γεωφυσικές έρευνες σε τέσσερα υπεράκτια οικόπεδα της λιβυκής υφαλοκρηπίδας. Η συμφωνία, που υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενισχύει τη στρατηγική συνεργασία Άγκυρας και Τρίπολης, παρά το παράνομο κατά την Αθήνα τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019.
Διπλωματική προσπάθεια ή υποχώρηση;
Στις αρχές Απριλίου, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης αποφάσισε να προχωρήσει σε αναβάθμιση των διπλωματικών επαφών με την κυβέρνηση της Τρίπολης. Από τη μία, η προσπάθεια διαλόγου είναι αναμφίβολα προτιμότερη από την πλήρη απουσία επικοινωνίας. Από την άλλη, η κεντρική ιδέα αυτών των επαφών – να «βαφτίσουν» την τουρκολιβυκή συμφωνία ως δευτερεύον πρόβλημα που μπορεί να τεθεί προσωρινά «στο ράφι» – φέρνει στο νου το παλιό, αποτυχημένο πείραμα του Ανδρέα Παπανδρέου το 1988, όταν προσπάθησε να απομονώσει το Κυπριακό για να προωθήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το ιστορικό «mea culpa» του τότε Πρωθυπουργού μετά από την αποτυχία εκείνης της τακτικής αποδεικνύει πόσο επικίνδυνο είναι να παραμερίζονται μεγάλα εθνικά ζητήματα.
Το επικείμενο ταξίδι του κ. Γεραπετρίτη στην Τρίπολη και τη Βεγγάζη (πιθανώς στις αρχές Ιουλίου) έρχεται χωρίς καμία απαίτηση ή όρο από ελληνικής πλευράς, ενώ η Αθήνα δείχνει διατεθειμένη να ικανοποιήσει το αίτημα για απευθείας αεροπορική σύνδεση με την Τρίπολη, κάτι που πριν τρία χρόνια είχε απορριφθεί. Η ευκολία με την οποία παραχωρείται αυτή η διευκόλυνση χωρίς όρους δημιουργεί ανησυχίες ότι η Ελλάδα εμφανίζεται απροστάτευτη απέναντι στις τουρκολιβυκές προκλήσεις. Ακόμη, αν το ταξίδι αναβληθεί ή ακυρωθεί, ο κίνδυνος όξυνσης των σχέσεων μεγαλώνει, και πάλι με την Τουρκία να είναι η κερδισμένη.
Απογοήτευση και ψευδαισθήσεις στις διεθνείς επαφές
Τα μέσα Μαΐου ήρθαν με μια αναθάρρηση από την ελληνική κυβέρνηση, μετά από τις επαφές του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου στο Χιούστον και την Ουάσινγκτον. Το κλίμα που μετέφερε ο κ. Παπασταύρου ήταν σχεδόν πανηγυρικό, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα αναδεικνύεται σε διεθνή κόμβο ενέργειας, μεταφορών και ναυπηγικών κατασκευών.
Ωστόσο, από την πλευρά των Αμερικανών συνομιλητών του, η εικόνα δεν ήταν τόσο λαμπρή. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο συγκρατημένη. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη αμερικανικής παρέμβασης ή στήριξης απέναντι στην τουρκική αντίδραση στα ενεργειακά ελληνικά σχέδια. Η Ουάσινγκτον επιβεβαίωσε μόνο την υπάρχουσα συνεργασία, χωρίς να προχωρήσει σε νέες πρωτοβουλίες ή δεσμεύσεις. Επιπλέον, οι ιδιωτικοί ενεργειακοί όμιλοι τόνισαν ότι δεν προτίθενται να αναλάβουν βραχυπρόθεσμες δεσμεύσεις που μπορεί να θίξουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, ενώ οι σχεδιασμοί για τα οικόπεδα νοτίως της Πελοποννήσου και Κρήτης απαιτούν περισσότερο χρόνο και διακριτικότητα.
Το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ
Παράλληλα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται αντιμέτωπη και με το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπου μετά από έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποκαλύφθηκε εκτεταμένη παράνομη χορήγηση επιδοτήσεων, αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Η διαχείριση αυτού του σκανδάλου από την κυβέρνηση αποκαλύπτει την ποιότητα της διακυβέρνησης: αντί για σοβαρό έλεγχο και πολιτική λογοδοσία, η επίσημη απάντηση περιορίστηκε σε μια αδύναμη παραδοχή «μη επιτυχούς διαχείρισης».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και ο αντιπρόεδρος χαρακτήρισαν το ζήτημα ως διαχρονικό πρόβλημα που υπήρχε και επί άλλων κυβερνήσεων και το αντιμετώπισαν σχεδόν ως φυσιολογικό. Οι ίδιοι χρησιμοποίησαν επιχειρήματα που παραπέμπουν σε προσπάθεια να μειώσουν το μέγεθος της κρίσης, θάβοντας το θέμα κάτω από τη γενική «ευθύνη του παρελθόντος». Αυτή η στάση προξενεί απορίες σχετικά με την αντίληψη της πολιτικής ευθύνης και της διαφάνειας στην Ελλάδα του 2025.
Πολιτική ασυλία και αδράνεια
Είναι ενδεικτικό ότι πολλά από τα κυβερνητικά στελέχη που ήταν στη θέση τους κατά την περίοδο της παράνομης διαχείρισης επιδοτήσεων, όχι μόνο δεν έλαβαν πολιτική ή ηθική ευθύνη, αλλά παραμένουν ενεργοί πολιτικοί με δημόσια παρουσία. Κανείς δεν αποπέμφθηκε, ούτε δόθηκε η αίσθηση ότι υπάρχει μηδενική ανοχή στη διαφθορά. Αυτό το φαινόμενο ενισχύει την αίσθηση της ατιμωρησίας, απογοητεύοντας τους πολίτες και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου.
Η ρητορική που χρησιμοποιούν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι θυμίζει το γνωστό μοτίβο «ρητορικής ιθαγενών», όπου η κοινή γνώμη αντιμετωπίζεται με μια ειρωνική υποτίμηση, σαν να μην μπορεί να κατανοήσει τα «μεγάλα συμφέροντα» ή τις «εθνικές δυσκολίες». Αυτή η στάση, αντί να οικοδομεί εμπιστοσύνη, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας.
Συμπέρασμα: Όλα αλλάζουνε και όλα μένουν ίδια
Η Ελλάδα του 2025 μοιάζει παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο διπλωματικών και πολιτικών λαθών. Η επανάληψη της αδυναμίας να προστατευθούν τα εθνικά συμφέροντα στη Λιβύη και τη Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των σχέσεων με γείτονες και η ανεπαρκής διαχείριση κρίσεων δημόσιου χρήματος, αποτυπώνουν ένα κράτος που αδυνατεί να εκσυγχρονιστεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής. Όπως είχε γράψει ο Μάνος Λοΐζος, «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν», καταγράφοντας με γλαφυρό τρόπο τη στασιμότητα και την αδυναμία ανανέωσης που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική σκηνή.
Μόνο μέσα από ριζικές αλλαγές, με διαφάνεια, πολιτική λογοδοσία και σοβαρή εξωτερική πολιτική, η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει σε μια διαφορετική πορεία, όπου τα μεγάλα ζητήματα δεν θα «βαφτίζονται» μικρά και τα εθνικά συμφέροντα δεν θα θυσιάζονται στο βωμό των επικοινωνιακών τακτικών.